Το πρώτο απαγορευτικό διάταγμα, με την υπογραφή της βασίλισσας Αμαλίας, δημοσιεύεται τον Ιούλιο του 1858, με τίτλο: «Περί απαγορεύσεως του καπνίζειν εντός των δημοσίων γραφείων και καταστημάτων». Σε αυτό αναφέρεται η απαγόρευση «του καπνίζειν είτε διά καπνοσυρίγγων (τσιμπουκίων) είτε διά σιγάρων, εις πάντας εν γένει τους υπαλλήλους και υπηρέτας του Κράτους εντός των δημοσίων γραφείων και καταστημάτων. Η απαγόρευσις αύτη επεκτείνεται και εις πάντα άλλον προσερχόμενον εις τα ειρημένα καταστήματα και γραφεία χάριν υποθέσεως ή άλλης τινός αιτίας».
Ομως, οι λόγοι της απαγόρευσης απέχουν έτη φωτός από τους σημερινούς: «Θέλοντες να προλάβωμεν όσον ένεστι τα εξ ενδεχομένων πυρκαϊών δυστυχήματα»… Μην ξεχνάμε ότι τα περισσότερα κτίσματα της εποχής είναι ξύλινα ή πλινθόκτιστα από άχυρα, οπότε ο κίνδυνος πυρκαγιάς από αναμμένα καντήλια (για ηλεκτρικό ούτε λόγος) ή τσιγάρα δεν είναι αμελητέος. Σε κάθε περίπτωση ζήτημα ενόχλησης μη καπνιστών από τον καπνό δεν τίθεται καν, ενώ ακόμα δεν υπάρχουν αναφορές περί παρενεργειών του καπνού. Εννοείται πως ο καπνός σε κάθε μορφή του κυριαρχεί σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους και ότι το διάταγμα της Αμαλίας δεν εφαρμόζεται στην πράξη.
Οταν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα αρχίζουν οι πρώτοι περιορισμοί του καπνίσματος στην Αμερική, στην Ελλάδα υποστηρίζουν ότι αυτοί δεν θα φέρουν κανένα αποτέλεσμα. Αντίθετα, οι ελληνικές κυβερνήσεις, «αξιοποιώντας» τις πρώτες έρευνες περί προβλημάτων υγείας που δημιουργεί το κάπνισμα, βρίσκουν στο τσιγάρο ένα νέο «πεδίο δόξης» για την άκρατη φορολόγησή του που κρατά μέχρι σήμερα. Ακόμα κι έτσι όμως, η περιορισμένη απαγόρευση του καπνίσματος έχει να κάνει περισσότερο με την ηθική παρά με τη δημόσια υγεία. Το 1905 εφημερίδα ζητάει την απαγόρευση πώλησης καπνού σε ανηλίκους, «όπως γίνεται στην Αμερική», αφού «η ηθική βλάβη οδηγεί στην αυθάδειαν, αν μη εις την τέλειαν αναισχυντίαν».
Χρειάζεται να περάσει μισός αιώνας από το διάταγμα της βασίλισσας Αμαλίας, να φτάσουμε στο 1908 και να συναντήσουμε την πρώτη απαγόρευση καπνίσματος σε δημόσια μέσα μεταφοράς, όπως τραμ και λεωφορεία, στα οποία τοποθετείται αντίστοιχη πινακίδα. Φυσικά, όπως και η προηγούμενη έτσι και η νυν απαγόρευση, μετά από μια ασθενική εφαρμογή της, γρήγορα ατονεί και σταδιακά γίνεται… καπνός μετά από συνεχή περιστατικά όπως το παρακάτω που καταγράφεται σε δημοσίευμα της εποχής: «-Απαγορεύεται; -Μάλιστα. -Και γιατί απαγορεύεται; -Γιατί έτσι λέει ο κανονισμός. Κοιτάξτε την επιγραφή. -Ωχ, δεν βαριέσαι, όλοι Ρωμιοί είμαστε, δεν πειράζει». Και σχολιάζει ο έξαλλος αρθρογράφος προτείνοντας δραστικότερα μέτρα για την τήρηση της απαγόρευσης: «Φεύγει και ο επιθεωρητής. Τι να κάμει όμως που δεν επιτρέπεται το σίδερο; Και όμως, έπρεπε να επιβάλλεται κάπου κάπου και το τελευταίο αυτό επιχείρημα επί των κεφαλών που δεν διορθώνονται με τον λόγον».
Συνέπειες στην υγεία
Την ίδια περίοδο ξεκινούν δημοσιεύματα που αναφέρονται στις συνέπειες του τσιγάρου στην υγεία του καπνιστή και τον εθισμό του σε αυτό: «Και τότε θα μάθουν ότι η δηλητηρίαση του καπνού επιταχύνει την αρτηριοσκλήρωσιν και ότι η ψευδοστηθάγχη των καπνιστών δύναται να μεταβληθεί εις πραγματικήν αλλοίωσιν και βλάβην ανεπανόρθωτον της καρδιάς. Θα ακούσουν και πολλά άλλα και θ’ αναχωρήσουν με την απόφαση να κόψουν το κάπνισμα. Αλλά όταν θα το επιχειρήσουν, θα ιδούν ότι έχουν μπλέξει με κακόν διάβολον, από τον οποίον δεν είναι εύκολον ν’ απαλλαγούν. Αμα παύσουν να καπνίζουν, θα περιπέσουν εις μιαν κατάστασιν πολύ δυσάρεστον, όχι μόνο δι’ αυτούς, αλλά και διά τους άλλους. Θα γίνουν νευρικοί, ανήσυχοι και ευερέθιστοι. Η έξις του καπνίσματος είναι από τας ισχυροτέρας και μάλλον επιμόνους, όχι τόσον διά την εξοικείωση του οργανισμού εις το δηλητήριον, όσον διότι το κάπνισμα είναι έξις πάσης στιγμής, αφού παντού εις πάσα στιγμήν καπνίζομεν. Ο νους επομένως θα είναι διηνεκώς εις το κάπνισμα και ανά πάσα στιγμήν το χέριν των θ’ αναζητεί αυτομάτως σιγαρέτα εις τα θυλάκια».
Μέχρι το 1950 οι νομοθετικοί περιορισμοί του καπνίσματος σε χώρους εργασίας γίνονται αποκλειστικά για λόγους ασφάλειας και προστασίας έναντι πιθανών πυρκαγιών και εκρήξεων. Από το 1950 μέχρι το 1980 οι απαγορεύσεις επεκτείνονται στους χώρους υγειονομικής περίθαλψης και εκπαίδευσης. Ετσι τοποθετούνται και οι κλασικές πινακίδες «Απαγορεύεται ΑΥΣΤΗΡΩΣ το κάπνισμα» που υπονοούν ότι σε αυτό τον χώρο η απαγόρευση δεν είναι τυπική αλλά ουσιαστική… Παράλληλα, υπάρχουν και οι πρώτες, δειλές, απαγορεύσεις καπνίσματος σε άλλους χώρους για λόγους προστασίας ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, η εφαρμογή των οποίων επαφίεται περισσότερο στην καλή πρόθεση των καπνιστών παρά στην αυστηρότητα του νόμου. Η νέα εργατική νομοθεσία ζητά από τις επιχειρήσεις εξασφάλιση εξαερισμού στους χώρους εργασίας για την προστασία των μη καπνιστών.
Στο Σύνταγμα του 1975 υπάρχει μια έμμεση αναφορά στα δικαιώματα των μη καπνιστών: «Ο καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων, το Σύνταγμα και τα χρηστά ήθη», η οποία όμως δεν εφαρμόζεται ποτέ στην πράξη. Με την είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ, το 1980, ενσωματώνεται τυπικά η περιοριστική νομοθεσία της, χωρίς όμως να εφαρμόζεται. Ο Ελληνας καπνιστής εφευρίσκει… πόρτες, παράθυρα και μπαλκονόπορτες ώστε να μην εφαρμόζει ή και να γελοιοποιεί τους υφιστάμενους περιοριστικούς νόμους, περιορίζοντας έτσι τα δικαιώματα των γύρω του. Από τη δεκαετία του ‘80 ξεκινά η απαγόρευση διαφήμισης προϊόντων καπνού αρχικά στην τηλεόραση και επεκτείνεται εν συνεχεία στα λοιπά ΜΜΕ. Τα τελευταία χρόνια έχουμε τα αποτρεπτικά μηνύματα και τις φωτογραφίες φρίκης πάνω στα πακέτα τσιγάρων. Και τελικά την καθολική απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους, του τελευταίου χρόνου, που δείχνει να εφαρμόζεται και να δικαιώνει εκείνο το πρώτο διάταγμα του 1858…
Ηθικός ξεπεσμός για τις γυναίκες
«…διότι την εξομοίωνε προς τας γυναίκας της κατωτάτης υποστάθμης και της εσχάτης αναισχυντίας»
Το πρώτο μισό του 20ού αιώνα οι λιγοστές απαγορεύσεις του καπνίσματος έχουν να κάνουν περισσότερο με την πυρασφάλεια και λιγότερο με τη δημοσία υγεία. Μια άλλη, κορυφαία, διάσταση του ζητήματος είναι η ηθική. Το κάπνισμα θεωρείται ανδρική υπόθεση με αποτέλεσμα το τσιγάρο σε γυναικεία χείλη να θεωρείται ηθικός ξεπεσμός: «Εως προ ολίγων ετών, το κάπνισμα υπεβίβαζεν ηθικώς και κοινωνικώς την γυναίκα, εις την Ελλάδαν τουλάχιστον, διότι την εξομοίωνε προς τας γυναίκας της κατωτάτης υποστάθμης και της εσχάτης αναισχυντίας. Ούτω δε μόνο γραίαι τινές, μη φοβούμεναι τοιούτον κίνδυνον, απετόλμων να καπνίζουν. Αφού ο συρμός ανέλαβε να το επιβάλη, ουδείς δύναται να το αναχαιτίση. Θα καπνίσουν και αι γυναίκες αίτινες επαιτούν εις τας γωνίας των οδών. Θα παραστήσετε εις τας γυναίκας ότι ο καπνός είναι δηλητήριον, το οποίον καταστρέφει τον στόμαχον και φέρει μεγάλας βλάβας εις τα αγγεία της κυκλοφορίας. Αλλ’ εις μάτην θα κοπιάσετε. Μήπως οι γυναίκες δεν γνωρίζουν τας βλάβας του κορσέ; (…) Το κάπνισμα φέρει μεταξύ άλλων και ταχυκαρδίαν. Και ούτω οι ερασταί θα βεβαιούνται ότι η ερωμένη των έχει καρδίαν και παλμούς».
Μετά τα σχόλια ακολουθεί η δημόσια διαπόμπευση των καπνιστριών: «Ενας εκ των ανθρώπων τούτων εγευμάτιζε μαζί μου. -Τι αναίδεια! είπε παρατηρών την καπνίζουσαν νεαράν γυναίκα. Αλλά τέτοιον άνδρα που έχει… Τον βλέπεις; Την παρατηρεί και γελά. -Τι ήθελες; Να την δείρη; -Θα ήθελα να ντρέπεται τουλάχιστον αυτός, αφού η γυναίκα του δεν ντρέπεται. -Μα είναι σύζυγος εν πρώτοις; -Το ξέρω. Αλλιώτικα δεν θάλεγα τίποτε. Αν ήτο καμμία παστρική, δεν θα μου έκανε εντύπωση το πράγμα. Εις αυτές δεν έχει να προσθέση τίποτε το κάπνισμα. -Βέβαια, είπα γελών, παστρικός ουρανός αστραπές δεν φοβάται. Μα, τέλος πάντων, λίγο αργά θυμήθηκες ν’ αγανακτής για το κάπνισμα των γυναικών. Σήμερον καπνίζουν τόσες και τόσες. Είναι μόδα. Μα το κάπνισμα δεν είναι τίποτα νέον. Είναι παλαιά και χαρακτηριστική συνήθεια η οποία φέρει βαθιά την σφραγίδα της ηθικής καταπτώσεως της γυναικός».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου