Η αξιολόγηση, η οποία θα γίνει στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού εξαμήνου, θα έχει ως βασικό θέμα το κλείσιμο του 2024 και τις προοπτικές της οικονομίας για το 2025. Σε αυτή τη διαδικασία θα μπορέσει η ελληνική πλευρά να αποδείξει την υπεραπόδοση της οικονομίας και να βάλει στο τραπέζι τα σχέδια για νέες ελαφρύνσεις, κάποιες από τις οποίες μπορεί να έχουν εφαρμογή ακόμη και από φέτος.
Ολα θα εξαρτηθούν από τον δημοσιονομικό χώρο, ο οποίος θα πιστοποιηθεί και από τις Βρυξέλλες, αλλά και τη συμβατότητα των μειώσεων φόρων που θα γίνουν με τους στόχους που έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο του 4ετούς δημοσιονομικού «συμβολαίου» για τους οποίους έχει δεσμευτεί στις Βρυξέλλες.
Ως γνωστόν, η κυβέρνηση εξετάζει δύο βασικές αλλαγές: Την αλλαγή των φορολογικών συντελεστών, με στόχο να ελαφρυνθεί η λεγόμενη μεσαία τάξη, η οποία προσδιορίζεται από την κλίμακα εισοδήματος από 15.000 μέχρι και 40.000 ευρώ. Ωστόσο καταβάλλεται προσπάθεια ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη ελάφρυνση για τα εισοδήματα μέχρι και 30.000 ευρώ, η οποία θα μειώνεται όσο τα ετήσια εισοδήματα θα αυξάνονται. Η δεύτερη παρέμβαση αφορά στη μείωση των παρωχημένων και σε πολλές περιπτώσεις άδικων τεκμηρίων διαβίωσης κατά 30%, η οποία δικαιολογείται απολύτως στην παρούσα χρονική συγκυρία.
Τούτο διότι την απουσία ελέγχων που κάλυπταν τα τεκμήρια αναπληρώνουν πλέον οι αυτόματοι έλεγχοι από τα στοιχεία που συλλέγει το My Data. Επιπλέον η όποια απώλεια εσόδων θα υπάρξει έχει υπεραναπληρωθεί από έσοδα που υπάρχουν από τη φοροδιαφυγή, τα οποία, σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, άγγιξαν πέρσι τα 2 δισ. ευρώ και φέτος αναμένεται να φτάσουν τα 3 δισ. ευρώ.
Οι μειώσεις φόρων δεν επηρεάζουν άμεσα την οροφή αύξησης των δαπανών όπως αυτή έχει συμφωνηθεί από το 2025 μέχρι και το 2028, στο πλαίσιο του τετραετούς δημοσιονομικού συμφώνου. Παράλληλα, θα πρέπει να υπάρξει συμφωνία για τον αναπτυξιακό χαρακτήρα των μέτρων ώστε να δώσουν την έγκριση οι Βρυξέλλες και να μην πιέσουν η υπεραπόδοση της οικονομίας να κατευθυνθεί απευθείας στην αποπληρωμή του χρέους.
Τα επιχειρήματα
Το αίτημα για νέες μειώσεις φόρων, λόγω της υπεραπόδοσης της οικονομίας, που θα τεθεί στις συζητήσεις με τους εκπροσώπους των θεσμών, ενισχύεται από το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μία από τις λίγες χώρες που έχει εκπληρώσει τους στόχους του νέου δημοσιονομικού συμφώνου στο ακέραιο. Συγκεκριμένα, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης μειώθηκε πέρσι κατά 9,9% του ΑΕΠ, στο 154% του ΑΕΠ, από 163,9% το 2023, τη στιγμή που το δημοσιονομικό σύμφωνο προβλέπει ελάχιστη μείωση χρέους 1% του ΑΕΠ.
Επίσης, το δημοσιονομικό έλλειμμα σχεδόν μηδενίστηκε το 2024, από 1,3% του ΑΕΠ το 2023. Τούτο την ώρα που το όριο που θέτει το νέο δημοσιονομικό σύμφωνο είναι το 3% του ΑΕΠ. Ακόμη και για τις υπερχρεωμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, η υποχρέωση είναι να διατηρεί ένα κεφαλαιακό απόθεμα που θα αποτρέψει μια απότομη αύξηση του ελλείμματος.
Την ίδια ώρα, όμως, για το 2024, 7 χώρες της Ε.Ε. (ανάμεσά τους η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία) έχουν ξεπεράσει κατά πολύ το όριο του 3% του ΑΕΠ και θα πρέπει να γίνουν διορθώσεις. Το δε πρωτογενές πλεόνασμα προσέγγισε το 3% του ΑΕΠ έναντι πρόβλεψης για πλεόνασμα 2,5% του ΑΕΠ. Θεωρητικά αυτό δίνει στην Ελλάδα υπεραπόδοση της τάξης του 0,5% του ΑΕΠ, που αντιστοιχεί σε 1,3 δισ. ευρώ, για να διαθέσει τα χρήματα αυτά είτε για μείωση φόρων είτε απευθείας για τη μείωση του χρέους. Για τον λόγο αυτό είναι απαραίτητη η διαβούλευση με τις Βρυξέλλες.
Επίσης, η Ελλάδα τήρησε και τον κανόνα της οροφής δαπανών, που δεν θα έπρεπε να αυξηθούν ως ποσοστό πάνω από 2,6%. Σε αυτή τη φάση, θα γίνει μια πρώτη συζήτηση με βάση τις εκτιμήσεις της ελληνικής πλευράς. Ωστόσο τα τελικά μεγέθη θα πρέπει να οριστικοποιηθούν και από τη Eurostat μέσα στον Απρίλιο.
Το ατράνταχτο επιχείρημα
Το πιο ατράνταχτο όμως επιχείρημα υπέρ της μείωσης φόρων θα είναι τα πολύ καλά αποτελέσματα που καταγράφει η Ελλάδα στο μέτωπο της φοροδιαφυγής. Μετά από έναν χρόνο εφαρμογής των παρεμβάσεων για την αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και την καθολική χρήση του My Data, το ΥΠΕΘΟ κατέγραψε για το 2024 πρόσθετα έσοδα από φοροδιαφυγή ύψους 1,9 δισ. ευρώ ενώ για φέτος αναμένεται τα έσοδα από τη φοροδιαφυγή να αυξηθούν κατά 1,2 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας τα 3 δισ. ευρώ.
Μάλιστα, η στροφή του υπουργείου στο κυνήγι της φοροδιαφυγής στα καύσιμα και τα καπνικά προϊόντα δίνει προοπτικές τα έσοδα από φοροδιαφυγή να γίνουν ακόμη περισσότερα στο άμεσο μέλλον. Το θετικό με τα έσοδα από φοροδιαφυγή είναι ότι η Επιτροπή τα θεωρεί αποτέλεσμα παρεμβάσεων της ελληνικής πλευράς. Αυτό πιστοποιεί αυτόματα ότι τα έσοδα αυτά θα είναι μόνιμα και επαναλαμβανόμενα. Συνεπώς μπορούν να χρηματοδοτήσουν μόνιμα μέτρα, όπως ζητά η ελληνική πλευρά.
Τα «τρικ» με τον κόφτη δαπανών
Δεύτερη σειρά παρεμβάσεων, περισσότερο στοχευμένων σε οικονομικά αδύναμους πολίτες μέσω κοινωνικών επιδομάτων ή με κάποιες εισοδηματικές ενισχύσεις σε κάποιους τομείς του Δημοσίου, θα προκύψει από τη διαχείριση των ελαστικών δαπανών. Με βάση τα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού η υστέρηση των δαπανών φτάνει το 1,8 δισ. ευρώ και στο μεγαλύτερο μέρος τους δεν θα γίνουν μέσα στο «δημοσιονομικό» 2024.
Με βάση τις βασικές αρχές του νέου δημοσιονομικού συμφώνου, οι αυξήσεις δαπανών του δημοσιονομικού συμφώνου ισχύουν σωρευτικά. Αυτό σημαίνει ότι αν μία χρονιά (εν προκειμένω το 2024) οι δαπάνες είναι σημαντικά χαμηλότερες από την οροφή, η οποία το 2024 ήταν 2,6%, τότε μπορούν να αυξηθούν την επόμενη ή κάποιες από τις επόμενες χρονιές. Αυτό δίνει τη δυνατότητα να γίνουν στοχευμένες παρεμβάσεις το 2025 και τα επόμενα χρόνια. Αυτό, όμως, θα εξαρτηθεί και από τις ανάγκες του 2025, που υπάρχουν υποχρεώσεις 2 δισ. ευρώ από εξοπλιστικά, παλαιές και νέες συντάξεις.