Ο επικεφαλής της ομάδας του Ταμείου για την Ελλάδα κ. Πίτερ Ντόλμαν στο τέλος της αποστολής του Ταμείου για την αξιολόγηση του άρθρου IV του ΔΝΤ ήταν ξεκάθαρος σε αυτό το θέμα.
Είπε συγκεκριμένα ότι η περικοπή των συντάξεων αφενός γίνεται με τρόπο δημοσιονομικά ουδέτερο (αφού θα εφαρμοστούν παράλληλα και τα κοινωνικά αντίμετρα) αλλά είναι απαραίτητο να γίνει για δύο συγκεκριμένους λόγους:
Αφενός η Ελλάδα δεσμεύτηκε για υψηλούς στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων (3,5% του ΑΕΠ ως το 2022 και 2,2% σε μέσα επίπεδα μέχρι και το 2060) και οι στόχοι αυτοί χρειάζονται μόνιμα και σταθερά μέτρα.
Ακόμη και μετά από ερώτηση αν το μέτρο μπορεί να ανασταλεί αν βρεθεί από αλλού η δημοσιονομική εξοικονόμηση του 1% που προβλέπεται επέμενε ότι η δέσμευση για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια ευελιξίας.
Αφετέρου η εφαρμογή του μέτρου θα δώσει ένα θετικό σήμα στις αγορές ότι η Ελλάδα είναι πρόθυμη να συνεχίσει και να ολοκληρώσει ημιτελείς μεταρρυθμίσεις που έχει ξεκινήσει στο τρίτο πρόγραμμα.
Στο σημείο των πρώτων συμπερασμάτων-προοίμιο της αξιολόγησης του άρθρου IV αναφέρεται ότι η συμφωνία με τους Ευρωπαίους για πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ θα απαιτήσει υψηλή φορολογία και θα περιορίσει τις δυνατότητες για κοινωνική πολιτική και επενδύσεις. Στην κατεύθυνση αυτή οι ελληνικές αρχές πρέπει να μείνουν προσηλωμένες στα δημοσιονομικά ουδέτερα μέτρα που συμφωνήθηκαν για τη διετία 2019 – 2020 Οπως τονίζεται για το 2019, από τις εξοικονομήσεις που θα γίνουν για τις συντάξεις η κυβέρνηση θα έχει δημοσιονομικό χώρο να χρηματοδοτήσει επενδύσεις ενώ με τη μείωση του αφορολογήτου το 2020 θα διευρυνθεί η φορολογική βάση πάντα σε δημοσιονομικά ουδέτερη βάση. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, τα μέτρα αυτά θα βοηθήσουν στη μείωση της φτώχειας και την οριζόντια ανάπτυξη.
Ερωτώμενος για μελλοντικές φοροελαφρύνσεις ο κ. Ντόλμαν παραδέχθηκε ότι υπάρχει υπερφορολόγηση και αναφέρθηκε στο σχέδιο μείωσης των φορολογικών συντελεστών στις επιχειρήσεις το 2020.
Βιώσιμο το χρέος αλλά μόνο μεσοπρόθεσμα
Στο θέμα του χρέους το ΔΝΤ επαναλαμβάνει τις επιφυλάξεις σε ό,τι αφορά τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη λύση για το χρέος με το μεγάλο χρηματικό απόθεμα (cash buffer) των 24,1 δισ. ευρώ, την περίοδο χάριτος κατά 10 χρόνια και την επέκταση των ωριμάνσεων τονίζεται ότι μειώνει σημαντικά τις χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας και εξασφαλίζει τη μόνιμη επάνοδό της στις αγορές.
Σε μακροπρόθεσμο επίπεδο όμως το Ταμείο σημειώνει τον προβληματισμό του για την υποχρέωση της Ελλάδας να επιτυγχάνει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα σε συνδυασμό και με τις αναπτυξιακές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας τις επόμενες 10ετίες. Σχετικά με αυτούς τους προβληματισμούς χαιρετίζει την απόφαση των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης ότι θα παρακολουθούν τη βιωσιμότητα του χρέους και τα επόμενα χρόνια και αν χρειαστεί θα πάρουν και πρόσθετα μέτρα.
Ο κ. Ντόλμαν όταν ρωτήθηκε για το θέμα προσδιόρισε τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους ως το 2033. Μάλιστα, τόνισε ότι το στοιχείο της αβεβαιότητας συντηρούν, εκτός από το πολύ υψηλό ποσοστό του χρέους προς το ΑΕΠ, οι αισιόδοξες προβλέψεις για την ανάπτυξη οι οποίες είναι δυνατό να ανατραπούν από την πληθυσμιακή γήρανση.
Οχι στις συλλογικές διαπραγματεύσεις
Σε ό,τι αφορά την αγορά εργασίας, παρότι το ΔΝΤ ήταν παρόν μέσω της ομάδας του όταν συμφωνήθηκαν οι όροι της επαναφοράς των διαπραγματεύσεων, στο κείμενο των συμπερασμάτων εμφανίζεται αντίθετο στην εφαρμογή τους. Συγκεκριμένα τονίζεται ότι «η νομοθεσία που θα επαναφέρει τη μετενέργεια και την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις απειλούν να αναστρέψουν τα αποτελέσματα των μέχρι τώρα μεταρρυθμίσεων», ενώ το ΔΝΤ προσθέτει: «Το προσωπικό του Ταμείου προτείνει στις ελληνικές αρχές να μην αναστρέψουν τις μέχρι τώρα μεταρρυθμίσεις».
Ο ρόλος του ΔΝΤ
Ο επικεφαλής της ομάδας του ΔΝΤ στην Ελλάδα τόνισε ότι το Ταμείο θα διατηρήσει το ρόλο του ως συμβούλου αλλά και θα ξεκινήσει την παρακολούθηση που ασκεί σε όλα τα κράτη τα οποία έχουν περάσει από πρόγραμμα και πρέπει να αποπληρώσουν το δάνειο προς το Ταμείο.
Σε ό,τι αφορά την παρακολούθηση μετά το πρόγραμμα είπε ότι ομάδα του Ταμείου θα έρχεται ανά 6 μήνες στην Ελλάδα και θα συντονίζουν τις αποστολές με αυτές των θεσμών της Ε.Ε. Πληροφορίες αναφέρουν όμως ότι το ΔΝΤ μπορεί να μετέχει σε όλες τις 3μηνες αποστολές.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]