Σύμφωνα με τους Financial Times, με την επαναγορά 1,57 δισ. χρέους που λήγει το 2019 στα 102,6% της ονομαστικής του αξίας, το κόστος για την Ελλάδα ανέρχεται στα 40 εκατ. ευρώ. Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται σαν μια μεταφορά από τις τσέπες των σκληρά πιεζόμενων Ελλήνων φορολογουμένων σε αυτές των ανώνυμων ομολογιούχων.
Ως τα μέσα του Ιουνίου, τα ελληνικά ομόλογα με επιτόκιο 4,75% που λήγουν στις 17/4/2019 διαπραγματεύονταν κάτω από την ονομαστική αξία, ένα δεδομένο που οι επικριτές μπορεί να υποστηρίξουν ότι καθιστά το ονομαστικό premium 2,6% ένα αγκάθι για τους Έλληνες φορολογούμενους.
Πρόκειται για σκάνδαλο; Όχι και εδώ είναι το γιατί!
Πρώτον, τις τελευταίες εβδομάδες η τιμή του ομολόγου είχε ανέβει πάνω από το άρτιο, αν και ομολογουμένως δεν είχε ξεπεράσει τα 102,6 ευρώ που πρόσφερε η Ελλάδα στους επενδυτές για κάθε 100 δολάρια ονομαστικού ομολόγου (αν και το έκανε έκτοτε, για λίγο).
Η Ελλάδα πρόσφερε στους ομολογιούχους ένα premium 15 σεντς (του ευρώ) στην τιμή που είχε προσφέρει τους τίτλους την εποχή της πώλησης. Για να έχετε μια εικόνα, το spread ανάμεσα στην αγορά και την πώληση τότε ήταν γύρω στα 30 σεντς.
Οι εταιρείες συχνά επαναγοράζουν χρέος στην αγορά υψηλών αποδόσεων και για ένα ντιλ σαν αυτό της Ελλάδας μια εταιρεία πληρώνει συνήθως περίπου 100 σεντς πάνω από την τιμή προσφοράς, σύμφωνα με τραπεζικό στέλεχος με γνώση της νέας έκδοσης αυτής της εβδομάδας.
Οπότε, συγκριτικά, το επιπρόσθετο ποσό που ξόδεψε η Ελλάδα ήταν σχετικά μικρό.
Είναι ομολογουμένως ιστορικά ασυνήθιστο για κράτη της ευρωζώνης να πραγματοποιούν κοινοπρακτικές επαναγορές χρέους. Η Ισπανία πραγματοποίησε μια μεγάλη το 2015 και έκανε μια πρόσφατα και η Κύπρος, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις απλώς επαναγοράζουν τα ομόλογά τους στη δευτερογενή αγορά. Οπότε πρόκειται για μια αξιοσημείωτη προσφορά.
Η Ελλάδα ήθελε την επαναγορά για να μειώσει τις ανάγκες αναχρηματοδότησης το 2019, όταν θα αντιμετωπίσει μια σειρά μεγάλων πληρωμών.
Εδώ έρχεται και ο λόγος νο2. Με τη μεταφορά 1,57 δισ. ευρώ χρημάτων των επενδυτών στο νέο πενταετές ομόλογο, το οποίο λήγει το 2022, εξομαλύνεται ενός μέρος της πίεσης από αυτές τις αποπληρωμές.
Ο τρίτος λόγος: το ΔΝΤ, ένας σημαντικός δανειστής σε όλες τις διαπραγματεύσεις για τα ελληνικά προγράμματα διάσωσης, δεν επιθυμεί καμία αύξηση στο συνολικό ποσό του χρέους. Οπότε μια επιμήκυνση των ωριμάνσεων, η οποία κατ’ ευφημισμόν αποκαλείται «άσκηση διαχείρισης της ρευστότητας» από πολλούς που συμμετείχαν στο ντιλ, πρέπει να είναι μέρος οποιασδήποτε νέας έκδοσης, ώστε να δημιουργηθεί ένα ομόλογο που θα είναι αρκετά μεγάλο για να διαπραγματεύεται με σχετικά ρευστό τρόπο.
Μετά τα διαδοχικά προγράμματα διάσωσης, το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της Ελλάδας βρίσκεται στα χέρια ευρωπαϊκών δημόσιων θεσμών και για τον λόγο αυτό δεν διαπραγματεύεται μεγάλο μέρος στις αγορές. Το νέο ομόλογο, που λήγει το 2022, έγινε το πέμπτο πιο εμπορεύσιμο ομόλογο σε ευρώ μετά την ανακοίνωσή του, κάτι που σημαίνει πως οι επενδυτές εκτιμούν τη ρευστότητά του.
Και κάτι ακόμα: το ομόλογο που λήγει το 2022 έχει μικρότερη απόδοση από τον προκάτοχό του που ωριμάζει το 2019, στο 4,625% αντί για 4,75%. Οπότε όσοι είχαν επενδύσει στο προηγούμενο ομόλογο εγκατέλειψαν ένα μέρος της απόδοσης που κέρδιζαν, με την Ελλάδα να εξοικονομεί χρήματα για την πληρωμή τόκων. Η επιμήκυνση της ωρίμανσης σημαίνει ακόμα ότι η Ελλάδα έχει «κλειδώσει» αυτή τη χαμηλότερη απόδοση για μια μεγαλύτερη περίοδο.
Λαμβάνοντας όλα αυτά υπόψη, η ανταλλαγή νέου χρέους με παλιό προσέφερε καθαρή εξοικονόμηση στο ελληνικό δημόσιο περίπου 90 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με ένα πρόσωπο που συμμετείχε στο ντιλ, ο οποίος όπως είναι φυσικό θεωρεί ότι είναι ένα καλό ποσό.
Ένα ακόμα επιχείρημα από την πλευρά των επικριτών: η απόδοση που πέτυχε η Ελλάδα είναι πολύ υψηλότερη από αυτή άλλων κρατών της ευρωζώνης. Για παράδειγμα, ήταν πάνω από τρεις ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερη από αυτή των πορτογαλικών 5ετών ομολόγων, ενώ οι αποδόσεις των 5ετών γερμανικών ομολόγων είναι αρνητικές.
Αλλά έτσι δεν λαμβάνεται υπόψη το ότι η Ελλάδα επωφελείται και αυτή από το ευρύτερο περιβάλλον εξαιρετικά χαμηλών αποδόσεων. Με βάση τα ιστορικά στοιχεία, οποιοσδήποτε εκδότης έχει περάσει τρία προγράμματα διάσωσης την περασμένη δεκαετία και παρ’ όλα αυτά κατάφερε να αντλήσει πενταετή κεφάλαια με απόδοση 4,625% θα είχε λόγο να είναι ικανοποιημένος.
Εν ολίγοις, ήταν σίγουρα μια καλή συμφωνία για τους Έλληνες φορολογούμενους.
Δεδομένων των περιορισμένων με τους οποίους είναι αντιμέτωπη η χώρα στο να ακολουθήσει το δύσβατο μονοπάτι της επιστροφής στη χρηματοπιστωτική και οικονομική σταθερότητα, η Ελλάδα δεν θα έλεγε κανείς ότι είναι αντιμέτωπη με μια πληθώρα καλών επιλογών.
Και αν κοιτάξει κανείς τη μεγάλη εικόνα, όπου η ξεκάθαρη προτεραιότητα είναι η γρήγορη και αδιατάρακτη επιστροφή της χώρας στις αγορές κεφαλαίου, είναι δύσκολο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η συμφωνία δεν άξιζε τον κόπο.