Γράφει ο Ιωάννης Κατσαβός
Ανθυπασπιστής ΠΝ – Νοσηλευτής
Ιστορικός – Ερευνητής – Συγγραφέας
Σε πείσμα όμως της λογικής, δεν καταρρακώθηκε το φρόνημα των πολιορκουμένων και η δίψα τους για Ελευθερία. Η Ιστορία κατέγραψε πως οι Τουρκοαιγύπτιοι, μετά από συνεχείς αποτυχίες τους στο πεδίο της μάχης, αποφάσισαν να εντείνουν τον αποκλεισμό τους, καταλαμβάνοντας τα νησάκια της λιμνοθάλασσας και περιμένοντας την πλήρη εξάντλησή τους. Η κατάσταση εξελισσόταν όλο και πιο απελπιστική για τους Ελληνες, διότι δυσχεραινόταν ο από θαλάσσης ανεφοδιασμός, ώστε ο υποσιτισμός και οι αρρώστιες να τους εξασθενίσουν και να προκαλέσουν και το θάνατο ακόμη σε πολλούς.
Προβλήματα διατροφής
Εξειδικεύοντας σε αυτό το σημείο το θέμα μας, θα εστιάσουμε την προσοχή μας στα ζητήματα της διατροφής. Με την έναρξη της πολιορκίας εντός της πόλης, είχαν αποθηκευτεί μικρές ποσότητες ξηράς τροφής, κυρίως παξιμάδια. Παρά τις συνεχείς εκκλήσεις για αποστολή τροφίμων, ποικίλοι λόγοι δεν συνεργούσαν. Ακόμα και όταν γινόταν κατορθωτός, όπως κατά το τελευταίο 10ήμερο του Ιουλίου 1825 και περί τα μέσα του Νοεμβρίου του 1825, ο εφοδιασμός αντιμετώπισε νέα εμπόδια. Με την είσοδο του 1826, κατέπλευσε και πάλι για τρίτη φορά ο ελληνικός στόλος με τον Μιαούλη και έφερε λίγα εφόδια. Ωστόσο, έκτοτε το πρόβλημα της έλλειψης τροφίμων γινόταν οξύτερο, λόγω κυρίως της επιστροφής μεγάλου μέρους των κατοίκων από τα Ιόνια Νησιά. Προς τα τέλη του 1825 παρουσιάστηκαν και ελλείψεις σε κρασί και ρακί, τα οποία συχνότατα χρησιμοποιούσαν και ως αναλγητικά και «δυναμωτικά» των τραυματιών.
Είναι εξακριβωμένο, πάντως, ότι από την αρχή της πολιορκίας παρουσιάστηκε έλλειψη και κρέατος. Εντός του περιτειχίσματος, αλλά και στα νησάκια της λιμνοθάλασσας, υπήρχε ένας μικρός αριθμός οικόσιτων ζώων. Σύντομα όμως καταναλώθηκαν, ώστε τους τελευταίους δύο μήνες της πολιορκίας να αναφέρονται αρκετές περιπτώσεις κατανάλωσης αλόγων, μουλαριών, γαϊδουριών και κατόπιν σκύλων, γατών, ακόμη και ποντικών. Αλλά και αυτά έλειψαν. Λόγω της περίσφιξης του αποκλεισμού από τον εχθρό, δεν υπήρχε δυνατότητα πρόσβασης στους βάλτους πέριξ της λιμνοθάλασσας για τη συλλογή βατράχων προς βρώση. Καταγράφονται επίσης, εξαιτίας της απόγνωσης, δυστυχώς, ακόμα και σπάνιες περιπτώσεις ανθρωποφαγίας νεκρών, ενώ κυριαρχούσε και το σκορβούτο.
Ακόμη, σύμφωνα με τον Νικόλαο Μακρή: «…ευρέθηκαν πολλοί εις την σκληράν και αναπόδραστον ανάγκην να φαγώσι και ανθρωπίνας σάρκας και, ως διηγούντο, ελάμβανον το ήπαρ εκ των φονευμένων και όντων κράσεως υγιούς, το ετηγάνιζον με έλαιον και έρριπτον ολίγον ξύδι».
Προχωρώντας τώρα περαιτέρω στην ανάλυση του θέματός μας, θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας σε υγειονομικά ζητήματα της πόλεως. Συγκεκριμένα, η ένδεια και έλλειψη υλικών και μέσων εντός του πολιορκούμενου Μεσολογγίου είχε και σοβαρό αντίκτυπο στην ιατρική περίθαλψη των τραυματιών και των αρρώστων.
Ξένοι και Ελληνες ιατροί και φαρμακοποιοί
Ο Μάγερ, γνωστός στους Μεσολογγίτες ως Ζβίτσερος (Ελβετός), υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους φιλέλληνες υγειονομικούς του Αγώνα. Βέβαια, δεν ήταν γιατρός, όπως επικράτησε να αναφέρεται στην ιστοριογραφία μας, αλλά φαρμακοποιός. Αν και η δημοσιογραφική του δράση κατά την Επανάσταση τον έκανε τόσο γνωστό, η ιατρική του προσφορά στον Αγώνα δεν ήταν αμελητέα. Γεννήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 1798 στη Ζυρίχη. Ο πατέρας του ήταν γιατρός και ο ίδιος εργάστηκε από μικρός ως βοηθός φαρμακοποιού. Το 1817 έλαβε άδεια άσκησης του επαγγέλματος του φαρμακοποιού, με περιορισμένη όμως ισχύ για ένα μόνο καντόνι. Η προεπαναστατική του δραστηριότητα στην πατρίδα του δείχνει να είναι άτομο δραστήριο και ικανό, αλλά δεν κατάφερε να σταθεροποιηθεί μόνιμα σε κάποια θέση. Παντρεύτηκε σε μικρή ηλικία, για να χωρίσει μετά από δύο χρόνια, εργάστηκε ως βοηθός φαρμακείου, άλλαξε διαμονή πολλές φορές, βρέθηκε στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε νεκροτομές, φοίτησε για λίγο Ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, για να αποβληθεί από εκεί λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς, δημιούργησε πολλά χρέη και, τέλος, περισσότερο κυνηγημένος από τα χρέη του και λιγότερο από φιλελληνική ιδεολογία, αποφασίζει να βρει την τύχη του στην επαναστατημένη Ελλάδα. Τον Δεκέμβριο του 1821 ήρθε στην Ελλάδα και υπηρέτησε για μικρό χρονικό διάστημα στο πολεμικό πλοίο «Αρης» του Μιαούλη ως γιατρός. Τελικά εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι, τον Φεβρουάριο του 1822, έγινε πολίτης της πόλεως, βαπτίστηκε ορθόδοξος, παντρεύτηκε την Αλτάνη, κόρη του Μεσολογγίτη προεστού Γεωργίου Ιγγλέση, και απέκτησε μαζί της δύο κορίτσια. Στο Μεσολόγγι ο Μάγερ οργάνωσε με χρήματα της οικογένειας Ιγγλέση ένα φαρμακείο. Επίσης, οργάνωσε ένα προσωρινό νοσοκομείο για τη νοσηλεία των τραυματιών αγωνιστών και των ασθενών, σε μια εγκαταλελειμμένη οικία στην παραθαλάσσια περιοχή. Οταν οι ανάγκες για περίθαλψη έγιναν πιο πιεστικές, λόγω του μεγάλου αριθμού τραυματιών, ιδίως μετά την μάχη στο Πέτα, ο Μάγερ και η σύζυγός του, Αλτάνη, δεν δίστασαν και μετέτρεψαν την οικία τους σε νοσοκομείο. Εκεί εργάστηκε και η ίδια η Αλτάνη, προσφέροντας νοσηλευτικές υπηρεσίες σε ασθενείς αγωνιστές και τραυματίες, καθώς και στους κατοίκους του Μεσολογγίου και των γύρω περιοχών. Αυτή αποκλήθηκε από τους Μεσολογγίτες Μάνα του Μεσολογγίου. Το φαρμακείο που οργάνωσε ο Μάγερ στο Μεσολόγγι φαίνεται ότι ήταν πολύ καλά εφοδιασμένο με φάρμακα και υγειονομικό υλικό.
Κρίνεται, επίσης, ιδιαιτέρως σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι το καλοκαίρι του 1822, κατά την άτυχη εκστρατεία του Μαυροκορδάτου στην Ηπειρο, ήρθαν στο Μεσολόγγι ξένοι φιλέλληνες, ιατροί που ανήκαν στη Διλοχία των Φιλελλήνων και στο Τακτικό Σώμα.
Ο πρώτος εξ αυτών ήταν ο Γερμανός Ερρίκος Τράιμπερ, ο οποίος έγραψε τις «αναμνήσεις» του από τη διαμονή του στην Ελλάδα (1822-1828). Ειδικότερα, ήταν από τους πρώτους που ξεκίνησαν για το μέτωπο της Ηπείρου, στις 22 Μαΐου του 1822, όπου προσέφερε τις υπηρεσίες του ως ιατροχειρούργος. Μετά την καταστροφή του Πέτα, κατά την οποία ξεκληρίστηκε όλη σχεδόν η Διλοχία των Φιλελλήνων και το Τακτικό Σώμα, ο Τράιμπερ έφτασε στο Μεσολόγγι, στο οποίο έμεινε λίγες ημέρες ως φιλοξενούμενος του Μάγερ. Ουσιαστικά, όμως, εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι από τις 11 Ιανουαρίου 1824, όπου και φιλοξενήθηκε πάλι από τον Μάγερ. Εμεινε στο Μεσολόγγι έως τις 2 Νοεμβρίου του ίδιου έτους και ενδιαμέσως προσέφερε τις υπηρεσίες του ως γιατρός τους Σώματος Πυροβολικού του λόρδου Βύρωνα. Μάλιστα, ήταν ένας από τους γιατρούς που συμμετείχαν στην ταρίχευση του πτώματος του ποιητή.
Ο δεύτερος γιατρός που αναφέρεται ότι πέρασε από το Μεσολόγγι είναι ο Johann Knόffel (Κνέφελ), ο οποίος καταγόταν από τη Φρανκφούρτη. Αυτός, πάντως, φέρεται ως «Πεσών εν Μεσολογγίω τον Ιούλιον του 1823».
Ακολούθως, ο τρίτος γιατρός ήταν ο Γερμανός ταγματάρχης Johann Daniel Elster (Ελστερ), ο οποίος ξεκίνησε από τη Μασσαλία για την Ελλάδα και έφθασε στο Μεσολόγγι στις 28 Μαΐου 1822.
Ο τέταρτος ήταν ο γιατρός Johannsen (Γιόχανσεν), που πέρασε από το Μεσολόγγι και ακολούθησε τον Ελστερ σαν βοηθός του.
Νοσοκομεία και θεραπευτήρια
Για τα προσωρινά νοσοκομεία, καθώς και για τους αρκετούς πτυχιούχους αλλά και εμπειρικούς γιατρούς που εργάστηκαν κοντά στους μαχητές και αμάχους στην ιερή πόλη του Μεσολογγίου, για λόγους σεβασμού προς την πολύπαθη πόλη, θα πρέπει να αφιερώσουμε περισσότερες γραμμές.
Το 1823, με εφόδια και χρήματα από το αγγλικό φιλελληνικό κομιτάτο, ήρθε στο Μεσολόγγι ο ολλανδικής καταγωγής Αγγλος γιατρός Τζούλιους Μίλινγκεν (Julius Millingen). Το 1824 οργάνωσε νοσοκομείο, στο οποίο γινόταν και διανομή φαρμάκων και παροχή ιατρικών συμβουλών σε ασθενείς και τραυματίες, ενώ παράλληλα διετέλεσε και γιατρός του Μπάιρον. Το 1824 βρέθηκε επίσης στο Μεσολόγγι και ο Ιταλός γιατρός Μπρούνο, προσωπικός γιατρός του Μπάιρον, που σε κάποιο οίκημα δημιούργησε ιατρείο και μικρό νοσοκομείο για να εξετάζει ασθενείς και να παρέχει στοιχειώδεις χειρουργικές υπηρεσίες.
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας πολιορκίας, οργανώθηκε από το γιατρό Λουκά Βάγια νοσοκομείο για τους τραυματίες, δεν υπήρχαν όμως διαθέσιμα κλινοσκεπάσματα και υγειονομικό υλικό. Η μόνη βοήθεια ήταν η παροχή ιατρικών υπηρεσιών στους τραυματίες. Ιστορεί σχετικά ο αγωνιστής Σπυρομίλιος: «Εκ της αρχής της πολιορκίας η Διοίκησις είχεν πέμψη τον δόκτορα Λουκά Βάγια διά να συστήση εν νοσοκομείον, αλλ’ η έλλειψις των μέσων απεκατέστησεν και αυτό το μέτρον μάταιον, καθότι εις το νοσοκομείον δεν εύρισκον άλλον οι άνθρωποι παρά την επίσκεψιν του ιατρού μόνον, υστερούμενοι θροφήν, ιατρικά και στρώματα, ώστε εκοίτοντο χαμαί εις το έδαφος της γης». Ο Λουκάς Βάγιας κατά τα μέσα του 1825 έφυγε από το Μεσολόγγι. Στο Ναύπλιο όπου πήγε, φαίνεται ότι θα ζήτησε μηνιαίο μισθό, προκειμένου να επανέλθει στο Μεσολόγγι. Εγγραφο προς το εκτελεστικό αναφέρει τον Ιούλιο του 1825 για τον Λουκά Βάγια: «Παρακαλείται το Σ. Εκτελεστικόν να του δώση εν, μηνιαίον και να τον διατάξη να απέλθη εις τα εκείσε το ογληγορώτερον διά να επισκέπτεται τους πληγωμένους». O Βάγιας δεν επέστρεψε στο Μεσολόγγι και από τα τέλη Ιουλίου 1825 ανέλαβε υπηρεσία στο νοσοκομείο Ναυπλίου.
Κυρίαρχη ιατρική μορφή στο Μεσολόγγι υπήρξε αναμφίβολα ο γιατρός από τη Λευκάδα Πέτρος Στεφανίτσης, που σπούδασε στην Ιταλία και εξελέγη γερουσιαστής στα Επτάνησα. Προεπαναστατικά, το 1825, εναντιώθηκε μαζί με άλλους Επτανήσιους πατριώτες γερουσιαστές στα καταχθόνια σχέδια του Αγγλου αρμοστή της Επτανήσου Θωμά Μαίτλαντ, όταν αυτός προσπάθησε να συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες στα χέρια του, για να περιορίσει τις ελευθερίες των Επτανήσιων. Στο Μεσολόγγι βρέθηκε από το 1821 έως την Εξοδο, προσφέροντας ιατρικές υπηρεσίες και συμμετέχοντας στην άμυνα της πόλης. Τον Δεκέμβριο του 1825 οι Μεσολογγίτες τον ανακήρυξαν «πολίτη της πόλεως», σε αναγνώριση των υπηρεσιών του. Ο γιατρός σώθηκε κατά την Εξοδο, αλλά έμεινε σχεδόν γυμνός. Για τον γιατρό Στεφανίτση είπε ο Νότης Μπότσαρης: «Ιδού ο αξιότερος όλων. Αυτός έκαμεν όσα δεν εκάμαμεν ημείς όλοι. Επολέμα και ιάτρευεν». Ο Γιάννης Βλαχογιάννης σημείωσε ότι ο Στεφανίτσης κρατούσε ημερολόγιο της πολιορκίας που τύπωσε και το οποίο μόλις το 2019 βρέθηκε και κυκλοφόρησε.
Φαρμακεία
Σχετικά για τα φαρμακεία και τους φαρμακοποιούς, οι πληροφορίες που υπάρχουν είναι ότι το πρώτο φαρμακείο που άνοιξε ο Ι. Ι. Μάγερ το 1822 ήταν καθαρά ιδιωτική επιχείρηση. Οτι όταν ήρθε, ως εκπρόσωπος του αγγλικού φιλελληνικού κομιτάτου του Λονδίνου, ο Αγγλος συνταγματάρχης Στάνχοπ στο Μεσολόγγι, τον Δεκέμβριο του 1823, αφού δεν μπόρεσε να οργανώσει νοσοκομείο, ίδρυσε ένα φαρμακείο. Το αναφέρει ο ίδιος σε γράμμα του της 4ης Φεβρουαρίου του 1824, ότι το φαρμακείο έγινε και είχε επιτυχία. Οι πλούσιοι πλήρωναν μια μικρή τιμή για τα φάρμακά τους, ενώ οι φτωχοί όχι. Σε άλλο του γράμμα αναφέρει πως τα χρήματα για να ανοίξει το φαρμακείο τα έδωσε ο ίδιος, δεν είναι όμως γνωστό ποιος εργαζόταν σε αυτό. Οταν ο Μάγερ, τον Δεκέμβριο του 1823, ανέλαβε τη σύνταξη της εφημερίδας, το φαρμακείο του έκλεισε. Φάρμακα είχε φέρει και ο Βύρων όταν ήρθε στην Ελλάδα. Τα είχε αγοράσει στην Ιταλία και του είχαν στοιχίσει 70-80 λίρες, και τα προόριζε για το στρατό που θα οργάνωνε. Στο βιβλίο του ο Ιταλός κόμης Π. Γκάμπα, υπασπιστής του Βύρωνα, γράφει πως ο λόρδος έφερε πολλά κιβώτια με φάρμακα αρκετά για 1.000 άτομα και για ένα χρόνο. Ο Απ. Βακαλόπουλος γράφει ότι ο Βύρων το 1823 έστειλε από την Κεφαλλονιά φάρμακα στο Μεσολόγγι για τους πληγωμένους. Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1824 ήρθε στο Μεσολόγγι το μπρίκι ΑΝΝΑ που έφερνε εφόδια πυροβολικού που έστελνε το Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου. Μαζί με αυτά υπήρχε και μια ποσότητα φαρμάκων και ακόμα 1.000 λίρες, δώρο της δημαρχίας του Λονδίνου. Στις αρχές του 1825 και πριν από την τελευταία πολιορκία, ο Ιταλός φαρμακοποιός Πέτρο Κάρολο είχε ανοίξει στο Μεσολόγγι μια «Σπετσαρία» (φαρμακείο), όπως αναφέρει ο Βλαχογιάννης. Από τη Ζάκυνθο ακόμα, έστειλαν «πλήθος ιατρικών» που προσέφερε ο Διονύσιος Δαμουλιάνος και τα έστειλε στο Μεσολόγγι ο Λαδόπουλος με την μπομπάρδα του Λεονταρίτη.
Τους τελευταίους μήνες της τελευταίας πολιορκίας, όπως φαίνεται, υπήρξε κάποια βελτίωση στην περίθαλψη και μια πιο ανθρώπινη μεταχείριση.
Νοσολογική κατάσταση
Στον τομέα της νοσολογικής κατάστασης τώρα, το υγρό και νοσηρό κλίμα της πόλης, λόγω της λιμνοθάλασσας, σε συνδυασμό με την κακής έως ακατάλληλης ποιότητας τροφή, αναγκαστικά οδήγησαν σε νόσους του γαστρεντερικού συστήματος. Αναφέρονται συχνότατα επεισόδια διάρροιας και δυσεντερίας, και η έλλειψη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης δεν βοηθούσε στη σύντομη και πλήρη αποκατάσταση της υγείας. Η κακής ποιότητας διατροφή (π.χ., έτρωγαν βραστά αρμυρίκια) οδήγησε αναπόφευκτα και σε σημεία και συμπτώματα αβιταμίνωσης.
Από τι νόσησε και πώς κατέληξε ο λόρδος Μπάιρον
Οταν ο Λόρδος Βύρων αρρώστησε στο Μεσολόγγι, στις αρχές Απριλίου 1824, έσπευσε κοντά του μια ομάδα από επιστήμονες γιατρούς που είχαν σπουδάσει σε διάφορα πανεπιστήμια της Ευρώπης, όπως ο ολλανδικής καταγωγής Αγγλος Τζούλιους Μίλινγκεν, που πιθανότατα είχε σπουδάσει σε αγγλικό πανεπιστήμιο, ο νεαρός Ιταλός γιατρός Αλμπέρτο Μπρούνο, προσωπικός γιατρός του Μπάιρον που είχε σπουδάσει στο Τορίνο, ο Γερμανός Ερρίκος Τράιμπερ, που είχε σπουδάσει στη Γερμανία και είχε μετεκπαιδευτεί στη χειρουργική στο Παρίσι, και, τέλος, ο Ελληνας Λουκάς Βάγιας, που είχε σπουδάσει για αρκετά χρόνια, με έξοδα του Αλή πασά, σε πανεπιστήμια της Βιέννης, του Παρισιού και της Λειψίας. Είναι βέβαιο ότι αυτοί θα του συνιστούσαν ό,τι καλύτερο διέθετε τότε το θεραπευτικό οπλοστάσιο της επιστήμης. Ποια ήταν η θεραπευτική αγωγή που εφάρμοσε το συμβούλιο των γιατρών του Μπάιρον, ο οποίος, σύμφωνα με τη διάγνωση, έπασχε από φλογιστικό ρευματικό πυρετό; Αφαιμάξεις, βδέλλες, καταπλάσματα, εκδόριο, καθώς και χορήγηση οπίου, φλοιού κίνας και νάρδου ήταν η σχεδόν πάγια αντιμετώπιση όλων σχεδόν των νοσημάτων από τους γιατρούς τότε. Από όλα αυτά, αντικειμενικά, μόνον ο φλοιός κίνας θα ανακούφιζε τον ασθενή από τον πυρετό. Οταν ο προσωπικός του γιατρός Μπρούνο θερμοπαρακαλούσε με δάκρυα στα μάτια τον Μπάιρον να δεχθεί να υποβληθεί σε νέα αφαίμαξη, που είχε αποφασίσει το συμβούλιο των γιατρών, πίστευε ακράδαντα στη θεραπευτική αποτελεσματικότητα της αφαίμαξης, πλην όμως ο Μπάιρον αρνήθηκε να υποβληθεί στην αγωγή αυτή με αποτέλεσμα να καταλήξει!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ).
- Χρ. Ευαγγελάτου: «Ιστορία του Μεσολογγίου», Αθήναι, 1959.
- Νικ. Κασομούλη: «Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων», Αθήνα, 1939.
- Νικ. Κολόμβα: «Η Εποποιία της Κλείσοβας», Αθήνα, 1997.
- Νικ. Κολόμβα: «Βασιλάδι», Αθήνα, 2010.
- Κ. Γ. Μακρυκώστα: «Μεσολογγίτικα 1821-1826», Αθήνα, 1984.
- Διον. Ρώτα: «Ιστορικό Αρχείο», Αθήναι, 1906.
- Κ. Στασινόπουλου: «Το Μεσολόγγι», Αθήναι, 1925.
- Σπυρίδωνος Τρικούπη: «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», Αθήναι, 1888.
- Λάζαρου Ε. Βλαδίμηρου: «Γιατροί και Ιατρική στην Επανάσταση του 1821», εκδ. Μπαλτά, 2014.
- Αριστείδη Γ. Διαμαντή: «Επιτομή Ιστορίας της Στρατιωτικής Ιατρικής και Νοσηλευτικής στην Ελλάδα», εκδ. ΣΑΝ, Αθήνα, 2011.
Ακολούθησε το eleftherostypos.gr στο Google News και μάθε πρώτος όλες τις ειδήσεις
Ειδήσεις σήμερα
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr