Βέβαια, οι υπουργοί διεπίστωσαν ότι η κατάσταση στη Μικρά Ασία δεν ήταν καθόλου καλή, αλλά ήλπιζαν ότι η αλλαγή του αρχιστράτηγου θα μπορούσε να μεταβάλει την κατάσταση. Βέβαια, στην πορεία έγινε και νέα επίσκεψη, των ιδίων υπουργών, στη Σμύρνη, αλλά τότε η κατάσταση ήταν πλέον τραγική και τη φορά αυτή οι δύο υπουργοί και άλλα μέλη της κυβερνήσεως είχαν διαπιστώσει ότι πλέον η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη δεν μπορούσε να παραμείνει άλλο στην εξουσία. Ετσι, στις 25 Αυγούστου/7 Σεπτεμβρίου 1922, η κυβέρνηση Π. Πρωτοπαπαδάκη υπέβαλε την παραίτησή της. Βέβαια, η παραίτηση της κυβερνήσεως έγινε σε μία περίοδο πάρα πολύ δύσκολη και κανένας δεν ήταν πρόθυμος να δεχθεί να γίνει πρωθυπουργός σε μία τραγική περίοδο.
Πολύ συζήτηση την περίοδο εκείνη έγινε για να δοθεί η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης εις τον Ι. Μεταξά. Ομως οι αντιδράσεις ήσαν πολύ μεγάλες και έτσι η εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως ανετέθη εις τον τέως πρωθυπουργό Ν. Καλογερόπουλο. Αλλά ο Καλογερόπουλος δεν μπόρεσε να σχηματίσει κυβέρνηση και αναγκάστηκε να καταθέσει την εντολή. Στην πορεία και συγκεκριμένα στις 28 Αυγούστου/10 Σεπτεμβρίου 1922, η εντολή ανετέθη εις τον Ν. Τριανταφυλλάκο, ο οποίος υπήρξε Υπατος Αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη. Βέβαια, και η εντολή αυτή συνάντησε πολλές αντιδράσεις, αλλά τελικά η κυβέρνηση την 28 Αυγούστου/10 Σεπτεμβρίου ορκίσθηκε με την ακόλουθο σύνθεση: Ν. Τριανταφυλλάκος πρωθυπουργός, Ν. Καλογερόπουλος υπουργός των Εξωτερικών, Σ. Γιαννόπουλος υπουργός Δικαιοσύνης και προσωρινώς Περιθάλψεως, Γ. Μπούσιος υπουργός Εσωτερικών και προσωρινώς Επισιτισμού, Θ. Σκούφος υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαίδευσης και προσωρινώς Γεωργίας, Αθανάσιος Ευταξίας υπουργός Οικονομικών και προσωρινώς Θησαυρού, Κλέαρχος Μανέας υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Αντώνιος Μάτσας υπουργός Συγκοινωνίας και προσωρινώς των ΤΤΤ.
Είναι ανάγκη εδώ να επισημάνουμε ότι η κυβέρνηση Π. Πρωτοπαπαδάκη αναγκάστηκε να παραιτηθεί λόγω πιέσεως της κοινής γνώμης, η οποία ήταν φυσικό επακόλουθο της επερχόμενης μεγάλης καταστροφής. Ομως η διάδοχος κυβέρνηση Ν. Τριανταφυλλάκου δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της περιόδου εκείνης, διότι τότε χρειαζόταν μία κυβέρνηση ισχυρή, ομοιογενής και αποφασιστική, για να μπορέσει να ανταποκριθεί στα πολλά και μεγάλα προβλήματα της περιόδου εκείνης. Αλλά η κυβέρνηση αυτή ήταν μία κυβέρνηση θνησιγενής, καίτοι ο μανδύας της ήταν καθαρά κοινοβουλευτικός. Και τούτο διότι η κυβέρνηση αυτή εστηρίζετο στα δύο μεγάλα κόμματα, το Λαϊκό του Δημητρίου Γούναρη και το Μεταρρυθμιστικό του Νικολάου Στράτου, με τη συμμετοχή του Μακεδονικού Κόμματος, του οποίου αρχηγός ήταν ο Γ. Μπούσιος. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση του Ν. Τριανταφυλλάκου θα ετύγχανε τις εγκρίσεις της Βουλής, αλλά δεν έφθασε ποτέ εκεί, διότι μεσολάβησε η επανάσταση.
Πρέπει εδώ να διευκρινίσουμε ορισμένα γεγονότα, τα οποία έχουν σχέση με τη στάση του βασιλέως Κωνσταντίνου. Πολλοί τότε διερωτήθησαν πώς ο βασιλιάς Κωνσταντίνος εδέχθη ως πρωθυπουργό τον Ν. Τριανταφυλλάκο. Γιατί ο βασιλιάς δεν αντέδρασε στην πρόταση για να δοθεί η εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως εις τον Ν. Τριανταφυλλάκο; Βέβαια, ελέχθησαν πολλά υπέρ της μίας ή της άλλης άποψης. Εκείνο όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι το γεγονός ότι από της επανόδου του εις την Ελλάδα ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ήταν τελείως αλλαγμένος και αυστηρά προσηλωμένος στο Σύνταγμα και στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα. Τα όσα είχε υποστεί στο παρελθόν και για όσα είχε κατηγορηθεί ως μη πιστός τηρητής του Συντάγματος και του πολιτεύματος τον είχαν επηρεάσει πάρα πολύ και τον είχαν οδηγήσει στο άλλο άκρο. Μάλιστα, είχε φθάσει στο σημείο να μην πράττει τίποτε το οποίο δεν το υπεδείκνυε ο πρωθυπουργός ή ο αρμόδιος υπουργός και πίστευε ότι αυτό ήταν αρκετό. Βέβαια, σε όλα αυτά βοήθησε πάρα πολύ και η κατάσταση της υγείας του, ώστε να μην επιτρέπει στον εαυτό του καμία πρωτοβουλία. Πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι η παθητικότητα, η αβουλία και η απάθεια κυριαρχούσαν κυριολεκτικά και είχαν μεταβάλει ριζικά τον άλλοτε ισχυρογνώμονα και αποφασιστικό βασιλιά Κωνσταντίνο. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος του 1912 και του 1913, ακόμα και ο Κωνσταντίνος του 1915, δεν είχε καμία σχέση με τον βασιλιά Κωνσταντίνο του 1920 και πολύ περισσότερο με τον βασιλιά Κωνσταντίνο του 1922.
Πρέπει όμως εδώ να σημειώσουμε ότι η νέα κυβέρνηση του Ν. Τριανταφυλλάκου δεν ενέπνεε σε κανέναν εμπιστοσύνη. Ακόμα και μέσα στους κόλπους της υπήρχαν αντιγνωμίες, οι οποίες δεν άργησαν να εκδηλωθούν και δημόσια. Εν τω μεταξύ, οι κινήσεις των αντιβασιλικών για επαναστατική αντίδραση ενισχύονταν, ενώ μία συνέντευξη του Ι. Μεταξά στο «Ελεύθερο Βήμα» προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση. Στη συνέντευξή του αυτή ο Ι. Μεταξάς, μεταξύ άλλων, είπε και τα εξής: «Η κατάστασις στην Ελλάδα είναι αξιοθρήνητος ιδίως εξ αιτίας του διχασμού. Η ανάγκη της συνδιαλλαγής προβάλλει εκ των περιστάσεων πλέον επιτακτική και επείγουσα. Η διαίρεσις υπήρξεν ο κυριώτερος ίσως συντελεστής της Μικρασιατικής Καταστροφής. Πρωτεύει σήμερον να επέλθη η αλλαγή και να επέλθη πλήρης». Προς τούτο υπεδείκνυε σχηματισμό ισχυράς κυβερνήσεως. Στη συνέχεια και απαντώντας στην ερώτηση εάν είναι δυνατή η σωτηρία της Θράκης, έδωσε την ακόλουθη απάντηση: «Αδιστάκτως ναι, αλλά υπό όρους». Η απάντηση αυτή είχε ιδιαίτερη σημασία για να αντιληφθούν οι ξένοι ότι η Ελλάδα στρατιωτικώς ήταν σε θέση να κρατήσει τη Θράκη και ότι, παρά τα όσα συνέβησαν, οι υλικές απώλειες του στρατού δεν ήσαν μεγάλες και πως η στρατηγική διατήρηση της Θράκης ήταν εύκολη. Πλέον όμως των ανωτέρω, ο Ι. Μεταξάς ήθελε να εξυψώσει το ηθικό του στρατού, γι’ αυτό τόνισε ιδιαίτερα το θέμα της Θράκης και γι’ αυτό είπε ότι το θέμα της Θράκης ήταν εύκολη υπόθεση. Και όλα αυτά διότι θεωρούσε το θέμα της Θράκης ότι ήταν επείγον, χωρίς όμως να υποστηρίζει ότι ήταν και το μοναδικό. Βέβαια, μετά την εξασφάλιση της Θράκης έβλεπε την ανάγκη διεξαγωγής εκλογών με αμεροληψία και τάξη. Οι απόψεις όμως του Ι. Μεταξά, συνδυαζόμενες με τις επαφές τις οποίες είχε εκείνες τις ημέρες με σημαίνοντα στελέχη του κόμματος των Φιλελευθέρων και ιδίως με τον Δ. Λαμπράκη (εκδότη του «Βήματος»), προκάλεσαν δυσπιστία στους αδιάλλακτους βασιλόφρονες. Μάλιστα τότε άρχισαν να τον θεωρούν ύποπτο. Ετσι ήταν επόμενον οι βασιλόφρονες να αντιδρούν σε κάθε σκέψη ή πρόσκληση του Μεταξά για το σχηματισμό κυβερνήσεως. Παράλληλα, ενισχύονταν όλοι όσοι ανέκαθεν είχαν αντίθετη άποψη προς τις αρχές και τις σκέψεις του Ιωάννη Μεταξά.
Ιδιαίτερη όμως σημασία για το θέμα αυτό έχουν οι απόψεις του βασιλόπαιδος Νικολάου, όπου μεταξύ άλλων γράφει τα εξής: «Δυστυχώς, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα το οποίον προηγήθη και επακολούθησε την παραίτησιν του Γούναρη, δεν έλλειψαν οι διάφοροι καλοθεληταί και καλοί σύμβουλοι, Υπουργοί, πολιτικοί κ.λπ. να ψάλλουν τα εξ αμάξης εναντίον του Ι. Μεταξά, διά τον απλούστατον λόγον ότι τον εφοβούντο. Ετρεμαν με την ιδέαν ότι ο Ι. Μεταξάς, του οποίου εγνώριζαν τον δυνατόν χαρακτήρα και την ικανότητά του, μπορούσε να τους “φάει το μάτι”. Είχαν καταλάβει ότι αυτοί οι ίδιοι, με την πολιτικήν την οποίαν ηκολούθησαν, δεν μπορούσαν πλέον να σταθούν στα πόδια τους, διότι ο λαός τους είχε βαρεθεί και εφοβούντο μήπως ο Ι. Μεταξάς θα κατώρθωνε διla της προσωπικής του αξίας (αν και ήτο ακόμα αδοκίμαστος από πολιτικήν άποψην) να ξελασπώσει τον τόπον. Δεν θέλω να πω ότι τα λόγια αυτά των διαφόρων συμβούλων επηρέασαν τον βασιλέα, όσον αφορά την προσωπικήν του γνώμην διά τον Ι. Μεταξά, αλλά οπωσδήποτε συνετέλεσαν εις το να τον ενισχύσουν εις την ιδέαν ότι η κρίσις που γεννήθηκε με την παραίτησιν του Γούναρη δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να λυθή παρά διά της προσκλήσεως διά σχηματισμόν νέας Κυβερνήσεως παραγόντων εκ της εθνοσυνελεύσεως. Εκείνη η τυφλή προσήλωσις του βασιλέως εις το γράμμα αν όχι εις το πνεύμα του Συντάγματος είναι που του εστοίχησε τον θρόνον».
Από το ανωτέρω κείμενο και από άλλες σημειώσεις βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο βασιλόπαις Νικόλαος πίστευε ότι εάν είχε κληθεί να γίνει πρωθυπουργός ο Ι. Μεταξάς θα αποφεύγετο η παραίτηση του βασιλιά Κωνσταντίνου. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος το 1915, παραβιάζοντας το πνεύμα του πολιτεύματος, έχασε πρόσκαιρα το θρόνο του, ενώ το 1922, εφαρμόζοντας το Σύνταγμα, τον έχασε οριστικά (το θρόνο). Διότι εκείνο το οποίο ζημιώνει σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι η χρήση μιας αμφισβητούμενης αρμοδιότητας, όσον η κακή και άκαιρος χρήση αυτής. Και σε κάθε περίπτωση, η κατάχρηση αυτής. Και σαν συμπέρασμα όλων των ανωτέρω, όπως καταλήγουν πολλοί συνταγματολόγοι, είναι ότι ο ασφαλέστερος τρόπος ασκήσεως της βασιλείας είναι ότι ο βασιλιάς πρέπει «να παραμένει απλός σύμβουλος των εκάστοτε κυβερνήσεων». Ετσι, το λάθος του βασιλιά το 1915 ήταν ότι ήλθε δύο φορές σε διαφωνία με την πλειοψηφία της Βουλής, ενώ το 1922, αν αναλάμβανε πρωτοβουλία, ουσιαστικά δεν θα ήρχετο σε αντίθεση με την πλειοψηφία, διότι τότε όπως είχε διαμορφωθεί η κατάσταση η Βουλή δεν διέθετε κανένα κύρος.
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr