Εκτός όμως από τους εκπροσώπους των θεσμών, ιδιαίτερη σημασία έχουν οι εκτιμήσεις μεγάλων επενδυτικών τραπεζών, όπως π.χ. η JP Morgan, η οποία συμμετέχει και ως βασικός διαπραγματευτής στην Ηλεκτρονική Δευτερογενή Αγορά Τίτλων και θα παίξει ρόλο και στις δοκιμαστικές εκδόσεις που θα γίνουν μέχρι και το τέλος του προγράμματος.
Σε έκθεσή της η μεγάλη επενδυτική τράπεζα εκτιμά ότι βασικό σενάριο για την επόμενη μέρα μετά τη λήξη του προγράμματος παραμένει μια «βρόμικη έξοδος» από το πρόγραμμα, με προληπτική πιστωτική γραμμή. Εάν το βασικό σενάριο επιβεβαιωθεί, τότε αναμένεται περαιτέρω μείωση των αποδόσεων των ελληνικών 10ετών ομολόγων, της τάξης των 20-30 μ.β. βάσης. Η έκθεση τονίζει ότι πλέον με την ανάκαμψη της οικονομίας, η οποία για τρία συνεχόμενα τρίμηνα εμφανίζει θετική ανάπτυξη, ο κίνδυνος χρεοκοπίας έχει μειωθεί σημαντικά κοντά στο 5%. Εκτιμά ότι η Ελλάδα θα οδηγηθεί προς μια επιτυχημένη έξοδο από το πρόγραμμα (πιθανότατα με προληπτική πιστωτική γραμμή), ανεξάρτητα από το αν το ΔΝΤ θα συμμετάσχει οικονομικά ή όχι στο πρόγραμμα. Ο ρόλος του ΔΝΤ θα γίνει όλο και περισσότερο περιορισμένος, καθώς πλησιάζει το τέλος του προγράμματος.
Τονίζεται, επίσης, ότι παραμένει η άποψη των πιστωτών ότι η Ελλάδα συνεχίζει να αποτελεί μια μοναδική περίπτωση – λόγω του μεγέθους της χρηματοδοτικής δέσμευσης και την απόφαση ελάφρυνσης του χρέους, τους φιλόδοξους μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους.
Ολα αυτά, κατά την άποψη της JP Morgan, απαιτούν ad hoc ρυθμίσεις, πιο αυστηρές από την ελαφρά εποπτεία που εφαρμόστηκε στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία όταν αποχώρησαν από τα αντίστοιχα προγράμματα. Τούτο με δεδομένο ότι η Ελλάδα έχει αποδεχθεί σιωπηρά τους όρους ενός τέταρτου μνημονίου συμφωνίας, όταν δέχτηκε την επιπλέον λιτότητα που θα έλθει το 2019-2020. Η JP Morgan πιστεύει ότι η επιλογή μιας «καθαρής» εξόδου είναι τώρα όχι μόνο λιγότερο πιθανή, αλλά και λιγότερο επιθυμητή, αφού χωρίς πιστωτική γραμμή όχι μόνο θα καταστήσει τα ελληνικά ομόλογα μη επιλέξιμα για το QE, αλλά κυρίως θα τοποθετούσε επίσημα την Ελλάδα εκτός ενός προγράμματος με τους πιστωτές και αυτό θα αναγκάσει την εξάλειψη του waiver των ελληνικών τραπεζών.
Βίζερ: Τον τελευταίο χρόνο άλλαξε το κλίμα
Εύσημα για τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης το 2017 αποδίδει σε συνέντευξή του σε ελβετική εφημερίδα και ο τέως επικεφαλής του EWG, Τόμας Βίζερ, μιλώντας για το αγαπημένο του θέμα: την Ελλάδα. Ο Τόμας Βίζερ ομολογεί ότι τα προγράμματα διάσωσης μπορούν να πετύχουν επιδιορθώσεις του υπάρχοντος συστήματος, όχι όμως και να προχωρήσουν σε πραγματικά βαθιές τομές στην κοινωνία, αφού αυτό είναι δουλειά των πολιτικών και των πολιτών. Οπως είπε, τα προγράμματα προχώρησαν καλά στην Ισπανία, κάπως λιγότερο καλά στην Πορτογαλία και την Κύπρο. Στην Ελλάδα όμως δεν το βλέπουμε ακόμα. Εκεί υπάρχει η τάση να αποδίδονται οι ευθύνες στους ξένους. Μόνο όμως όταν μια κυβέρνηση ενστερνισθεί τους στόχους ενός προγράμματος μπορεί να λειτουργήσει και η εφαρμογή του και να εξηγηθεί πειστικά στους πολίτες η αναγκαιότητά του… Αυτό δεν συνέβη στην Ελλάδα, με καμιά κυβέρνηση. Τα πράγματα βελτιώθηκαν ανέλπιστα μόνο τον τελευταίο χρόνο».
Για σκληρή εποπτεία από 5 έως και 10 χρόνια με στόχο να ολοκληρωθούν οι μεταρρυθμίσεις μίλησε και ο επικεφαλής της ομάδας της Ε.Ε. για την Ελλάδα Ντέκλαν Κοστέλο. μιλώντας σε Ολλανδούς βουλευτές. Σύμφωνα με τον ίδιο, η πραγματική πρόκληση είναι «να δημιουργηθεί ένα ισχυρό πλαίσιο μετά τη λήξη του προγράμματος που θα διασφαλίζει τη διαρκή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων».
Μίλησε για δρομολόγηση αρκετών εκκρεμοτήτων, όπως το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους ή η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, σημείωσε ότι στην περίπτωση των «βαθιών και καίριων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα χρειαστούν πέντε και σε ορισμένες περιπτώσεις δέκα χρόνια σταθερής εφαρμογής για να αποδώσουν».
Στο ίδιο μήκος κύματος και η έκθεση του Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, η οποία τονίζει ότι «η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει το τέλος της εποπτείας, δηλαδή την είσοδο σε μία κατάσταση χωρίς δημοσιονομικούς κι άλλους περιορισμούς».
Η έκθεση του ΓΠΒ προχωρά περισσότερο εκτιμώντας ότι θα υπάρξουν και συμπληρωματικά μέτρα, πέρα από τις προβλέψεις του Μνημονίου. Οπως εξηγεί, μετά το τέλος του Μνημονίου η χώρα «θα πρέπει να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, τα οποία ενδέχεται να αποδειχθούν ανέφικτα αν η χώρα δεν ακολουθήσει το δρόμο της διατηρήσιμης ανάπτυξης».
ΤΑΣΟΣ ΔΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]