«Ένα χρόνο μετά τη λήξη των προγραμμάτων διάσωσης η Ελλάδα βρίσκει το βηματισμό της. Καλύτερη διάθεση δεν θα μπορούσε να υπάρχει, ο δείκτης οικονομικού κλίματος, που μετρά κάθε μήνα η Eurostat, εκτοξεύτηκε τον Ιούλιο στα υψηλότερα επίπεδα από το 2008 και για πρώτη φορά από την έναρξη της κρίσης πάνω από τον μέσο όρο των 19 κρατών μελών της ευρωζώνης. Αποφασιστικό ρόλο έπαιξε η αλλαγή κυβέρνησης στις αρχές Ιουλίου, καθώς ο νέος συντηρητικός-φιλελεύθερος πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, υπόσχεται φιλοαναπτυξιακή πολιτική. Κι ενώπιον της άρσης των εναπομεινάντων capital controls η Ελλάδα ετοιμάζεται για ένα περαιτέρω βήμα στο δρόμο της επιστροφής στην κανονικότητα», σχολιάζει η γερμανική οικονομική εφημερίδα.
Σημειώνει, όμως, ότι μολονότι το τέλος των περιορισμών αυτών στην Ελλάδα θα τη βοηθήσει να επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα και παρά το γεγονός ότι οι χρηματαγορές προεξοφλούν την κίνηση αυτή με τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων να έχουν πέσει σε ιστορικά χαμηλά από την εισαγωγή του ευρώ, η όρεξη των επενδυτών για τα ελληνικά ομόλογα δεν συνιστά μόνον ψήφο εμπιστοσύνης προς την ελληνική οικονομία, αλλά κυρίως απόδειξη της δίψας τους για κέρδη.
«Ο Έλληνας ασθενής μπορεί μετά από οκτώ χρόνια διεθνών προγραμμάτων διάσωσης να εγκατέλειψε την εντατική, αλλά δεν στηρίζεται ακόμη σε σίγουρα πόδια. Εξωτερικές επιδράσεις, όπως μια παγκόσμια ύφεση, μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την ανάρρωσή του. Το γεγονός ότι η Ελλάδα παραμένει αδύναμη και φιλάσθενη οφείλεται και στα λάθη της αμφίβολης πολιτικής διάσωσής της…. Η δημοσιονομική εξυγίανση είχε υψηλό κόστος. Οι πιστωτές υποτίμησαν τις καταστροφικές επιπτώσεις των προγραμμάτων λιτότητας στην οικονομική δραστηριότητα, την αγορά εργασίας και τα συστήματα πρόνοιας. Ώθησαν τη χώρα στην βαθύτερη και πλέον παρατεταμένη ύφεση που έζησε ποτέ ευρωπαϊκό κράτος εν καιρώ ειρήνης», γράφει η Handelsblatt, σημειώνοντας ότι τα λάθη στην πολιτική διάσωσης της Ελλάδας παραδέχθηκε τόσο το ΔΝΤ όσο και ο Πιερ Μοσκοβισί.
Handelsblatt: Η νίκη Τσίπρα το 2015 προκάλεσε νέους κλυδωνισμούς στην Ελλάδα
Και συνεχίζει: «Όταν άρχισε η Ελλάδα στα τέλη του 2014 να αναρρώνει, η εκλογική νίκη του αριστερού λαϊκιστή Αλέξη Τσίπρα στις αρχές του 2015 της προκάλεσε νέους κλυδωνισμούς. Με την φιλοσυγκρουσιακή τακτική τους έναντι των πιστωτών ο Τσίπρας κι ο εκκεντρικός υπουργός του των Οικονομικών, Γιάνης Βαρουφάκης, ώθησαν το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα το χείλος της κατάρρευσης. Και για να εξασφαλιστούν νέα δάνεια, που χρειάζονταν κατεπειγόντως, ο Τσίπρας αναγκάστηκε τελικά να αποδεχθεί ακόμη σκληρότερους όρους λιτότητας από τους προκατόχους του. Η αντιπαράθεση κόστισε στην Ελλάδα 100 δισ. ευρώ, υπολογίζει ο επικεφαλής του EMΣ, Κλάους Ρέγκλινγκ».
«Η Ελλάδα βγήκε από την εντατική, αλλά παραμένει φιλάσθενη»
Η Handelsblatt θυμίζει ότι για να εκπληρώσει τους όρους λιτότητας ο Αλέξης Τσίπρας ξεζούμισε τους Έλληνες με 29 αυξήσεις φόρων και νέες εισφορές στα τεσσεράμισι χρόνια που έμεινε στην εξουσία φρενάροντας έτσι την οικονομία. Αλλά, όπως σημειώνει, ο διάδοχός του ακολουθεί διαφορετικό δρόμο. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης «θέλει να δώσει ώθηση στις ιδιωτικοποιήσεις που έχουν βαλτώσει επί χρόνια, να καταπολεμήσει τη διαφθορά, το νεποτισμό και τη γραφειοκρατία. Ο Μητσοτάκης ρίχνει τους φόρους εισοδήματος και επιχειρήσεων για να προσελκύσει επενδυτές και να δώσει ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα, έργο δύσκολο καθώς θέλει ταυτόχρονα να τηρήσει τους συμπεφωνημένους με τους πιστωτές στόχους του προϋπολογισμού για φέτος και του χρόνου.»
Και καταλήγει: «Αν αναπτυχθεί περισσότερο μελλοντικά η οικονομία της Ελλάδας, [ο Μητσοτάκης] εκτιμά ότι θα μπορέσει να διαπραγματευτεί με τους ευρω-εταίρους μια χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων από το 2021. Αλλά ακόμη και αν καταφέρει να φέρει περισσότερη ανάπτυξη, η χώρα θα έχει να παλέψει για πολλές δεκαετίες ακόμη με τις συνέπειες της κρίσης. Η οικονομική επίδοση παραμένει 23% κάτω από τα προ κρίσης επίπεδα. Και μόνον στις αρχές της δεκαετίας του 2030 το ΑΕΠ της Ελλάδας -λαμβανομένου υπόψη του πληθωρισμού- θα ξαναπιάσει τα επίπεδα του 2007».