Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο οικονομολόγος Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ: «Σε πολλές περιπτώσεις άνθρωποι εξαπατούνται από άλλους ανθρώπους. Το φθινόπωρο του 1929 ήταν ίσως η πρώτη περίπτωση που οι άνθρωποι κατάφεραν σε ευρεία κλίμακα να εξαπατήσουν τους εαυτούς τους».
Αμερικανικό όνειρο
Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘20 σηματοδοτεί την κορύφωση του αμερικανικού ονείρου, με τη μεταπολεμική ανάπτυξη να χαρίζει ευμάρεια, χιλιάδες θέσεις εργασίας και κυρίως απεριόριστη αισιοδοξία για ακόμα καλύτερο μέλλον. Σε αυτό το διάστημα, οι πωλήσεις αυτοκινήτων τριπλασιάζονται, ενώ αυτές των ραδιοφώνων αυξάνονται από 60 εκατ. δολ. το 1922 σε 843 εκατ. δολ. το 1929. Η οικονομική ευμάρεια αντικατοπτρίζεται στην άνθηση του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης, που ξεφεύγοντας από τα στενά όρια τραπεζιτών και επαγγελματιών της αγοράς μετατρέπεται σε ένα νέο Ελντοράντο, με τον χρηματιστηριακό δείκτη να σημειώνει κατακόρυφη άνοδο 400% στην οκταετία 1921-1929. Οι Αμερικανοί ανακαλύπτουν τον εύκολο πλουτισμό, αφού η πληροφορία για αγορά μετοχών μιας αναπτυσσόμενης εταιρίας μπορεί να τους αποφέρει, σε ελάχιστο διάστημα, πολλαπλάσια κέρδη απ’ ό,τι η πολύωρη και κοπιαστική εργασία ενός χρόνου.
Ετσι, οι νεόκοποι επενδυτές αφήνουν με ευκολία στον ναό του χρήματος κόπους μιας ζωής, με αποτέλεσμα ο τότε αρχισυντάκτης του περιοδικού «Harper’s» Φρέντερικ Λιούις Αλεν να καταγράφει εικόνες οικείες σε εμάς μέχρι πριν από λίγα χρόνια: «Ο σοφέρ του πλούσιου βιομηχάνου τεντώνει το αφτί του ν’ ακούσει τις ειδήσεις για τυχόν κινήσεις στη μετοχή της Bethlehem Steel. Ο υαλοκαθαριστής στο χρηματιστηριακό γραφείο κάνει διάλειμμα για να μάθει πώς πηγαίνει η αγορά και η πρώην ηθοποιός μετατρέπει το διαμέρισμά της σε γραφείο πηγμένο από γραφήματα, οικονομικές αναφορές και διαγράμματα». Οσοι προειδοποιούν για τον κίνδυνο φούσκας περιθωριοποιούνται ως Κασσάνδρες, ενώ «ειδικοί» όπως ο Αγγλος οικονομολόγος Τζον Μέιναρντ Κέινς διαβεβαιώνουν για την ασφάλεια του συστήματος:«Δεν θα υπάρξουν άλλα κραχ στην εποχή μας». Ο χρηματιστηριακός μύθος αναφέρει ότι όταν ο πατέρας του Τζον Κένεντι, Τζόζεφ, ακούει τον λούστρο του να του δίνει «εμπιστευτική πληροφορία» για κάποια μετοχή, εξαργυρώνει άμεσα όλο το χαρτοφυλάκιό του. Εκτός των μύθων, όμως, στην πραγματικότητα ελάχιστοι κάνουν το ίδιο…
Μετά την κορύφωση του πάρτι στις 3 Σεπτεμβρίου 1929, όπου ο Dow Jones φτάνει στις 381,17 μονάδες, αρχίζει η πτώση για έναν ολόκληρο μήνα. Μετά από μικρή ανάκαμψη, όπου ανακτώνται οι μισές ζημιές, ξεκινά η τελευταία πράξη του δράματος. Το Σάββατο 19 Οκτωβρίου 3,5 εκατ. μετοχές αλλάζουν χέρια, παρά τις διαβεβαιώσεις των αρμοδίων ότι ακολουθεί γρήγορη ανάκαμψη. Η πραγματικότητα από… ροζ μετατρέπεται σε μαύρη, οδηγώντας έτσι στη «Μαύρη Πέμπτη» της 24ης Οκτωβρίου, όπου γίνονται αγοραπωλησίες σχεδόν 13 εκατ. μετοχών. Οι συγκεντρωμένοι μικρομέτοχοι έξω από τη Γουόλ Στριτ αυτή τη φορά δεν θέλουν να αλιεύσουν καλές πληροφορίες, αλλά να διαμαρτυρηθούν, δείχνοντας ότι όταν ο κόσμος που βρίσκεται έξω από τα χρηματιστήρια είναι περισσότερος από αυτόν που βρίσκεται μέσα, τότε είμαστε στην κορυφή του παγόβουνου της κρίσης.
Μπροστά στην επερχόμενη κατάρρευση οι τραπεζίτες συναντιούνται εσπευσμένα, αλλά είναι πλέον ανήμποροι να επηρεάσουν τις εξελίξεις. Παρά τις οργανωμένες μαζικές αγορές μετοχών, το χρηματιστηριακό κραχ έρχεται τη «Μαύρη Τρίτη» 29 Οκτωβρίου. Εκείνη την ημέρα αλλάζουν χέρια πάνω από 16 εκατ. μετοχές, νούμερο που για να καταρριφθεί χρειάζεται να περάσουν 40 ολόκληρα χρόνια. Το χρηματιστήριο και οι άνθρωποί του είναι τα πρώτα θύματα του κραχ, αφού χρηματιστηριακοί οίκοι πτωχεύουν μέσα σε λίγες ώρες, ενώ όσοι έχουν μεγάλα πιστωτικά ανοίγματα αυτοκτονούν πέφτοντας από τα κτίρια. Οι μετοχές χάνουν το 90% της αξίας τους, φτάνοντας τον Ιούλιο του 1932 σε χαμηλότερα επίπεδα από το 1800.
Οι μαζικές αναλήψεις μετρητών που ακολουθούν τη χρηματιστηριακή κατάρρευση μεταφέρουν το πρόβλημα στην πραγματική οικονομία. Αποταμιεύσεις και περιουσίες καταθετών κάνουν φτερά ακολουθώντας τα τραπεζικά λουκέτα. Σύντομα, η ανεργία σε πολλές πολιτείες εκτοξεύεται στο 30%, ενώ η μείωση του ΑΕΠ των Ηνωμένων Πολιτειών στο μισό οδηγεί μια ολόκληρη γενιά σε μαρασμό. Το κραχ του 1929 επιβεβαιώνει τη θέση ότι η έπαρση του κέρδους οδηγεί σε τύφλωση και μαζική παράκρουση που αγνοεί τα πραγματικά οικονομικά δεδομένα. Οι Αμερικανοί δεν έχουν διδαχτεί από την, μόλις προ δύο ετών, κατάρρευση του γερμανικού χρηματιστηρίου το 1927, που συμπαρασύρει τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης με αποτέλεσμα την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία και τα γνωστά αποτελέσματα.
Οι… σοφίες πριν σκάσει η «φούσκα»
Οπως σε όλες τις περιόδους χρηματιστηριακής και οικονομικής άνθησης, έτσι και το 1929 όλες οι κυρίαρχες απόψεις συγκλίνουν στη συνέχιση του «πάρτι». Ο Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ στο βιβλίο του «Το μεγάλο κραχ του 1929» αιτιολογεί αυτή τη συμπεριφορά ως εξής: «O φόβος της κατάρρευσης, η απειλή διακοπής της ομαλής λειτουργίας του συστήματος κάνει τους ανθρώπους που ξέρουν ότι τα πράγματα πηγαίνουν άσχημα να λένε ότι τα πράγματα είναι θεμελιακά υγιή». Ετσι, σήμερα έχουμε την ευκαιρία να διαβάζουμε δηλώσεις που είναι εκ των υστέρων διασκεδαστικές, όπως του τότε καθηγητή του Πανεπιστημίου Πρίνστον, Λόρενς, που δηλώνει ότι: «…εκτιμήσεις που λειτουργούν σε αυτή τη θαυμάσια αγορά, το χρηματιστήριο, είναι ότι τώρα οι μετοχές δεν είναι υπερτιμημένες. Ποια είναι αυτή η ομάδα των ανθρώπων με τη σοφία για όλα τα πράγματα, η οποία τους δίνει το δικαίωμα να αρνούνται τις εκτιμήσεις του έξυπνου πλήθους;».
Οι κυβερνώντες υποστηρίζουν πως πίσω από τις φήμες περί φούσκας κρύβονται αντιπολιτευτικές σκοπιμότητες: «Υψηλά ιστάμενα πρόσωπα στους κύκλους του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος αρχίζουν να πιστεύουν ότι υπάρχει κάποια ενορχηστρωμένη προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί το χρηματιστήριο ως μέθοδος δυσφήμησης της κυβέρνησης. Κάθε φορά που ένας αξιωματούχος της κυβέρνησης κάνει μια αισιόδοξη δήλωση για τις οικονομικές συνθήκες, το χρηματιστήριο πέφτει αμέσως». Τέλος, το κλίμα ευδαιμονίας συντηρούν οι αναφορές κάθε λογής οικονομολόγων-αναλυτών που προσφέρουν πανεπιστημιακή επικύρωση στη γιγάντωση της φούσκας: «Η θεμελιώδης οικονομική δραστηριότητα της χώρας, δηλαδή η παραγωγή και η διανομή εμπορευμάτων, έχει υγιή και ευημερούσα βάση» ή «αν οι μετοχές παραμείνουν ψηλά ή αν πάνε ακόμη ψηλότερα κι αυτό συμβαίνει επειδή οι προοπτικές δικαιολογούν την τιμή τους, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας για τα δάνεια που συσσωρεύονται».
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr