Το πατρικό του βρίσκεται πάνω στη Λεωφόρο Μαραθώνος περίπου στο ύψος της Ραφήνας, στις αλάνες της οποίας παίζει για πρώτη φορά ποδόσφαιρο. Το παρατσούκλι που γίνεται γνωστός σε όλη την περιοχή το διαλέγει ο ίδιος υποδηλώνοντας όχι μόνο την αγαπημένη του ομάδα και παίχτη, αλλά και τη θέση που θα κάνει τη μεγάλη του καριέρα :“Σάββας Θεοδωρίδης”.
Ο Πελοποννήσιος πατέρας εργάζεται ως φροντιστής στις αθλητικές εγκαταστάσεις του Κολεγίου Αθηνών στο Ψυχικό, όπου ο μικρός Νίκος κάνει τις πρώτες του προπονήσεις. Όταν γίνεται 8 ετών το 1962, η οικογένειά μετακομίζει στου Ζωγράφου, με αποτέλεσμα ο ζωηρός Νικόλας να πρωταγωνιστεί πλέον στις αλάνες που βρίσκεται σήμερα η Πανεπιστημιούπολη. Εκεί, δημιουργεί με την παρέα του την ποδοσφαιρική ομάδα “Νέοι Ζωγράφου”, όπου με το ταλέντο τους και τη βοήθεια επαγγελματία της περιοχής αγωνίζονται σε πολλά φιλικά παιχνίδια εκτός Αττικής.
Μετά από φιλικό με τον Πανιώνιο, ο τότε προπονητής της ιστορικής ομάδας Βρετανός Τζο Μάλετ προτείνει ν’ αποτελέσουν όλοι μαζί την εφηβική ομάδα του Πανιωνίου, αλλά αυτοί αρνούνται θεωρώντας πως έτσι θα διαλυθεί η φιλία τους. Άλλωστε παίζουν για χόμπι και κανένας ακόμα δεν έχει σκεφτεί ότι μπορεί να ζήσει από το ποδόσφαιρο. Όμως, έστω και με άλλο τρόπο αυτό δεν αργεί να γίνει. Αστέρας Ζωγράφου και Ηλυσιακός απορροφούν τους περισσότερους παίχτες των Νέων Ζωγράφου με τον Σαργκάνη μαζί με το φίλο του Τσακαρδέλη να μεταγράφονται στην ερασιτεχνική ομάδα του Ηλυσιακού.
Εκεί, παρότι η αγαπημένη του θέση είναι αυτή του τερματοφύλακα, ο Νίκος αγωνίζεται αρχικά ως δεξί μπακ, αλλά επειδή είναι αργός μεταφέρεται στη θέση του αμυντικού χαφ. Το 1970 παίζει πλέον στη πρώτη ομάδα όταν στον αγώνα Ηλυσιακός–Αστέρας Καισαριανής αλλάζει την αθλητική του ζωή.
Δύο αφελή γκολ που δέχεται ο τερματοφύλακας της ομάδας του, ισοφαρίζουν το παιχνίδι νευριάζοντας τόσο τον Σαργκάνη που την επόμενη ημέρα ζητά από τον προπονητή του να τον βάλει ως τερματοφύλακα. Από εκείνη την ημέρα δεν ξαναβγαίνει από τα γκολπόστ παρά μόνο, πολλά χρόνια μετά, για να εκτελέσει πέναλτι…
Εκτός του ποδοσφαίρου, μεγάλη αγάπη του έφηβου πλέον Νίκου είναι η ηλεκτρολογία. Τελειώνοντας τρεις τάξεις του Γυμνασίου, σπουδάζει ηλεκτρολογία στη Σεβαστοπούλειο Σχολή στους Αμπελόκηπους. Το θέλημα της τύχης θέλει, δύο σχεδόν δεκαετίες πριν, να βρίσκεται στην ίδια σχολή και ο “στρατηγός” Μίμης Δομάζος, και ουδείς από τους δύο να την ολοκληρώνει αφού τους κερδίζει το ποδόσφαιρο. Μέχρι τότε πάντως, η καθημερινότητα του είναι πολύ σκληρή.
Το πρωί, από τα 16 του εργάζεται στη δουλειά του πατέρα του στο Κολέγιο Αθηνών, το μεσημέρι προπόνηση, το απόγευμα σχολή, ενώ πολλές φορές πηγαίνει ως βοηθός εργολάβου ηλεκτρολόγου σε οικοδομές. Όσο γεροδεμένος και πεισματάρης κι αν είναι πρέπει πλέον να επιλέξει το μέλλον του κάτι που γίνεται με τον απλούστερο τρόπο : ακολουθεί το ταλέντο του…
Ως αναντικατάστατος πλέον τερματοφύλακας του Ηλυσιακού χάνει την τελευταία στιγμή την άνοδο της ομάδας στην Α Εθνική μεγαλώνοντας όμως τη φήμη του. Το 1977 η Καστοριά τον αποκτά με 4.5 εκατομμύρια δρχ. με την οποία μεγαλουργεί φτάνοντας το 1980 στην κατάκτηση του κυπέλλου Ελλάδας. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς γίνεται η μεταγραφή του στον Ολυμπιακό όπου βρίσκεται δίπλα στον παιδικό του ήρωα Σάββα Θεοδωρίδη. Σχεδόν πριν αγωνιστεί στον Ολυμπιακό καλείται στην εθνική ομάδα, όπου οι τραυματισμοί της τελευταίας στιγμής των βασικών τερματοφυλάκων της, Λευτέρη Πουπάκη και Βασίλη Κωνσταντίνου, τον φέρνουν κάτω από τα δοκάρια στο παιχνίδι της εθνικής με την μεγάλη τότε Δανία για το κύπελλο Εθνών.
Από το ξερό γήπεδο της Καστοριάς βρίσκεται μέσα σε μια νύχτα στο Ίντροτς Πάρκεν μπροστά σε 48 χιλιάδες θεατές. Τη βραδιά εκείνη, κατά τον προπονητής της εθνικής Δανίας, το “Φάντομ” απογειώνεται και προσγειώνεται κρεμώντας τα γάντια του σχεδόν 12 χρόνια μετά. Το διάστημα αυτό κάνει “υψηλές πτήσεις” σε Εθνική Ομάδα, Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό, Αθηναϊκό κατακτώντας τα πάντα. Μα πάνω από όλα κερδίζει την αγάπη όλων ανεξαιρέτως των Ελλήνων φιλάθλων με το ταλέντο, το πάθος που αγωνίζεται για τη φανέλα του φορά και την ακεραιότητα χαρακτήρα του.
Στην προσωπική ζωή παρά τον δυναμικό του χαρακτήρα επιλέγει χαμηλούς τόνους μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Το φθινόπωρο του 1986 παντρεύεται την πανέμορφη τη Β΄ Μις Ελλάς Στελλίνα Τζάννου όπου αποκτούν δύο κόρες: την Καλομοίρα- Μαρία και την Μιρέλλα.
Παρότι το ζευγάρι χωρίζει αθόρυβα διατηρεί εξαιρετικές σχέσεις. Σε κοινή συνέντευξη της οικογένειας το καλοκαίρι του 2006 στο περιοδικό ΟΚ η Στελλίνα δηλώνει :“Αν φτάσει κάποιος στο σημείο να χωρίσει, ελπίζω να χωρίσει όπως χωρίσαμε εγώ και ο Νίκος. Τα κορίτσια δεν έχουν καταλάβει χωρισμό. Έχουν δύο κλειδιά και δύο σπίτια”.
Στην ίδια συνέντευξη όταν ο Σαργκάνης αναφέρει ότι οι κόρες του είναι όλη του ζωή, η Μιρέλλα απαντά πειρακτικά “Τρεις κόρες έχει. Έχει και την μπάλα”, κάνει μια ακόμα …απόκρουση, αυτή τη φορά ως πατέρας :“ Όχι, δεν είναι έτσι. Ποτέ δεν μου έλλειψε η μπάλα γιατί κάνω και άλλα πράγματα που με γεμίζουν. Δεν είναι η μπάλα όλη μου η ζωή. Έτυχε να ασχοληθώ με πράγματα που είναι σχετικά με το ποδόσφαιρο και τον αθλητισμό, αλλά τα παιδιά μου είναι όλη μου η ζωή. Ίσως λόγω καταστάσεων να έτυχε να μην είναι η πιο αρμονική σχέση πατέρα και παιδιών στα πρώτα χρόνια, αλλά αυτήν τη στιγμή είμαι ψυχή τε και σώματι δοσμένος στις κόρες μου”.
Αντίο Φάντομ…