ότι έχει επικοινωνία με τον Ιησού Χριστό, την Παναγία, τους αγίους και συζητά μαζί τους.
[fwduvp preset_id=”test” playlist_id=”Test”]
Στα κείμενά του γράφει με οργή και με πόνο για την Ορθόδοξη Πατρίδατου. Είναι αμετακίνητος στις αρχές και αξίες που πίστευε.Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος γράφει σχετικά: «Ο Μακρυγιάννης ήταν διαρκώς“΄γγισμένος”… Λέει σαν άτεγκτος νομοθέτης “όποιος αδίκως πειράζει τoν άλλον πρέπει να λαβαίνει την ίδια ανταμοιβή”. Oλα όσα λέει είναι δείγματα ενός χαρακτήρα που έχει τίμια βάση» (Μήτσου Αλεξανδρόπουλου,«Μια συνάντηση, Σεφέρης – Μακρυγιάννης», Εκδ. «Πολύτυπο», Αθήνα 1983,σελ. 74-75). Από χαρακτήρα είναι και απόλυτος στις κρίσεις του.
Με βάσητις αρχές του κρίνει και δεν χαρίζεται. Με καλή πίστη συνεργάζεται με πολιτικούς και στρατιωτικούς, αλλά γρήγορα απογοητεύεται από όλους, δεν τους βρίσκει πολύ υψηλή θέση που τους είχε βάλει να προσφέρουν στην Πατρίδα και στην Ορθοδοξία και εξαπολύει μύδρους εναντίον τους.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αδικήσει με τα γραπτά του και τις κρίσεις του προσωπικότητες της Επανάστασης, όπως Ιωάννη Καποδίστρια, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Γεώργιο Καραϊσκάκη, αρχιμ. Αμβρόσιο Φραντζή. Προς τους Πελοποννησίους και σε όσους στρατιωτικούς δεν ήσαν με τη
διοίκηση Κουντουριώτη, Κωλέττη, Μαυροκορδάτου δείχνει μιαν προκατάληψη. Γενικά ήταν υπέρ της υπακοής σε μιαν εξουσία.
Αυτός ήταν ο λόγος που υποστήριξε τον Καποδίστρια και στη συνέχεια τον Οθωνα, όταν ανέλαβαν την εξουσία. Σύντομα όμως πέρασε στην αντιπολίτευση και απηύθυνε σε βάρος τους βαρείς χαρακτηρισμούς. Το ίδιο και χειρότερα αντέδρασε με τους Κωλέττη, Μαυροκορδάτο, Μεταξά. Στην αρχή συνεργάσθηκε μαζί τους και στη συνέχεια έγινε θανάσιμος αντίπαλός τους.
Με αυτά τα γεγονότα διερωτάται κάποιος γιατί τόσος έπαινος για τον Μακρυγιάννη και τα γραπτά του. Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος δίνει την εξήγηση ότι πρόκειται για την «εξομολόγηση της λαϊκής ψυχής» (αυτ. σελ.78). Ο λαός έτσι ήταν, έτσι είναι πάντοτε. Στην εξουσία πιστεύει, ελπίζει, στηρίζει, απογοητεύεται, απευθύνει σκληρούς χαρακτηρισμούς και τη ρίχνει.
Πολλές φορές παρασύρεται και αδικεί και πηγαίνει χειρότερα… Ο Αλεξανδρόπουλος αντιγράφει και τη σχετική σκέψη του Σεφέρη: «Το περιεχόμενο της γραφής του Μακρυγιάννη είναι ο ατελείωτος
και ο τραγικός αγώνας ενός ανθρώπου που, με όλα τα ένστικτα της φυλής του ριζωμένα μέσα στα σπλάχνα του, αναζητά την ελευθερία, το δίκιο, τηνανθρωπιά» (αυτ. σελ. 79).
Μιαν άλλη, παρεμφερή, εξήγηση για τα όσα έγραψε ο Μακρυγιάννης δίνει ο Ζήσιμος Λορεντζάτος. Ο Μακρυγιάννης, γράφει, όπως ο Σωκράτης, δεν ανήκει σε κανένα κόμμα ή φατρία. Οπως ο Σωκράτης, ακούει τη φωνή του Θεού και πιστεύει ότι το βασίλειο του Καίσαρα χτυπιέται με το βασίλειο του Θεού
(Ζήσ. Λορεντζάτου, «Το τετράδιο του Μακρυγιάννη», Εκδ. «Δόμος», Αθήνα, 1984, σελ.65-66). Σε άλλο σημείο ο Λορεντζάτος επαναλαμβάνει περίπου την άποψη του Αλεξανδρόπουλου ότι ο Μακρυγιάννης είναι η φωνή «της μεγάλης εκείνης των Ελλήνων μερίδα οίτινες παρέμειναν εις τας πατρίους εστίας»,
του ανώνυμου λαού, που διατήρησαν την πίστη και τη γλώσσα, τα συστατικά μας. Και προσθέτει ο Λορεντζάτος: «Αμα τα αφήσεις αυτά γίνεσαι μετέωρος, φελλός και πλες πέρα δώθε, δεν έχεις, όπως λέει ο “Ερωτόκριτος”, “θεμέλιο μηδέ ρίζα”» (αυτ. σελ. 111-112).
Στον Μακρυγιάννη τα τελευταία χρόνια συστηματοποιείται μια κακόπιστη κριτική από ιδεολόγους αποδομιστές, λόγω της αφοσίωσής του στην πίστη του, στην πατρίδα του και στη γλώσσα του. Παραποιούν τα κείμενά του, γράφουν προφανείς ανακρίβειες, αφήνουν υπονοούμενα. Τα «Οράματα» ήσαν εκείνα που τους ενόχλησαν περισσότερο. Τον είπαν «σαλεμένο» και «θρησκόληπτο». Ο Γ.Π. Σαββίδης δίνει μια σαφή απάντηση: «Τα λεγόμενα “Οράματα και θάματα” δεν είναι ένα “γεροντικό” έργο ενός σαλεμένου, θρησκόληπτου νου.
Ντεγκρέτσια: Η αμηχανία ενός επώνυμου με ονομασία προέλευσης... - Η μακρά ιστορία από την αρχή
Αλλά ένα ώριμο, εσκεμμένο, άθελα ανολοκλήρωτο μνημείο λόγου, σύγχρονο με τα τελικά «Απομνημονεύματα» και εξίσου παθιασμένα ευλαβικό» (άρθρο Γ. Π. Σαββίδη, εις περιοδικό «Διαβάζω», αριθ. 101, 5-9-1984, σελ. 59).
Τα λόγια του
Για την κατάντια μας: «Η Θεία Πρόνοια… μας ξεσκλαβώνει πατρίδα και
θρησκεία να γένομεν έθνος ανεξάρτητο, να ζήσουμεν ως άνθρωποι εις το
εξής… και εμείς είμαστε αχάριστοι και… τι κάνομεν ακόμα!
Η νηστεία δεν είναι τίποτας, η εκκλησία το ίδιον, ανώτερον δεν υπάρχει, φύση είναι και
όχι παντουργός και… όλοι μαζί με τους εκλαμπρότατους και εμείς,
πωλούμεν το πολυτίμητό μας τζιβαϊρικόν (κόσμημα) εις τους αλλόθρησκους,
διά τι; Διά ένα τραπέζι, διά μίαν γλυκή και δολερά καλημέρα των
πρέσβεγων, των ανθρωποφάγων, όπου τρώνε ζωντανούς ανθρώπους και
γενόμαστε και ποταποί και πουλημένοι εις την δική μας βασιλείαν, χωρίς
πατριωτισμό και χαρακτήρα και μας κατακερματίζει όλα αυτά και μας κάνει
σκούπρα (σκουπίδια)» («Οράματα και θάματα», σελ. 135-136).
Για να γίνουμε μεγάλο το κράτος: « Το λοιπόν αν θέλωμεν το λίγον να γένη
μεγάλον, πρέπει να λατρεύωμεν Θεόν, ν’ αγαπάμε πατρίδα, νάχωμεν αρετή,
τα παιδιά μας να τα μαθαίνωμεν γράμματα και ηθική. Αυτό μου κόβει το
κεφάλι μου και λέω». («Απομνημονεύματα», εκδ. «Γαλαξία», σελ. 460).
Συμπεριφορά προς τα μοναστήρια: «Αφάνισαν όλως διόλου τα μοναστήρια
(σημ.: οι Βαυαροί, με τη βοήθεια Ελλήνων) και οι καϊμένοι οι καλόγεροι,
οπού αφανίστηκαν εις τον αγώνα, πεθαίνουν της πείνας στους δρόμους, οπού
αυτά τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προπύργια της επανάστασής μας.
Οτι εκεί ήταν και οι τζεμπιχανέδες (πολεμοφόδια) μας κι όλα τα αναγκαία του
πολέμου… Και θυσίασαν οι καϊμένοι οι καλόγεροι και σκοτώθηκαν οι
περισσότεροι εις τον αγώνα. Και οι Μπαρέζοι παντήχαιναν (θεωρούσαν) ότ’
είναι Καπουτζίνοι της Ευρώπης, δεν ήξεραν ότι είναι σεμνοί κι αγαθοί
άνθρωποι και με τα έργα των χεριών τους απόχτησαν αυτά και δουλεύοντας
τόσους αιώνες. Και ζούσαν μαζί τους τόσοι φτωχοί κ’ έτρωγαν ψωμί.
Και οι αναθεματισμένοι της πατρίδας πολιτικοί μας και οι διαφταρμένοι
αρχιγερείς κι ο τουρκοπιασμένος Κωνσταντινοπολίτης Κωστάκης Σχινάς
συνφώνησαν με τους Μπαυαρέζους και χάλασαν και ρήμαξαν όλους τους ναούς
των μοναστηριών» (αυτ. σελ. 364-365).
Καταντήσαμε μουσαφιραίοι στην πατρίδα μας: «Διατί Θεέ μου έλεγα με
κλάματα να μας σώσεις; Με αυτό φραινόμαστε (ευχαριστιόμαστε) και ζώμεν,
ότι τιμωρίζεται γενικώς η αρετή και δοξάζεται η ασέβεια.
Διατί περικαλιώμαι; Οτι αυτείνοι χάσαν την δικιοσύνη σου και την υπόσκεσήν
τους και όρκο τους και μας κατήντησαν τέτοιοι οπού φαινόμαστε, και
μισαφιραίοι και κατατρεμένοι εις την πατρίδα της γεννήσεώς μας»
(«Οράματα και θάματα», σελ. 217).
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr