Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, μολονότι πρόκειται για μία συζήτηση η οποία αναδύθηκε ως συνέπεια της πανδημίας, που απειλεί να… μολύνει τα υγιή χαρτοφυλάκια των τραπεζών, δημιουργώντας μία νέα γενιά «κόκκινων» δανείων, το εγχείρημα θα μπορούσε -υπό προϋποθέσεις- να αποβεί προς όφελος τόσο του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος όσο κυρίως των δανειοληπτών. «Η δημιουργία μιας bad bank θα μπορούσε να λειτουργήσει, αλλά με ενιαίους κανόνες στην Ευρώπη και συμπληρωματικά με τις τιτλοποιήσεις δανείων, που έχουν ήδη ανακοινωθεί από τις τράπεζες και προσεγγίζουν τα 33 δισ. ευρώ», τονίζουν χαρακτηριστικά στον Ελεύθερο Τύπο και προσθέτουν: «Οι δανειολήπτες μπορούν να επωφεληθούν από ευέλικτες ρυθμίσεις εάν πρόκειται για φυσικά πρόσωπα και επιδότηση των τόκων δανείων για σημαντικό χρονικό διάστημα και αναδιάρθρωση με κεφάλαιο κίνησης εάν πρόκειται για επιχειρήσεις».
Ρυθμίσεις
Πιο αναλυτικά, τα περιθώρια που θα έχει μία «bad bank» όσον αφορά στα δάνει που φέρουν εξασφαλίσεις (στεγαστικά ή επιχειρηματικά με υποθήκη σε ακίνητο) ή τα καταναλωτικά, είναι όσα και των servicers. Το γεγονός, δηλαδή, ότι αυτά θα μεταβιβαστούν σε χαμηλή τιμή δεν σημαίνει ότι ο φορέας -ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, θα έχει συσταθεί (και) με κρατικά κεφάλαια- θα μπορεί να προχωρήσει σε οριζόντια «κουρέματα».
«Τυχόν haircut θα δίδεται κατόπιν εξέτασης της εκάστοτε περίπτωσης, λαμβάνοντας υπόψη μία σειρά από παραμέτρους – από την εισοδηματική και περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη έως και την αξία του ακινήτου», σημειώνουν οι παραπάνω πηγές. Εστω, δηλαδή, ότι ένα δάνειο έχει υπόλοιπο οφειλής 120.000 ευρώ και η εμπορική αξία του ακινήτου είναι 90.000 ευρώ. Η όποια διαγραφή θα γίνει έως και τις 30.000 ευρώ. Εάν, ωστόσο, τα ποσά είναι αντίστροφα, ήτοι 90.000 η οφειλή και 120.000 ευρώ η αξία του ακινήτου, τότε δεν μπορεί να υπάρξει haircut, με το δανειολήπτη να πρέπει να ρυθμίσει στη βάση και των amicable solutions (οικειοθελής παραχώρηση ή πώληση ακινήτου κ.ο.κ.).
Επιχειρηματικά δάνεια
Οσον αφορά στα επιχειρηματικά δάνεια, η «bad bank» θα μπορούσε κάλλιστα να προτείνει την αξιοποίηση εργαλείων που έφερε στο προσκήνιο η πανδημία, όπως, για παράδειγμα, την επιδότηση των τόκων για σημαντικό χρονικό διάστημα. Υπενθυμίζεται πως η δημόσια χρηματοδότηση που δίνεται για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του κορονοϊού και δεν ξεπερνά τις 800.000 ευρώ καλύπτει τους συμβατικούς τόκους τριών μηνών που οφείλονται από μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από τη νομική τους μορφή, που νομίμως λειτουργούν στη χώρα και απασχολούν έως 250 εργαζομένους, με τζίρο έως 50 εκατ. ευρώ.
Γ. Στουρνάρας: 4% με 11% θα αυξηθεί ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων
«Είναι η αποτελεσματικότερη λύση»
Την ανάγκη της αναβίωσης της ιδέας μιας «bad bank» -είτε σε ευρωπαϊκό είτε σε εθνικό επίπεδο- υπογράμμισε για ακόμη μία φορά ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ), Γιάννης Στουρνάρας.
«Το σενάριο της bad bank είχε τεθεί από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών το 2017, ωστόσο απορρίφθηκε. Η δημιουργία μιας Asset Management Company (AMC), όμως, είναι η αποτελεσματικότερη λύση για την απαλλαγή των τραπεζικών ισολογισμών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ειδικά, μάλιστα, όταν οι αγορές δεν λειτουργούν», ανέφερε χαρακτηριστικά, στο πλαίσιο του νέου κύκλου διαδικτυακών συναντήσεων, που οργάνωσε το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, εκτιμώντας πως η υγειονομική κρίση πηγαίνει ένα με δύο χρόνια πίσω τους στόχους των τραπεζών για σύγκλιση του δείκτη NPE με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Αναφερόμενος στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ο κεντρικός τραπεζίτης παραδέχτηκε ότι καμία κρίση δεν περνά χωρίς νέα NPLs, απέφυγε, ωστόσο, να αναφερθεί σε συγκεκριμένα νούμερα, λέγοντας ότι υπάρχει τεράστια αβεβαιότητα για το μέγεθός τους. «Αυτά δεν θα σχηματιστούν τώρα, δεδομένου ότι οι εποπτικές αρχές έχουν χαλαρώσει τα κριτήρια, αλλά το β’ εξάμηνο ή και το 2021», κατέληξε.
Σύμφωνα, πάντως, με άσκηση που «έτρεξαν» οι υπηρεσίες της ΤτΕ και παρουσίασε το euro2day.gr, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE ratio) θα αυξηθεί μεταξύ 4% με 11%, διαμορφούμενος στα επίπεδα του 44% με 51%. Αυτό σημαίνει αύξηση των προβληματικών δανείων μεταξύ 6,4 δισ. ευρώ με 18,1 δισ. ευρώ.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου