Στην παρούσα φάση η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα διαπραγματεύεται με την Επιτροπή την επιμήκυνση της ζωής του μηχανισμού αυτόματης δημοσιονομικής διόρθωσης. Παράλληλα έχει βάλει στο τραπέζι ένα πλέγμα μέτρων που αφορούν τη μείωση του αφορολόγητου και μια ενδεχόμενη αύξηση του μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ από το 13% στο 14%, αλλά θέτει ως προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά θα ανακοινωθούν μεν, αλλά δεν θα ψηφιστούν από τώρα. Θα αποτελέσουν την εφεδρεία μέτρων που θα ενεργοποιηθεί αν το ΔΝΤ έχει δίκιο στις προβλέψεις του και η Ελλάδα δεν μπορέσει να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.
Η άποψη αυτή βρίσκει προς το παρόν σύμφωνη την Κομισιόν και είναι σύμφωνη και με την κοινή θέση των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης στο Eurogroup του περασμένου Δεκεμβρίου. Το θέμα όμως περιπλέκεται από το γεγονός ότι το ΔΝΤ δεν συμφωνεί ούτε με την ιδέα του κόφτη ως αυτόματου μηχανισμού σταθεροποίησης του προγράμματος, αλλά ούτε και σε «δυνητικά» μέτρα. Εχει ξεκαθαρίσει ότι αφού η Ελλάδα έχει δεχθεί το μεσοπρόθεσμο στόχο για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ θα πρέπει να λάβει άμεσα και χωρίς περιστροφές τα μέτρα για να υποστηρίξει δημοσιονομικά το στόχο αυτόν.
Την ίδια ώρα η Γερμανία έχει διαμηνύσει ότι χωρίς το ΔΝΤ η Ελλάδα δεν έχει κανένα πρόγραμμα και όλα ξεκινούν από την αρχή με νέα διαπραγμάτευση και νέες δεσμεύσεις από τη μεριά της Αθήνας. Η δε Ολλανδία μέσω του τεχνοκράτη που συμμετέχει στην Ομάδα Εργασίας της ευρωζώνης έχει ξεκαθαρίσει ότι χωρίς ενεργό συμμετοχή του Ταμείου δεν μπορεί να εγκρίνει στη Βουλή της την επόμενη δόση για την Ελλάδα.
Με αυτά τα δεδομένα η συνεδρίαση του συμβουλίου των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης την επόμενη Πέμπτη 26 του μήνα αποκτά ιδιαίτερη σημασία, αφού όλες οι πλευρές θα πρέπει να ανοίξουν τα χαρτιά τους.
Σήμερα μόνο η Κομισιόν υποστηρίζει καθαρά και σταθερά τη θέση της κυβέρνησης ότι δεν χρειάζεται να νομοθετηθούν προληπτικά δημοσιονομικά μέτρα, αρκεί να προσδιοριστούν οι τομείς και η αυτόματη ενεργοποίηση του «κόφτη». Και οι περισσότεροι εταίροι στηρίζουν αυτή τη θέση γιατί αντιλαμβάνονται ότι πολιτικά είναι αδύνατη η νομοθέτηση προληπτικών δημοσιονομικών μέτρων.
Η γερμανική πλευρά φροντίζει για τους δικούς του λόγους να διατηρεί την πίεση προς στην Ελλάδα, δείχνοντας ότι δεν χαρίζεται στο εσωτερικό της ακροατήριο. Τούτο με δεδομένο ότι θα μπορούσε να βρεθεί για παράδειγμα λύση εάν ο κ. Σόιμπλε δεχόταν μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα από το 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018. Ομως, εμφανίζεται ανένδοτος, υπογραμμίζοντας ότι εάν μειωθούν τα πλεονάσματα κάτω του 3,5%, τότε δεν διασφαλίζεται η βιωσιμότητα του χρέους.
Η ελληνική πλευρά από την άλλη θέλει να δώσει ό,τι είναι δυνατό λιγότερο και μάλιστα προτίθεται, αν γίνει η δική της πρόταση, να ζητήσει να ανοίξει η συζήτηση και για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος που θα διευκολύνουν και την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, θέμα που επίσης έχει παγώσει λόγω των εξελίξεων.
Η ελπίδα για ένταξη στο QE θα αναθερμανθεί μόλις ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση και υπάρχει κάποια πιο συγκεκριμένη δέσμευση για τη συνολική λύση του χρέους από τους Ευρωπαίους υπουργούς Οικονομικών, κάτι που προς το παρόν φαίνεται πολύ δύσκολο.
Μικρή ανάσα
Στο μεταξύ, μια ανάσα ανακούφισης που εξασφαλίζει ότι το θέμα με τις παροχές του Δεκεμβρίου δεν θα έχει σοβαρή συνέχεια δίνουν ως πρώτη εικόνα οι πρώτες εκτιμήσεις για το κλείσιμο του Προϋπολογισμού του 2016.
Με βάση τα πρώτα στοιχεία του ΓΛΚ, το πρωτογενές πλεόνασμα για το 12μηνο Ιανουαρίου- Δεκεμβρίου φτάνει στο 2,5% του ΑΕΠ (4,39 δισ. ευρώ) έναντι στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 1,09% του ΑΕΠ ή 1,98 δισ. ευρώ που είχε τεθεί στον Προϋπολογισμό του 2017.
Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του Προϋπολογισμού είναι σχεδόν τέσσερις φορές μεγαλύτερο από το στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ που προέβλεπε το ελληνικό πρόγραμμα με οδηγό κυρίως την πολύ καλή πορεία των εσόδων τα οποία παρουσίασαν υπέρβαση κατά 1,8 δισ. ευρώ.
Αξιοσημείωτο είναι ότι το αποτέλεσμα αυτό έρχεται μαζί την κάλυψη περίπου 1,5 δισ. ευρώ της υστέρησης των δαπανών κατά 2 δισ. ευρώ που καταγράφονταν στις πρωτογενείς δαπάνες μέχρι και τα τέλη Νοεμβρίου. Για το δωδεκάμηνο η υστέρηση των ανελαστικών πρωτογενών δαπανών περιορίστηκε στα 253 εκατ. ευρώ. Η συνολική υστέρηση των 814 εκατ. ευρώ αφορά κατά το ήμισυ το πρόγραμμα των δημοσίων επενδύσεων, το οποίο παρουσιάζει υστέρηση τον Δεκέμβριο ύψους 460 εκατ. ευρώ, κάτι που αναμένεται να καλυφθεί μέχρι και τα τέλη Φεβρουαρίου αν αποδειχθεί αληθινή η εκτίμηση του υπουργείου Ανάπτυξης για υπερκάλυψη των δαπανών για τα συγχρηματοδοτούμενα έργα.
Τάσος Δασόπουλος – Νίκος Μπέλλος
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου