Το πρωτοφανές αυτής της περιόδου είναι ότι για πρώτη φορά από το 2010 η αξιολόγηση του ΔΝΤ θα είναι πολύ περισσότερο επιθυμητή από το υπουργείο Οικονομικών από ό,τι η τέταρτη αξιολόγηση της Ε.Ε. και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και της ΕΚΤ σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας.
Η αιτία είναι ότι το ΔΝΤ, κάνοντας ανεξάρτητη αξιολόγηση από αυτή των Eυρωπαίων, θα συμπεριλάβει στην έκθεσή του -που αναμένεται να δοθεί στη δημοσιότητα στα τέλη Νοεμβρίου ή τον Δεκέμβριο- και μια νέα έκθεση αξιολόγησης του ελληνικού χρέους. Με την ανακίνηση του θέματος της αναθεώρησης των δημοσιονομικών στόχων για την Ελλάδα και με δεδομένες τις δηλώσεις της κ. Λαγκάρντ, αλλά και της πάγιας θέσης του Ταμείου, ο οργανισμός θα είναι ο πρώτος από τους επίσημους δανειστές της Ελλάδας που θα επιμένει ότι τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα πνίγουν την ελληνική ανάπτυξη και πρέπει να αλλάξουν.
Και οι αποστολές των Ευρωπαίων όμως έρχονται για πρώτη φορά με άλλες προοπτικές. Η επιβράδυνση που καταγράφεται ήδη στις μεγάλες οικονομίες της ευρωζώνης και η συζήτηση που άνοιξε στο Eurogroup της Παρασκευής για τη χρήση της δημοσιονομικής πολιτικής για την ενίσχυση της ανάπτυξης ενισχύουν τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς. Αλλωστε, τόσο τα τεχνικά κλιμάκια των θεσμών που φτάνουν στην Αθήνα από αύριο όσο και οι επικεφαλής των αποστολών θα ακούσουν πράγματα που περίμεναν από το 2010. Πρόδρομες μεταρρυθμίσεις για την καλύτερη λειτουργία του κράτους, παρεμβάσεις στις αγορές εργασίας, προϊόντων και υπηρεσιών, βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, μειώσεις φόρων και επιτάχυνση επενδύσεων και αποκρατικοποιήσεων.
Ειδικά με την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας η κυβέρνηση έχει δείξει διάθεση επιτάχυνσης από τις πρώτες μέρες της θητείας της ξεκινώντας άμεσα την αποκρατικοποίηση του «Ελ. Βενιζέλος» και κάνοντας αγώνα δρόμου για τις ΚΥΑ του Ελληνικού και την προώθηση επενδύσεων όπως αυτή του ΟΛΠ στον Πειραιά και της Eldorado Gold στη Χαλκιδική.
Εκεί που είναι δεδομένο ότι θα μείνουν οι θεσμοί είναι ο προϋπολογισμός του 2020 και ο δημοσιονομικός χώρος για τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων και του πρώτου συντελεστή φορολογίας για εισοδήματα μέχρι και 10.000 ευρώ από το 22% στο 9%, που αναμένεται να ενταχθούν σε χωριστό φορολογικό νομοσχέδιο και βέβαια η ήδη ψηφισμένη μη περικοπή του αφορολόγητου.
Τα όποια προβλήματα που θα πρέπει να αναζητήσουν όχι πολιτική λύση αλλά πολιτική αποδοχή θα είναι η χρήση του 1,2 δισ. ευρώ των κερδών που θα εκταμιεύονται στην Ελλάδα σε ετήσια βάση μέχρι και το 2022 ως δημοσιονομικός χώρος που μπορεί να επιταχύνει τη μείωση φόρων και την επιτάχυνση της ανάπτυξης. Το θέμα έχει συναντήσει καταρχήν την αποδοχή των θεσμών και υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι θα έχουμε συμφωνία μέχρι και το τέλος του χρόνου μαζί με την έκθεση για την 4η αξιολόγηση. Βεβαίως, μαζί με τη διαφορετική χρήση οι Ευρωπαίοι θα θεσπίσουν και έναν νέο κανονισμό για την εκταμίευση αυτών των χρημάτων.
Όλγα Κεφαλογιάννη: Νέα χρονιά ρεκόρ το 2024 για τον ελληνικό τουρισμό
Παράλληλα η Ελλάδα θα διεκδικήσει και την επίσημη μείωση των δημοσιονομικών στόχων από το 3,5% του ΑΕΠ που έχει συμφωνηθεί μέχρι και το 2022 που μέχρι πρότινος ήταν θέμα ταμπού για τους Ευρωπαίους.
Και σε αυτό το θέμα όμως φαίνεται ότι η στάση των Ευρωπαίων έχει αλλάξει, αν κρίνει κανείς τη θέση που πήρε ο σκληρός του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, ο οποίος παραδέχθηκε ότι με σταθερά υψηλότερη ανάπτυξη και χαμηλότερα επιτόκια μπορεί να ανοίξει και το θέμα των δημοσιονομικών στόχων μέσα στο 2020.
Από την υποεκτέλεση δαπανών 500 εκατ. η μείωση του ΕΝΦΙΑ
Σε ό,τι αφορά το 2019 και την ερώτηση για το πού βρέθηκε ο δημοσιονομικός χώρος για τη μεγαλύτερη μείωση του ΕΝΦΙΑ η απάντηση έχει ήδη δοθεί. Η κυβέρνηση αποφάσισε να προχωρήσει στη λογική των υπερπλεονασμάτων που μοιράζονται εκ των υστέρων ως μερίσματα. Εψαξε και βρήκε χώρο σε εγγεγραμμένες δαπάνες του προϋπολογισμού που δεν θα γίνονταν ποτέ, θα έκλεινε ο προϋπολογισμός με υποεκτέλεση και θα προέκυπτε μεγαλύτερο πρωτογενές πλεόνασμα. Σε τι ύψος φτάνει η υποεκτέλεση των δαπανών; Με βάση τους ελέγχους που έχουν ολοκληρωθεί μέχρι τώρα από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους φτάνει τα 500 εκατ. ευρώ (χωρίς να έχει ανοίξει το κεφάλαιο του ΠΔΕ) και αναλύεται ως εξής:
-Από υποεκτέλεση λειτουργικών δαπανών το ΓΛΚ εντόπισε για φέτος επιπλέον δημοσιονομικό χώρο 248 εκατ. ευρώ που αφορούν μεταφερόμενες το 2020 εκκρεμείς δεσμεύσεις καθώς και πιστώσεις που τελικά δεν θα διατεθούν το 2019.
-Από δαπάνες που δεν βρίσκονται άμεσα στον προϋπολογισμό των υπουργείων, όπως π.χ. η επιδότηση των «κόκκινων» δανείων (προϋπολογισμός ΟΠΕΚΑ), όπου η προηγούμενη κυβέρνηση είχε προϋπολογίσει κονδύλι 150 εκατ. ευρώ, από το οποίο ζήτημα είναι -παρά την ελάφρυνση των γραφειοκρατικών διαδικασιών που έκανε η νυν κυβέρνηση και την επιθετική πολιτική των τραπεζών- αν θα δαπανηθούν φέτος περισσότερα από 2 εκατ. ευρώ. Επίσης, δεν έχουν ακόμα υπολογιστεί οι υποεκτελέσεις που αφορούν άλλους κωδικούς του τακτικού προϋπολογισμού (γραφειοκρατικές καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των αποφασισμένων προσλήψεων, καθυστερήσεις στη διεκπεραίωση των υποθέσεων καταπτώσεων εγγυήσεων τραπεζικών δανείων κ.λπ.), από τις οποίες το Γενικό Λογιστήριο πιστεύει ότι θα προκύψει πρόσθετη υποεκτέλεση για το 2019 που με ασφάλεια ξεπερνά τα 100 εκατ. ευρώ.
Με δεδομένο ότι οι έλεγχοι συνεχίζονται το ποσό μπορεί να μεγαλώσει πολύ περισσότερο, αλλά για φέτος δεν θα πρέπει να αναμένεται κάποιο νέο μέτρο πέραν ίσως μιας μεγαλύτερης συνέπειας στις αποπληρωμές ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τους ιδιώτες για τις οποίες η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί ότι από 2 δισ. που τις παρέλαβε θα τις μειώσει σύντομα στα 500 εκατ. ευρώ.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής