Πρώτη φορά γίνεται λόγος περί «πόθεν έσχες» στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα από τον Χαρίλαο Τρικούπη. Ο κορυφαίος πολιτικός θέτει το ζήτημα, αλλά οι αντιδράσεις των συναδέλφων του τον αναγκάζουν σε άτακτη υποχώρηση. Αλλωστε, «πόθεν έσχες» του ίδιου αποτελεί η διάφανη οικονομική ζωή του, αφού, παρότι καταλαμβάνει κορυφαία πολιτειακά αξιώματα, τα τελευταία χρόνια της ζωής του πουλά όλη τη μεγάλη ακίνητη περιουσία του πατέρα του και πεθαίνει πάμφτωχος στο νοίκι. Τον Ιανουάριο του 1910 ο διαπρεπής νομικός και βουλευτής της εποχής Νικόλαος Δημητρακόπουλος δημοσιεύει μελέτη για το «πόθεν έσχες» στο περιοδικό «Δίκαιον».
Οι τραγικές συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής, η απαξίωση θεσμών, πολιτικής και πολιτικών επαναφέρουν το ζήτημα στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, αφού ο κόσμος απαιτεί πλέον αποδείξεις εντιμότητας των κυβερνώντων.
Τον Σεπτέμβριο του 1927 ψηφίζεται το Σύνταγμα της Α’ Ελληνικής Δημοκρατίας και ο νόμος περί ευθύνης υπουργών και τρεις μήνες μετά, στις 2 Δεκεμβρίου, υποβάλλεται από τους βουλευτές Φώτη Μοσχούλα και Ρούσο Κούνδουρο (Μεσσήνιος και Κρητικός, αντίστοιχα) πρόταση νόμου για τη θέσπιση του «πόθεν έσχες» των δημόσιων λειτουργών. Ο Μοσχούλας αναφέρει, αναπτύσσοντας την εισηγητική έκθεση: «Σημαία, λάβαρον, έμβλημα εις τας χείρας ημών των αντιπροσώπων του Λαού, οίτινες πρώτοι θα κύψωμεν υπό τον έλεγχον του Νόμου, εάν κυρώσητε τούτο, έστω, το “πόθεν έσχες”, έστω και γένοιτο το Ευαγγέλιον της αναζωογονήσεως, της αναζωπυρώσεως, της τενώσεως και της εξυψώσεως του καταπεσόντος φρονήματος του ελληνικού λαού, διά της αποκαλύψεως παντός εκμεταλλευτού και νοσφιστού του δημοσίου χρήματος, του χρήματος το οποίον είναι ο ιδρώς του πεινώντος ελληνικού λαού. Εκ της εισηγητικής εκθέσεως του Νομοσχεδίου και των διατάξεων αυτού θα δικαιολογήσετε την σπουδαιότητα και το επίκαιρον του μέτρου και εκ της γνώμης υμών ην θα μορφώσητε και εκ της αποφάσεως ην θα λάβητε, θα εξαρτηθή η σωτηρία ή μη της Πατρίδος».
Στην προσπάθειά του να πείσει τους βουλευτές για την αναγκαιότητα ψήφισης της πρότασης νόμου, ποντάρει μέχρι και στην υστεροφημία τους: «…οι μεταγενέστεροι θαυμαστές του μεγάλου υμών έργου θα εντειχίσωση πλάκα εντός της αιθούσης ταύτης, εν οι θα χαράξωσι χρυσοί γράμμασι τα ονόματα υμών ότι υπήρξατε άξιοι της πατρίδος».
Ο βουλευτής του κόμματος των Φιλελευθέρων Ρούσος Κούνδουρος, που τον ακολουθεί στο βήμα της Βουλής, επεκτείνει στο παρελθόν την ισχύ του νόμου ζητώντας να εξετασθεί η περιουσιακή κατάσταση όσων πολιτεύτηκαν και ανέλαβαν κυβερνητικές θέσεις από το 1914 μέχρι τότε. Ομως, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των δύο βουλευτών, η πλάκα με χρυσά γράμματα δεν χρειάζεται τελικά να εντοιχιστεί στο Κοινοβούλιο, αφού οι βουλευτές δεν υπερψηφίζουν ποτέ την πρόταση… Ο Μοσχούλας επαναφέρει, έμμεσα αυτή τη φορά, το θέμα τον Φεβρουάριο του 1928 στη συζήτηση για τα φορολογικά μέτρα της κυβέρνησης Ζαΐμη, αλλά πάλι χωρίς αποτέλεσμα.
Το 1931 η προσπάθεια νομοθετικής κατοχύρωσης του «πόθεν έσχες» από την κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου αποβαίνει άκαρπη. Το ζήτημα εντάσσεται πλέον στην κομματική ρητορική του Μεσοπολέμου. Ο Βενιζέλος το επαναφέρει το 1933, αυτή τη φορά από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η κυβέρνηση Τσαλδάρη συμφωνεί, αλλά ζητά κατάθεση πρότασης από την αντιπολίτευση, εν συνεχεία το θέμα παραπέμπεται «προς επεξεργασίαν σε επιτροπήν» και έκτοτε αγνοείται η τύχη του…
Το ζήτημα επαναφέρει το 1960 η κυβέρνηση της ΕΡΕ, αλλά ο Τύπος κρατά μικρό καλάθι: «Δεν γίνεται τώρα διά πρώτην φοράν λόγος περί της αρχής αυτής. Πλειστάκις κατά την τελευταία τεσσαρακονταετία υπεσχέθησαν την εφαρμογήν της διάφοροι πολιτικοί. Αι υποσχέσεις των όμως ουδέποτε επραγματοποιήθησαν. Η αρχή του “πόθεν έσχες” πρέπει να αντιμετωπίσει το ζήτημα του αθέμιτου πλουτισμού από την ευρύτερη πλευρά της απιστίας προς το Δημόσιον. Διότι αι περισσότεραι παράνομοι περιουσίαι δεν σχηματίζονται διά κλοπής του δημοσίου χρήματος. Σχηματίζονται διά πλαγίας εκμεταλλεύσεως της εξουσίας, δηλαδή διά προμηθειών, κερδοσκοπικής χρησιμοποιήσεως κρατικών μυστικών, δωροδοκιών και παντοίων άλλων μεθόδων».
Χρειάζεται να φτάσουμε στον Αύγουστο του 1964 για να ψηφίσει τελικά η Βουλή τον νόμο «Περί προστασίας της τιμής του πολιτικού κόσμου της χώρας» που φέρνει ο βουλευτής Χανίων και υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης της Ενωσης Κέντρου Πολυχρόνης Πολυχρονίδης. Στο άρθρο 5 του νόμου 4351/1964 αναφέρονται για πρώτη φορά ως ποινικά αδικήματα: «…η αθέμιτος κτήσις περιουσιακού οφέλους (κατά τη διάρκεια άσκησης των καθηκόντων τους), η παράλειψη υποβολής δήλωσης ή και η υποβολή εν γνώσει ανακριβούς δηλώσεως». Για τους παραβάτες ο νόμος προβλέπει βαριές ποινές, όπως φυλάκιση, δήμευση περιουσιών, έκπτωση από το αξίωμά τους, χρηματικές ποινές, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, ενώ μετά τον θάνατο του πολιτικού τα μη δηλωθέντα περνούν στο Ελληνικό Δημόσιο και όχι στους κληρονόμους.
Η απόρριψη του σχεδίου Ατσεσον για το Κυπριακό, οι αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο κοινότητες και οι τουρκικοί βομβαρδισμοί στη Μεγαλόνησο, εκείνον τον Αύγουστο, μονοπωλούν τη θεματολογία των εφημερίδων και έτσι δεν δίνεται το ανάλογο βάρος στις τεράστιες αλλαγές που φέρει η ψήφιση του «πόθεν έσχες». Σε χρονογράφημά του, με τίτλο «Προς Ποθενέσχοντα», ο Δημήτρης Ψαθάς απευθύνεται στον πολιτικό κ. Μακροχέρη: «Αυτό που λένε ότι ζημιώσατε το Δημόσιο είναι μια κακοήθεια σωστή. Γιατί, ποιος είναι το Δημόσιο; Είναι κανένας άνθρωπος που να το νιώσει ότι ζημιώθηκε; Ενα αφηρημένο πράγμα είναι το Δημόσιο, που άλλωστε ποτέ δεν μένει χωρίς λεφτά, αφού υπάρχει από πίσω ένας ολόκληρος λαός που το πληρώνει και έχει τον κορβανά του συνεχώς γεμάτο χρήμα. Να μη συγχυζόσαστε λοιπόν, αγαπητέ μου, και μη χαλάτε την καρδιά σας».
Σύνδεσμος «Πόθεν Εσχες» και εφημερίδα «Καμπάνα»
Οπως και σε άλλα ζητήματα, όταν δεν καταφέρνουν να λύσουν τα προβλήματα οι πολιτικοί, ασχολούνται μ’ αυτά οι στρατιωτικοί… Ετσι, τον Σεπτέμβριο του 1924 εγκρίνεται το καταστατικό του Συνδέσμου «Πόθεν Εσχες», ο οποίος στη διακήρυξή του αναφέρει: «Μόνο ο συνασπισμός όλων των εντίμων ανθρώπων δύναται να πνίξη το τέρας αυτό των καταχρήσεων, της αισχροκερδείας και της λαιμαργίας το οποίο απειλεί να ρουφήξη το αίμα του ελληνικού λαού. Χρειάζεται όμως σύστημα και εργασία διά να πετύχη ο σκοπός του συνδέσμου. Και χρειάζεται ακόμη επιμονή άφταστος, διότι βέβαια όλοι οι σχηματίσαντες εκατομμύρια επί εκατομμυρίων εις βάρος του δημοσίου ταμείου και της δημόσιας οικονομίας δεν είχον την ηλιθιότητα να τα τοποθετήσουν εις ελληνικάς τράπεζας και εις το εσωτερικόν».
Πίσω από τις βαρύγδουπες διακηρύξεις και καταγγελίες του Συνδέσμου κρύβεται ο επίτιμος πρόεδρός του, συνταγματάρχης Δημήτρης Πετροπουλάκης, που τον χρησιμοποιεί ως όχημα παρέμβασης στα πολιτικά πράγματα. Ο Πετροπουλάκης αξιοποιεί τη δύναμη του Τύπου στέλνοντας συνεχώς επιστολές στις εφημερίδες σχολιάζοντας τα πολιτικά δρώμενα, ενώ στο τέλος του 1924 εκδίδει την εφημερίδα του Συνδέσμου με το χαρακτηριστικό όνομα «Καμπάνα». Υπερτιμώντας μάλιστα τη δύναμή του, εξαγγέλλει με πύρινες ανακοινώσεις συλλαλητήριο για τις 27 Σεπτεμβρίου 1925, που, σύμφωνα με τις προσδοκίες του, θα είναι «…πρωτοφανές εις την Ιστορίαν» ενώ χαρακτηρίζεται ως «δεύτερη Ανάστασις». Παρότι «χτυπά» και γράφει γι’ αυτό η «Καμπάνα» και προπαγανδίζει με συνεχείς ανακοινώσεις του στις εφημερίδες ο ίδιος, η συγκέντρωση σημειώνει παταγώδη αποτυχία, μη απογοητεύοντας όμως τον εμπνευστή της.
Παρότι δεν συμμετέχει ποτέ σε εκλογική διαδικασία, ζητά από τους υποψήφιους ψηφοφόρους του να ρίξουν στην κάλπη των προεδρικών εκλογών, που γίνονται τον Απρίλιο του 1926 με μοναδικό υποψήφιο τον δικτάτορα Θεόδωρο Πάγκαλο, ψηφοδέλτιο όπου θα γράψουν το όνομα του Συνδέσμου: «…συνιστώ εις τον λαόν να προσέλθη εις τας κάλπας και έκαστος εις το δελτίον του να γράψει Πόθεν Εσχες. Η σημασία των δύο τούτων λέξεων και η έννοια της πράξεως ταύτης είναι αντιληπτή εις πάντας».
Οι ασαφείς σκοποί του Συνδέσμου και η κόπωση του ιδρυτή του ατονούν σταδιακά τη δραστηριότητά του με αποτέλεσμα, όταν το ζήτημα φτάνει στη Βουλή, αυτός να μην υφίσταται…
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής