Στην απόφαση την οποία εξέδωσε χθες η Κεντρική Τράπεζα του Ευρώ τονίζεται ότι μια μέρα μετά την έξοδο της Ελλάδας από το Μνημόνιο αίρεται το ευνοϊκό καθεστώς που ίσχυε και με βάση το οποίο οι ελληνικοί τίτλοι γίνονταν αποδεκτοί κατ’ εξαίρεση χωρίς να βρίσκονται στην επενδυτική βαθμίδα (ΒΒΒ ή υψηλότερη) από πλευράς πιστοληπτικής διαβάθμισης λόγω του ότι η Ελλάδα βρισκόταν σε πρόγραμμα προσαρμογής. Εφεξής, για να γίνουν ξανά αποδεκτοί ως εγγυήσεις θα πρέπει να περιμένουν άλλες πέντε αναβαθμίσεις από τους μεγαλύτερους γνωστούς οίκους αξιολόγησης (Moody’s, Fitch, S&P) ώστε η πιστοληπτική διαβάθμιση του Ελληνικού Δημοσίου να φτάσει στο ΒΒΒ.
Οι απώλειες
Η ζημιά για τις ελληνικές τράπεζες σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότησή τους είναι μάλλον περιορισμένη καθώς υπό το καθεστώς του waiver η ΕΚΤ έκανε αποδεκτούς ως εγγυήσεις τους ελληνικούς τίτλους με έκπτωση 40% στην τιμή αγοράς τους λόγω της χαμηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης της ελληνικής οικονομίας. Σε καθαρά ποσά η απώλεια χρηματοδότησης δεν ξεπερνά τα 3,5-4 δισ. ευρώ ενώ οι τράπεζες έχουν ξαναβρεί το δρόμο τους στο δανεισμό από τη διατραπεζική αγορά.
Την απόφαση για άρση του waiver είχαν προαναγγείλει στελέχη της ΕΚΤ αλλά εμμέσως και ο πρόεδρος Μάριο Ντράγκι στην τελευταία συνέντευξη που έδωσε τονίζοντας ότι η Ελλάδα δεν μπορεί μετά το πρόγραμμα να μπει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης γιατί δεν θα έχει την εύνοια του waiver.
Μετά το κλείσιμο της τέταρτης αξιολόγησης και την άρνηση της ελληνικής πλευράς για συζήτηση έστω μιας προληπτικής πιστωτικής γραμμής ή χθεσινή απόφαση ήταν αναμενόμενη. Τούτο ειδικά μετά την άρνηση της ΕΚΤ να αποδεχθεί το επιχείρημα του διοικητή της ΤτΕ, Γιάννη Στουρνάρα, ότι υπάρχει συνέχεια του προγράμματος αφού με την απόφαση του Eurogroup του Ιουλίου η Ελλάδα έχει και μετά τις 20 Αυγούστου και συγκεκριμένες υποχρεώσεις αλλά και αυξημένη εποπτεία.
Σε ίδια… τροχιά
Στο μεταξύ, την αποδοχή των θέσεων του ΔΝΤ για το μίγμα οικονομικής πολιτικής που θα πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα που βασίζεται στην περικοπή δαπανών για να μειωθούν φόροι και ασφαλιστικές εισφορές υποδεικνύει το μηναίο δελτίο οικονομικής συγκυρίας του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων.
Εντείνοντας τη διγλωσσία του οικονομικού επιτελείου (αλλά λέμε προς στα έξω και άλλα στην εσωτερική αγορά) το δελτίο του ΣΟΕ αναφερόμενο στην έκθεση του Ταμείου για την Ελλάδα με βάση το άρθρο IV προσυπέγραφε τις θέσεις του Ταμείου για νέα οικονομική πολιτική με στόχο την ανάπτυξη.
Στην ουσία δεχόταν ως σωστή τη θέση ότι θα πρέπει να γίνουν νέες περικοπές δαπανών και απαλλαγών με στόχο να μειωθούν σύντομα οι φορολογικοί συντελεστές και ασφαλιστικές εισφορές. Σημείωνε μάλιστα ότι σε αυτό το πνεύμα συντάχθηκε και το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής στρατηγικής 2019 -2020. Ολα αυτά ενώ στο σύνολό τους τα κυβερνητικά στελέχη, αλλά και ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, έχουν εγκαλέσει πολλές φορές τους βουλευτές της Ν.Δ. να βρουν δαπάνες που πρέπει να περικοπούν για να μειωθούν οι φόροι, θέλοντας έτσι να υποστηρίξουν την επιλογή της υπερφορολόγησης.
Τούτο δε μακριά από την οξεία κριτική του εκπροσώπου της Ελλάδας στο Ταμείο καθηγητή Μιχάλη Ψαλιδόπουλου, αλλά και στελεχών της κυβέρνησης για την έκθεση αξιολόγησης που δόθηκε στη δημοσιότητα στο τέλος Ιουλίου Λίγες μέρες πριν ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στο διεθνή οργανισμό τόνιζε τις συνεχείς λανθασμένες εκτιμήσεις του Ταμείου και για το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας αλλά και για τη δημοσιονομική της πορεία ενώ τόνιζε ότι και οι μελλοντικές του προβλέψεις βασίζονται στην υποτίμηση βασικών μεταρρυθμίσεων που έχει υλοποιήσει η ελληνική οικονομία.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]