Ωστόσο, όσο πιο «σκληρός» γίνεται ο νόμος τόσο πιο «εύθραυστη» κρίνεται η επιτυχία του, τη στιγμή που χιλιάδες επιχειρήσεις έχουν ποντάρει τη σωτηρία τους στη ρύθμιση. Μάλιστα, ενδεχόμενη αποτυχία του ισοδυναμεί με πολλαπλασιασμό των «λουκέτων», τα οποία ήδη το πρώτο 9μηνο του 2017 ξεπερνούν τις 18.000.
Κατά παραγγελία των δανειστών το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης θα εισαγάγει σειρά κριτηρίων στην αυτοματοποιημένη διαδικασία που περιλαμβάνει ο μηχανισμός για όσες επιχειρήσεις χρωστούν από 20.000 έως 50.000 ευρώ στους πιστωτές τους. Υπενθυμίζεται πως οι 20.000 ευρώ είναι το κατώφλι των χρεών που πρέπει να έχει μία εταιρία για να μπει στο νόμο. Η παραπάνω πρωτοβουλία κρίθηκε επιβεβλημένη, τόσο για το ξεκαθάρισμα βιώσιμων και μη επιχειρήσεων όσο και για να αποφευχθεί η «εκμετάλλευση» του εξωδικαστικού συμβιβασμού από τους λεγόμενους στρατηγικούς κακοπληρωτές. Κυβέρνηση και θεσμοί βρίσκονται σε επικοινωνία για να «κλειδώσουν» τα κριτήρια. Σε κάθε περίπτωση, η «καμπάνα» χτυπάει για τους μικρομεσαίους, οι οποίοι ήδη βρίσκονται σε εξαιρετικά δυσμενή κατάσταση.
Χαρακτηριστική είναι η εικόνα που μεταφέρουν οι παραγωγικοί φορείς της χώρας… Κατά τα λεγόμενά τους, δύο στις τρεις μικρομεσαίες επιχειρήσεις αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους προς τις τράπεζες. «Το ποσοστό αυτό είναι διπλάσιο σε σχέση με τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες διαθέτουν περισσότερες δυνατότητες εγγυήσεων, αλλά και λύσεις -όπως η είσοδος στρατηγικών επενδυτών- οι οποίες διευκολύνουν τη διαχείριση του δανεισμού τους», τόνισε πρόσφατα ο πρόεδρος της Κεντρικής Ενωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος (ΚΕΕ), Κωνσταντίνος Μίχαλος, προσθέτοντας πως στην περίπτωση των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων οι δυνατότητες αυτές δεν υπάρχουν, με αποτέλεσμα να βρίσκονται εκ των πραγμάτων σε δυσκολότερη θέση. Με αυτά τα δεδομένα, πολλές από τις εγκλωβισμένες σήμερα επιχειρήσεις θα βρεθούν το επόμενο διάστημα αντιμέτωπες με καταγγελία των δανείων τους.
Χαρακτηριστικά fast track
Προκειμένου να γίνει αντιληπτή η αυστηρότητα των κριτηρίων που προτάθηκαν προς έγκριση στους θεσμούς από το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης αξίζει να αναφερθεί ενδεικτικά πως για να κριθεί βιώσιμη μία επιχείρηση θα καλείται να αποδείξει πως έχει θετικά EBITDA (κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων) το δημοσιονομικό έτος πριν από την υποβολή της αίτησης ή τα δύο δημοσιονομικά έτη κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων ετών πριν από την υποβολή.
Κι αυτό ενώ, βάσει νόμου για τις επιχειρήσεις με χρέη άνω των 50.000 ευρώ που θέλουν να αποδείξουν τη βιωσιμότητά τους, αρκούν τα θετικά EBITDA για μία από τις τελευταίες χρήσεις πριν από την υποβολή της αίτησης.
Για τις επιχειρήσεις που θα κριθούν βιώσιμες στο πλαίσιο της αυτοματοποιημένης διαδικασίας προβλέπονται τα εξής:
Τέλη κυκλοφορίας 2025: Πώς θα τα εκτυπώσετε - Τι ποσό θα πληρώσετε
- «Κούρεμα» χρέους, το οποίο θα αφορά, αποκλειστικά, σε πρόστιμα, προσαυξήσεις και τόκους υπερημερίας και όχι σε κύρια οφειλή.
- Ο λόγος ανάμεσα στο ύψος του χρέους που θα διαγραφεί και τα EBITDA του προηγούμενου έτους ή του μέσου όρου των δύο θετικών ετών δεν πρέπει να υπερβαίνει το 15.
- Η μηνιαία δόση που θα καταβάλλει ο οφειλέτης δεν θα πρέπει να είναι χαμηλότερη από 50 ευρώ ανά πιστωτή. Ο δε αριθμός των μηνιαίων δόσεων στην περίπτωση των θεσμικών πιστωτών (δηλαδή τράπεζες, Δημόσιο και οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης) θα πρέπει να μην υπερβαίνει τις 120. Για τους υπόλοιπους πιστωτές, ανώτατο όριο θα είναι οι 24 δόσεις, με εξαίρεση τα χρέη από συμβόλαια για την προσφορά εργασίας, όπου ανεξάρτητα από τον τύπο του συμβολαίου οι προτεινόμενες δόσεις δεν θα μπορούν να ξεπερνούν τις 6.
- Το επιτόκιο που θα χρεώνεται για την αποπληρωμή του χρέους σε δόσεις δεν μπορεί να υπερβαίνει το 3μηνο επιτόκιο Euribor, συν ενός περιθωρίου 5%, συν τη συνεισφορά 0,60%. Εναλλακτικά, θα παρέχεται η δυνατότητα αποπληρωμής της οφειλής σε 12 άτοκες δόσεις.
Η διαδικασία είναι «σύνθετη και απαιτεί άριστη προετοιμασία»
Νομικοί κύκλοι προειδοποιούν για το βαθμό δυσκολίας που έχει η προσπάθεια ένταξης στο μηχανισμό τόσο για μικρούς όσο και για μεγάλους οφειλέτες. Οπως υπογραμμίζουν, η διαδικασία είναι «σύνθετη και απαιτεί άριστη προετοιμασία». Αλλωστε, τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για την πορεία των αιτήσεων πιστοποιούν πως στα γρανάζια της γραφειοκρατίας που τον διατρέχει έχει πιαστεί η πλειονότητα των επιχειρήσεων, οι οποίες ξεκίνησαν τις διαδικασίες ένταξης, προσδοκώντας σε διευθέτηση των οφειλών τους.
Για την ακρίβεια, μόλις 120 εταιρίες έχουν υποβάλει αιτήσεις και οι φάκελοί τους έχουν αποσταλεί στους πιστωτές τους. Από εκεί και πέρα, περίπου 750 προσπαθούν να ανταποκριθούν σε όλα τα απαιτούμενα στάδια (προσκόμιση δικαιολογητικών κ.λπ.) για να ολοκληρωθεί η υποβολή της αίτησης, ενώ πολύ περισσότεροι επιχειρηματίες αντιμετωπίζουν το μηχανισμό με επιφύλαξη και αρκούνται σε απλή, διερευνητική επίσκεψη στην πλατφόρμα του.
Εξάλλου, σε περίπτωση μη έγκρισης της αίτησης, η εταιρία, που έχει θέσει στη διάθεση των πιστωτών της πληροφορίες σχετικά με την κατάστασή της, θα βρεθεί ένα βήμα πιο κοντά στην πτώχευση, όπως σημείωσε ο δικηγόρος, Νικόλαος Κανελλόπουλος, στο πλαίσιο εκδήλωσης για τον εξωδικαστικό μηχανισμό. Το ρίσκο είναι ακόμη μεγαλύτερο, εφόσον η επιχείρηση δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στη συμφωνία που οικειοθελώς έκανε, καθώς τότε αναβιώνουν όλα τα χρέη και οι πιστωτές της μπορούν να τα κάνουν άμεσα απαιτητά.
Πρόσθετα, εκφράζονται φόβοι για τον τρόπο διαχείρισης των υποθέσεων που θα προκύψουν τελικά. Τόσο οι παραγωγικοί φορείς της χώρας όσο και τραπεζικά στελέχη έχουν αναφέρει επανειλημμένως πως ο ν. 4469/2017 πρέπει να θέσει κάποιες δικλίδες ασφαλείας για να μη βαδίσει στα χνάρια του νόμου Κατσέλη (3869/2010), όπου εκκρεμούν περισσότερες από 150.000 αιτήσεις, με τις ημερομηνίες εκδίκασης να φθάνουν έως το 2032.
ΙΩΑΝΝΑ ΦΕΝΤΟΥΡΗ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής