Γράφει ο Μιχάλης Μαρδάς
Αν και κανείς από τους τρεις δεν θέλησε να δώσει μία ακριβής εξήγηση γιατί δεν θέλει να δημοσιευτεί η φωτογραφία του, απ’ όλα όσα μας είπαν θα καταλάβετε και εσείς πως η ανησυχία για το τι μπορεί να συμβεί στην μάχη για το μεροκάματο είναι μεγάλη.
«Πάντα φοβόμουν»
Ο Γεράσιμος Τ. είναι 45 ετών και από τα 20 οδηγεί ταξί. Στην αρχή ξεκίνησε ως υπάλληλος και στη συνέχεια κατάφερε να πάρει την πολυπόθητη (σ.σ. για τότε) άδεια και πλέον είναι ιδιοκτήτης. Φυσικά, δεν έχει υπάλληλο καθώς όπως μας λέει: «Πλέον στην τσέπη δεν μένει τίποτα. Όχι υπάλληλο δεν μπορώ να πάρω αλλά σκέφτομαι πάρα πολύ σοβαρά να αποχωρήσω καθώς πλέον από το επάγγελμά μου μπαίνω… μέσα».
Τον ρωτήσαμε για την δολοφονία του συναδέλφου του στην Κηφισίας και αν φοβάται: «Πάντα φοβόμουν και όχι μόνο τώρα. Σε αυτό το επάγγελμα αν θες να πεις ότι θα βγάλεις ένα μεροκάματο θα πρέπει να δουλεύεις και την νύχτα. Από τα 20 μου λοιπόν, έχω δει πάρα πολλά πράγματα και ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις ποιος θα είναι αυτός που θα μπει στο ταξί ως πελάτης. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια τα πράγματα είναι πιο ασφαλή σε σχέση με παλιότερα καθώς έχει βελτιωθεί η οργάνωση και οι περισσότεροι μπορούμε να ξέρουμε που είναι ο συνάδερφος και γρήγορα μπορούμε να πάμε να τον βοηθήσουμε».
Σχετικά με το αν μετά το τελευταίο περιστατικό έχουν αυξηθεί τα μέτρα ασφάλειας, μας είπε: «Είμαστε όλοι πιο προσεκτικοί αλλά για νa είμαστε ειλικρινείς, πρέπει να έχουμε μεγάλη τύχη. Που ξέρω εγώ αν αυτός ο δολοφόνος δεν είχε μπει και στο δικό μου ταξί, αλλά επειδή ήμουν τυχερός δεν μου έκανε τίποτα».
«Δεν φοβάμαι γιατί έχω αποδεχτεί τον κίνδυνο»
Ο Παναγιώτης Δ. ήταν ο μεγαλύτερος της παρέας. Από τα 63 του χρόνια, τα 28 είναι στους δρόμους της Αθήνας με το δικό του ταξί που μπόρεσε να το πάρει όταν επέστρεψε από τη Γερμανία, όταν δούλευε ως σερβιτόρος για πολλά χρόνια.
Και με αυτόν, το πρώτο θέμα συζήτησης ήταν τα τελευταία γεγονότα και η δική του απάντηση ήταν: «Εγώ προσωπικά δεν φοβάμαι. Και ξέρεις γιατί δεν φοβάμαι; Γιατί εδώ και χρόνια έχω συνειδητοποιήσει πως με αυτό το επάγγελμα που κάνω, κάθε μέρα παίζω τη ζωή μου κορώνα-γράμματα. Δεν είναι υπερβολή αυτό και μην μένετε μόνο σε αυτό το επεισόδιο που έγινε τελευταία. Υπάρχουν πάρα πολλά. Πριν από δέκα χρόνια, ένας πελάτης με γρονθοκόπησε μέσα στο ταξί και έφυγε χωρίς να πληρώσει. Τον πήρα από την Ομόνοια για να τον πάω στο Αιγάλεω και όταν φτάσαμε μου είπε ότι δεν είχε να με πληρώσει. Τον απείλησα πως θα πάρω την αστυνομία και μου έριξε μία μπουνιά και έφυγε τρέχοντας. Το κατήγγειλα, αλλά άκρη δεν βρήκα. Μαζί μου στο ταξί δουλεύει και ο γιος μου, αλλά δεν τον αφήνω να κάνει τη νυχτερινή βάρδια. Αυτή την έχω αναλάβει εγώ και όσο κι αν με παρακαλάει δεν πρόκειται να τον αφήσω να δουλέψει βράδυ».
Ο βενιαμίν των συνομιλητών μας ήταν ο Περικλής Μ. που είναι 23 ετών και δουλεύει ως υπάλληλος σε ταξί. Έπιασε δουλειά τα τελευταία δύο χρόνια και μπορεί το διάστημα να είναι μικρό αλλά και αυτός έχει καταλάβει πως ο χώρος που μπήκε, μόνο αγγελικά πλασμένος δεν είναι: «Μπορεί να είμαι λίγο καιρό σε σχέση με τους υπόλοιπους στο επάγγελμα αλλά συμφωνώ απόλυτα μαζί τους πως, για να είσαι οδηγός ταξί, θέλει πολύ μεγάλη αντοχή. Τα χρήματα, όχι μόνο των υπαλλήλων αλλά και των ιδιοκτητών, είναι ελάχιστα και οι κίνδυνοι πάρα πολλοί. Δεν σου κρύβω πως μετά τη δολοφονία, οι συγγενείς μου μού λένε να τα παρατήσω και να ψάξω να βρω άλλη δουλειά αλλά που να την βρω. Για αυτό κάνω τον σταυρό μου που έχω και αυτή».
Ο φόβος για το μέλλον
Από τον φόβο της καθημερινότητας, μεταφερόμαστε στον φόβο για το μέλλον και ο Παναγιώτης, ως γηραιότερος της παρέ, μας μετέφερε με τα πιο μελανά χρώματα το τι συμβαίνει στον χώρο των επαγγελματιών οδηγών ταξί: «Όπως όλη η Ελλάδα πονά, άλλο τόσο και περισσότερο πονάμε και εμείς. Οι πελάτες έχουν συρρικνωθεί, τα ταξί που κυκλοφορούν είναι πάρα πολλά και σαν να μην έφτανε αυτό έχουμε και τους παράνομους. Βάζει ο άλλος μια αγγελία στην εφημερίδα και ξάφνου αρχίζει και παίρνει κόσμο. Ποιος τους ελέγχει; Κανένας. Το κράτος, όπως σε όλα, έτσι και σε αυτό δεν κάνει τίποτα. Για να μπορούσε να επιβιώσει κάποιος παλιότερα, έπρεπε να ήταν ο ίδιος ιδιοκτήτης ταξί. Τώρα, ούτε εμείς μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα. Το μετρό έχει μαζέψει τον περισσότερο κόσμο και πλέον η πλειονότητα των πελατών μας δεν ξεπερνά τους 45 και οι καθημερινές μας κούρσες είναι πολύ λίγες. Αν προσθέσεις τα έξοδα για τα καύσιμα, τη συντήρηση του αυτοκινήτου και τις εισφορές στο τέλος της ημέρας, μένουν ελάχιστα ευρώ στην τσέπη μας. Της καλής ημέρας, γιατί της κακής πληρώνουμε κιόλας».
Ντεγκρέτσια: Η αμηχανία ενός επώνυμου με ονομασία προέλευσης... - Η μακρά ιστορία από την αρχή
Τι λέει ο κόσμος
Ρωτήσαμε τον Γεράσιμο για το τι εισπράττει από τον κόσμο σχετικά με τη ζωή τους καθώς οι ταξιτζήδες, όπως και να το κάνουμε, μπορούν να έχουν πλήρη άποψη για το τι συμβαίνει στην κοινωνία: «Η πρώτη κουβέντα είναι τα λεφτά που δεν υπάρχουν. Οι άνθρωποι είναι απελπισμένοι και ειδικά οι συνταξιούχοι μιλάνε με πόνο ψυχής για τη σύνταξη που τους έχουν κόψει αλλά και για το ότι οι περισσότεροι έχουν την αποστολή να φροντίζουν οικονομικά τα παιδιά τους που δεν έχουν δουλειά. Μου έχει τύχει να σταματήσω στα δεξιά και να παρηγορήσω μία ηλικιωμένη κυρία που έβαλε τα κλάματα μέσα στο ταξί για την κατάσταση την οποία βιώνει. Τα πράγματα είναι δραματικά. Επίσης, οι περισσότεροι δεν έχουν εμπιστοσύνη σε κανέναν πολιτικό. Μάλιστα, όσο περνά ο καιρός εμφανίζονται και πιο ακραίοι που λένε πως για όλα φταίνε οι πολιτικοί, πως τους έχει προδώσει το ένα ή το άλλο κόμμα και ότι η σωτηρία θα ήταν να καεί η Βουλή. Ο κόσμος είναι αγανακτισμένος, θυμωμένος, απελπισμένος και το κυριότερο χωρίς ελπίδα».
Δεν ξέρουν να οδηγούν οι Ελληνες
Μιλώντας με επαγγελματίες οδηγούς δεν θα μπορούσαμε να μην τους ρωτήσουμε και για τα τροχαία ατυχήματα και δυστυχήματα που γίνονται κάθε ημέρα στους ελληνικούς δρόμους. Ο Παναγιώτης που έχει και τη μεγαλύτερη εμπειρία πίσω από το τιμόνι ήταν ξεκάθαρος: «Οι Ελληνες δεν ξέρουν να οδηγούν. Και δεν έχουν καταλάβει πως το να ξέρει κάποιος να οδηγεί, δεν σημαίνει να στρίβει το τιμόνι ή να πατάει γκάζι και φρένο. Το να ξέρεις να οδηγείς, σημαίνει να έχεις πλήρη επίγνωση για το εργαλείο που έχεις στα χέρια σου. Να καταλαβαίνεις τις ανάγκες του, να μην το ζορίζεις και να το χρησιμοποιείς σωστά. Δεν θα σου πω να μην πας γρήγορα ή να μην κάνεις προσπεράσεις. Θα σου πω ότι για να πας γρήγορα και να κάνεις προσπεράσεις, θα πρέπει να ξέρεις πότε πρέπει να το κάνεις και να γνωρίζεις αν το αυτοκίνητο που έχεις ανταποκρίνεται σε αυτό που θέλεις να κάνεις. Αυτά δεν τα ξέρει κανένας. Το να κάτσουμε να πούμε ότι δεν πρέπει να πίνεις όταν οδηγείς και να φοράς ζώνη είναι κουτό. Αυτά είναι αυτονόητα πράγματα τα οποία τα τελευταία χρόνια εφαρμόζονται περισσότερο, αλλά τα τροχαία πάλι δεν λείπουν γιατί απλά δεν ξέρουμε να οδηγούμε. Σου λέει ο άλλος φόρεσα ζώνη, δεν έχω πιει, πάω να κάνω τις μαγκιές μου. Το τιμόνι, όμως, δεν είναι μαγκιά, είναι μεγάλη ευθύνη».
Αγενείς οι Ελληνες
Πώς είναι, όμως, ο Ελληνας πελάτης; Σε αυτό το ερώτημα μάς απάντησε ο Περικλής που δεν έχει και την καλύτερη εμπειρία: «Πολλές φορές οι πελάτες εξαφανίζονται χωρίς να πληρώσουν, με πρόσχημα ότι έχουν ξεχάσει τα χρήματά τους και πάνε να τα φέρουν από το σπίτι τους. Οι Έλληνες δεν σέβονται, μπαίνουν με το φαγητό στο αμάξι και δεν προσέχουν τα παιδιά τους που πατάνε τα καθίσματα. Ο κόσμος, ίσως και λόγω της κρίσης, είναι πάρα πολύ στενοχωρημένος και τσιτωμένος. Έχουν χαθεί η καλή διάθεση και η ευγένεια εξαιτίας των καταστάσεων που βιώνουμε».
Με μια ανάσα
Ποιό ήταν το πιο αστείο που σας έχει συμβεί;
Γεράσιμος: Μία γιαγιά με τον εγγονό της πήγε από τη Δάφνη στη Νέα Σμύρνη. Οταν φτάσαμε με πλήρωσε, άνοιξε την πόρτα και την έκλεισε πίσω της ξεχνώντας το παιδί στο αυτοκίνητο. Της κόρναρα και της έδειξα το παιδί στο πίσω κάθισμα. Η λαχτάρα που πήρε ήταν μεγάλη αλλά δεν μπόρεσα να μην γελάσω.
Παναγιώτης: Οταν μία κυρία που έφτασε στα ΚΤΕΛ Κηφισού από την επαρχία, με παρακάλεσε να την πάω στην κόρη της χωρίς να ξέρει οδό και αριθμό.
Περικλής: Μία νύχτα πήρα δύο κοπέλες έξω από ένα νυχτερινό κέντρο και η μία από τις δύο που φαίνεται πως είχε πιει παραπάνω, μιλούσε με τη μητερα της και τραγουδούσε το «Κλείνω κι έρχομαι, έρχομαι, φτάνω».
Ποιά είναι η χειρότερη ανάμνησή σας;
Γεράσιμος: Οταν μία μεγάλη, σε ηλικία, κυρία με αποκάλεσε κλέφτη γιατί της φάνηκε μεγάλο το ποσό που έπρεπε να πληρώσει. Δεν της πήρα λεφτά αλλά έκανα πολλές ώρες να ηρεμήσω.
Παναγιώτης: Οταν ένας πελάτης με χτύπησε γιατί δεν θέλησε να πληρώσει κι εξαφανίστηκε.
Περικλής: Οταν κάποιος πελάτης μού ζήτησε να ακολουθήσω ένα αυτοκίνητο και τελικά μέσα σε αυτό ήταν η γυναίκα του με τον εραστή της. Δεν μου είπε τίποτα, αλλά η σιωπή και το ύφος του αρκούσαν.
Τρεις λέξεις που χαρακτηρίζουν το επάγγελμά σας
Γεράσιμος: Ασφάλεια, υπευθυνότητα, κούραση.
Παναγιώτης: Τιμόνι, δρόμος, ρολόι.
Περικλής: Φόβος, κίτρινο, γκρίνια.