Από τις συναντήσεις που έγιναν τις προηγούμενες μέρες στην Ουάσιγκτον έγινε σαφές ότι ο Ευρωπαϊκός Βορράς, με επικεφαλής τη Γερμανία, δεν θέλει να ακούσει για νέο πακέτο χρηματοδότησης για την Ελλάδα. Επιπλέον, δεν προτίθεται όχι να αποφασίσει αλλά ούτε καν να συζητήσει για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, αν πρώτα η Ελλάδα δεν ολοκληρώσει στο 100% την τέταρτη αξιολόγηση και δεν αναλάβει σαφείς δεσμεύσεις για το μέλλον. Σημείο αναφοράς για τη σύνδεση του τρέχοντος προγράμματος για το μετα-Μνημόνιο θα είναι το Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2022, όπου θα αποτυπωθούν η οικονομική πολιτική και οι δεσμεύσεις που θα αναλάβει η Ελλάδα για το σύνολο της πενταετίας, στην οποία θα πρέπει να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ, το οποίο φιγουράρει πρώτο στη λίστα των 88 προαπαιτούμενων.
Μέγεθος-κλειδί θα είναι ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, ο οποίος θα ενσωματωθεί ως βασικό στοιχείο στην όποια λύση δοθεί για το χρέος, το οποίο όμως επιδεινώνεται. Για το 2017, με βάση τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., ο ρυθμός ανάπτυξης αναθεωρήθηκε προς τα κάτω, από 1,8% του ΑΕΠ που προέβλεπε το ΜΠΔΣ 2017-2021 στο 1,4% του ΑΕΠ. Το ΔΝΤ αναθεώρησε την Τρίτη την πρόβλεψη για το ρυθμό ανάπτυξης για το 2018 από 2,6%, που προέβλεπε τον περασμένο Οκτώβριο, στο 2% και στο 1,8% του ΑΕΠ από 1,9% του ΑΕΠ για το 2019. Ανάλογη προσαρμογή θα έχουν και οι εαρινές προβλέψεις της Ε.Ε., οι οποίες αναμένεται να ανακοινωθούν στις αρχές Μαΐου. Κατά συνέπεια, οι προβλέψεις του προηγούμενου ΜΠΔΣ (2018-2021), οι οποίες διαμορφώνουν μέσο ρυθμό ανάπτυξης περίπου 2,4% για την εξεταζόμενη περίοδο (2,4% του ΑΕΠ το 2018, 2,6% του ΑΕΠ το 2019, 2,3% του ΑΕΠ το 2020 και 2,2% το 2021), δείχνουν να έχουν ήδη ξεπεραστεί από τα πράγματα. Μια αναθεώρηση των στόχων για την ανάπτυξη προς τα κάτω μέχρι το 2022 έχει ήδη αρχίσει να προκαλεί προβληματισμούς, αφού θα πρέπει να αλλάξουν αντίστοιχα και οι προβλέψεις για τα έσοδα και τις δαπάνες, άρα και για το πρωτογενές πλεόνασμα. Παράλληλα και η λύση για το χρέος θα γίνει πιο «ακριβή», κάτι που ακόμη και για τους Ευρωπαίους αποτελεί «πρόκριμα» αυστηρής εποπτείας και μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος.
Αν η ελληνική πλευρά δεν καταφέρει να πείσει ότι η διαφορά που θα εμφανιστεί θα υπερκαλυφθεί από το υπερπλεόνασμα των επόμενων χρόνων, που αναμένεται, σύμφωνα με το ΥΠΟΙΚ, να φτάσει σωρευτικά τα 3,5 δισ. το 2023, χωρίς να υπολογίζονται τα αντίμετρα 2019-2020, τότε οι λύσεις είναι δύο, αλλά έχουν κοινό σημείο αναφοράς την αναβολή των αντίμετρων.
Η πρώτη είναι η λύση που έχει ενσωματώσει ήδη το ΔΝΤ ως βασικό προαπαιτούμενο στο αναθεωρημένο Μνημόνιο. Την πρόωρη εφαρμογή του μέτρου της περικοπής του αφορολόγητου ορίου μαζί με την περικοπή των συντάξεων το 2019, με αναβολή επ’ αόριστον -αν όχι ακύρωση- των αντίμετρων.
Η δεύτερη -πιο ήπια- λύση είναι η εφαρμογή των μέτρων του 2019-2020 όπως έχουν προγραμματιστεί, χωρίς όμως την εφαρμογή των αντίμετρων, τα οποία θα αναβληθούν ίσως για μετά το 2023. Αν υλοποιηθεί κάποιο από τα δύο σενάρια, τότε είναι βέβαιο ότι το Eurogroup θα ζητήσει αυστηρή εποπτεία για τη διασφάλιση των δημοσιονομικών στόχων, η οποία, παρότι εξάμηνη, θα έχει τους ίδιους όρους με αυτή που ασκείται τώρα.
Ενας δεύτερος λόγος που θα συντείνει στην αυστηρή εποπτεία χωρίς νέα χρηματοδότηση είναι οι λύσεις που εξετάζονται για το χρέος. Οι δύο από τις τρεις εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο της επαναγοράς ακριβού χρέους (με προτεραιότητα τα ομόλογα των Κεντρικών Τραπεζών και τα δάνεια του ΔΝΤ) με τη χρήση του υπολοίπου των 27 δισ. ευρώ από τα 86 δισ. που έχει εγκρίνει ο ESM από το 2015 για την Ελλάδα. Με δεδομένο ότι η τελική απόφαση θα ληφθεί από το Eurogroup, όπου η Γερμανία και οι υπόλοιπες χώρες που την ακολουθούν στις αποφάσεις (Αυστρία, Ολλανδία, Σλοβακία, Φινλανδία) θέλουν να επιβάλουν αυστηρούς όρους, είναι βέβαιο ότι η «αντικατάσταση» του ακριβού με φθηνό χρέος δεν θα γίνει σε μια δόση.
Εκτός από τη μετάθεση των πληρωμών στο μέλλον, σε περίπτωση χαμηλής ανάπτυξης ή ύφεσης, o Ευρωπαϊκός Βορράς θα έχει και ένα χρηματοδοτικό εργαλείο με σταδιακές εκταμιεύσεις στις λήξεις είτε των δόσεων του χρέους του ΔΝΤ (ύψους περίπου 9,5 δισ.) είτε των ομολόγων της ΕΚΤ (άλλα 9 δισ.) για να επιβάλλει όρους που θα επεκτείνουν το Μνημόνιο μέχρι και το 2021, οπότε εξαντλούνται οι υποχρεώσεις της Ελλάδας και στους δύο αυτούς επίσημους δανειστές. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα θα έχει βγει μεν από το πρόγραμμα, θα διατηρεί όμως την υποχρέωση για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ ώστε να καλύπτει τους τόκους του χρέους, αλλά η χρηματοδότηση που θα έρχεται από τον ESM θα «ρολάρει» παλιό χρέος, επεκτείνοντας τη λήξη με χαμηλότερο επιτόκιο. Για τις λήξεις θα πρέπει να μπορεί να δανείζεται από τις αγορές για να καλύψει τις ανάγκες της.
Μια παραπάνω δικαιολογία μιας τέτοιας λύσης είναι ότι η Ελλάδα στην έξοδο του προγράμματος θα έχει ήδη ένα χρηματικό απόθεμα της τάξης των 19 δισ., το μισό από το οποίο θα είναι δάνειο από τον ESM, άρα είναι καλυμμένη για παραπάνω από ένα χρόνο. Θα πρέπει συνεπώς να τύχει μιας αυξημένης εποπτείας ώστε να διαχειριστεί το απόθεμα αυτό με σωφροσύνη χωρίς να χαλαρώσει τη δημοσιονομική πολιτική.
Τάσος Δασόπουλος
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]