Οι Ευρωπαίοι -ειδικά η Γερμανία και οι σύμμαχοί της στο Eurogroup (Ολλανδία, Φινλανδία, Σλοβακία, Αυστρία)- επιμένουν ότι μετά την περίοδο 2018-2022 θα πρέπει να «κλειδώσει» από τώρα στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% ή και λίγο περισσότερο μέχρι και το 2030, με στόχο να υπάρξει «πολιτικά ανεκτή» λύση για την ελάφρυνση του χρέους.
Η επιχειρηματολογία, που αναπτύσσεται κυρίως από τη Γερμανία και προσυπογράφεται από τους υπόλοιπους, είναι ότι αν η Ελλάδα θέλει να έχει την ελάφρυνση χρέους μέχρι και το 2060, θα πρέπει να αναλάβει και αντίστοιχες δεσμεύσεις.
Από τον Ιούνιο του 2017 έχει αποφασιστεί ότι η λύση που θα δοθεί, «αν χρειαστεί», για το χρέος δεν θα βασίζεται στην καθαρή εκ των προτέρων μείωσή του (κούρεμα), αλλά στην εξομάλυνση της καμπύλης αποπληρωμής. Με άλλα λόγια, οι πληρωμές δεν θα πρέπει να ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ ως το 2030 και το 20% του ΑΕΠ από το 2031 έως το 2040. Στην ίδια συνεδρίαση κλείδωσε η υποχρέωση για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ την πενταετία 2018-2022. Για το 2023 και μετά υπήρξε μια διπλωματική αναφορά για «στόχο πλεονάσματος 2% ή και λίγο περισσότερο».
Τώρα που η συζήτηση έχει φτάσει σε κομβικό σημείο, οι χώρες οι οποίες θα πρέπει να περάσουν από τα κοινοβούλιά τους τη λύση που θα αποφασιστεί για το ελληνικό χρέος απαιτούν και τη διευκρίνιση των υποχρεώσεων της Ελλάδας.
Μάλιστα, η Γερμανία και ο κύκλος επιρροής της εντός του Eurogroup επιμένουν στη «λύση με δόσεις». Μπορούν να δεχθούν τη λύση που έχει προτείνει η Γαλλία, για σύνδεση της αποπληρωμής χρέους με την ανάπτυξη, υπό τον όρο ότι η Ελλάδα θα περνάει από εξαμηνιαίες εξετάσεις για τη διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας και τη συνέχιση εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων. Ας σημειωθεί ότι πηγή του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών τονίζει ότι «ακόμη και αν υπό την πίεση των εξελίξεων η ελληνική πλευρά σκεφτεί τελικά να καταφύγει σε προληπτική πιστωτική γραμμή, αυτή θα είναι πολύ δύσκολο να εγκριθεί από όλα τα κοινοβούλια». Τούτο διότι πλέον η «γραμμή» είναι να ολοκληρωθεί ο κύκλος των Μνημονίων εντός της ευρωζώνης ώστε να προχωρήσουν ταχύτερα η τραπεζική και η δημοσιονομική ενοποίηση των κρατών-μελών της ζώνης του ευρώ, με νέο μηχανισμό διάσωσης και το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο.
Σε ό,τι αφορά το πακέτο δεσμεύσεων που θα πρέπει να αναλάβει η Ελλάδα μετά το Αύγουστο, οι ίδιες πηγές διευκρινίζουν ότι, εκτός από τις ουρές που μάλλον θα αφήσει για τεχνικούς λόγους η τέταρτη αξιολόγηση, η Ελλάδα θα πρέπει να αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις για τη σταθεροποίηση των τραπεζών με τη μείωση των «κόκκινων» δανείων και του ασφαλιστικού συστήματος με το συνεχή έλεγχο των δαπανών. Επίσης, να προχωρήσει ουσιαστικά τις αποκρατικοποιήσεις και να διατηρήσει τις συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας, προϊόντων και υπηρεσιών.
Η στάση του ΔΝΤ
Την ίδια ώρα, ο μέχρι πρότινος στενός εταίρος του Βερολίνου, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο φαίνεται να διαφοροποιείται από τις απαιτήσεις του Ευρωπαϊκού Βορρά, παρότι η Γερμανία και η Ολλανδία επέβαλαν την παρουσία του στο τρίτο ελληνικό πρόγραμμα. Εμμένει στη θέση του ότι μετά το 2022 ο στόχος για τα πρωτογενή πλεονάσματα θα πρέπει να υποχωρήσει στο 1,5% του ΑΕΠ ώστε να είναι εφικτός και βιώσιμος. Παράλληλα, επιμένει ότι η λύση για το χρέος θα πρέπει να είναι συνολική και άμεσα εφαρμόσιμη για να έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Σύμφωνα με το Ταμείο, η λύση σε δόσεις θα «θολώσει» το τοπίο μετά το Μνημόνιο. Θα δώσει λάθος σήμα στις αγορές ότι η Ελλάδα συνεχίζει να βρίσκεται σε πρόγραμμα, με αποτέλεσμα η έξοδος στις αγορές να γίνει ακριβότερη, ακυρώνοντας έτσι ένα μέρος της ελάφρυνσης του χρέους.
Σε αυτή τη φάση το Ταμείο φαίνεται ότι συντάσσεται με τη Γαλλία, τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που υποστηρίζουν τη γενναία ελάφρυνση του ελληνικού χρέους και στη συνέχεια μια χαλαρή εποπτεία που θα επιτρέψει στην Ελλάδα να «ανασάνει» μετά από οκτώ χρόνια Μνημονίων.
Ωστόσο η στάση του αναμένεται να ξεκαθαριστεί στο τέλος της εβδομάδας όταν όλοι οι πρωταγωνιστές του ελληνικού προγράμματος θα βρεθούν στην Ουάσιγκτον για την εαρινή σύνοδο του Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Η πρώτη εκτίμηση είναι ότι αναμένεται να έχουμε άλλη μια δημόσια αντιπαράθεση με τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Ολαφ Σολτς για την Ελλάδα.
Το βέβαιο είναι ότι το ΔΝΤ θέλει να παρατείνει την παραμονή του στην Ε.Ε., με σημείο αναφοράς το ελληνικό πρόγραμμα. Γι’ αυτό, άλλωστε, η επικεφαλής του Ταμείου, Κριστίν Λαγκάρντ, από εκδήλωση όπου παραβρέθηκε στο Βερολίνο, έχει «απειλήσει» εμμέσως ότι χωρίς τη λύση που προκρίνει το Ταμείο, η επόμενη έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους θα είναι αρνητική, ακόμη και αν έχουν ληφθεί οι σχετικές αποφάσεις από τους Ευρωπαίους δανειστές.
Η διάθεση για παραμονή του Ταμείου στην Ευρώπη συνδέεται είτε με την αδιαφορία που έχει συναντήσει από την κυβέρνηση των ΗΠΑ είτε (για κάποιους άλλους) με τις πολιτικές βλέψεις της ίδιας της κ. Λαγκάρντ. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το Ταμείο γνωρίζει ότι αυτό εξαρτάται από τη συναίνεση της Γερμανίας.
Η στάση του ΔΝΤ εκτός από το θέμα του χρέους περιπλέκει και την ολοκλήρωση του προγράμματος της Ελλάδας, αφού αυτή συνδέεται με τα μέτρα της διετίας 2019-2020 και το ενδεχόμενο να εφαρμοστούν από το 2019 η περικοπή των συντάξεων και η μείωση του αφορολόγητου ορίου χωρίς αντίμετρα.
ΤΑΣΟΣ ΔΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]