Η Ροζίνα Ασσέρ-Πάρδο ήταν από τις ελάχιστες επιζήσασες του Ολοκαυτώματος και άφησε, την περασμένη Δευτέρα, την τελευταία πνοή της, σε ηλικία 87 ετών. Για 548 ημέρες κρατούσε ημερολόγιο ούσα κρυμμένη -μαζί με την οικογένειά της- σε πολυκατοικία στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, «κάτω από τη μύτη» της Γκεστάπο. Η ιστορία της θα μπορούσε να αποτελέσει σενάριο για κινηματογραφική ταινία, ενώ σελίδες από το ημερολόγιό της έχουν μεταφερθεί στο αναγνωστικό της Γ’ τάξης του Δημοτικού.
Παιδικά χρόνια
«Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη το 1933. Από γονείς ευκατάστατους. Μεγάλωσα στην πλατεία Αριστοτέλους. Εκεί παίζαμε παιδιά και βλέπαμε τα έργα στον κινηματογράφο, τα καλοκαιρινά βράδια. Πήγα στο σχολείο “Βαλαγιάννη”, το οποίο ήταν μόνο για κορίτσια. Οι συμμαθήτριές μου δεν με ξεχνούσαν, γιατί αναγκάστηκα να διακόψω τη φοίτησή μου στο σχολείο, επειδή -άκουσον άκουσον- μας το απαγόρευσαν οι ναζί». Με αυτά τα λόγια η Ροζίνα Ασσέρ-Πάρδο άρχισε τη συνέντευξή της τον Σεπτέμβριο του 2016, στο πλαίσιο του προγράμματος «Μνήμες από την Κατοχή στην Ελλάδα».
Η οικογένεια του Χαΐμ και της Ευγενίας Πάρδο, με τις τρεις κόρες τους, Λιλή, Ροζίνα και Ντενίζ, κατοικούσε στο κέντρο της προπολεμικής Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα στην οδό Τσιμισκή 35. Ο πατέρας ήταν έμπορος και το μαγαζί του ήταν απέναντι από το σπίτι. Η ζωή μέχρι την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου κυλούσε ήσυχα. «Στη διπλανή πολυκατοικία, αλλά στο ίδιο επίπεδο ορόφων, έμενε η γνωστή οικογένεια Νεγρεπόντη. Είχαν μία κόρη στην ηλικία μου, τη Μαρία, που παίζαμε πολύ μαζί. Οταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, άρχισαν οι βομβαρδισμοί των Ιταλών. Κρυβόμασταν για να σωθούμε στο υπόγειο της οικοδομής. Μία μέρα κατέρριψαν ένα αεροπλάνο, βομβαρδιστικό των Ιταλών, και έπεσε ο πιλότος με αλεξίπτωτο στην ταράτσα του σπιτιού μας! Τον κατέβασαν λαβωμένο ή πεθαμένο, δεν το θυμάμαι, από τη σκάλα του σπιτιού μας. Ηταν η πρώτη επαφή που είχα με τον θάνατο», είχε θυμηθεί.
Οι Γερμανοί
Οι πρώτες ανησυχίες άρχισαν με την είσοδο των Γερμανών στην πόλη την 9η Απριλίου 1941, όταν ήταν μόλις οκτώ ετών. «Εκείνο το βράδυ δεν κοιμηθήκαμε. Είχαμε κλείσει τα παραθυρόφυλλα και δεν ξέραμε τι θα συμβεί. Οι Γερμανοί άρχισαν σιγά σιγά να μας κάνουν τη ζωή δύσκολη. Σε όλους τους Θεσσαλονικείς. Αλλά περισσότερο σ’ εμάς, τους Εβραίους. Αφήσαμε το σπίτι μας, με όλα τα καλά του, στη Γερμανίδα με τον Τούρκο και τα δύο παιδιά τους, γιατί μας το είχαν επιτάξει. Οπως έλεγαν και απ’ ό,τι θυμάμαι έτσι ήταν, ο Τούρκος ήταν κατάσκοπος των Γερμανών και είχαν και δύο παιδιά, τον Χανς και την Αννίτα. Ως παιδιά της Τσιμισκή, παίζαμε μαζί τους. Δεν κάναμε διαχωρισμό. Ομως, όταν φύγαμε, άρχισαν να γελάνε εις βάρος μας, γιατί είχαν πάρει όλα τα υπάρχοντά μας», είχε πει.
Οι Γερμανοί συνέχιζαν την πίεση προς τους Εβραίους, αναγκάζοντάς τους αρχικά να φορούν «κονκάρδες» με το κίτρινο άστρο αλλά και να εργάζονται σε καταναγκαστικά έργα. Ενα Σάββατο, κλήθηκαν όλοι οι Εβραίοι της πόλης από 18 έως 45 ετών να παρουσιαστούν στην πλατεία Ελευθερίας. Τους είχαν όλη την ημέρα όρθιους, κάτω από τον καυτό ήλιο, χωρίς καπέλο. Ηθελαν να τους χρησιμοποιήσουν σε καταναγκαστικά έργα στον σιδηροδρομικό σταθμό, κατά τη διάρκεια των οποίων εκατοντάδες άτομα θα έχαναν τη ζωή τους. Ξεκίνησε και ο πατέρας της να παρουσιαστεί. Μόλις είδε την εικόνα, έφυγε από το σημείο και γύρισε στην οικογένειά του, με κίνδυνο να συλληφθεί και να τουφεκιστεί. Λίγη ώρα αργότερα, δόθηκε η εντολή όσοι δεν είχαν παρουσιαστεί να το έκαναν την επόμενη Δευτέρα. Ο Χαΐμ Πάρδο πήγε στην πλατεία Ελευθερίας και τότε εμφανίστηκε ο φίλος του γιατρός Γιώργος Καρακώτσος, ο οποίος έδωσε βεβαίωση στον Γερμανό αξιωματικό ότι ο Πάρδο έπασχε από την καρδιά του και δεν θα μπορούσε να δουλέψει. Ετσι, τον γλίτωσε. Ο Γιώργος Καρακώτσος και η σύζυγός του, Φαίδρα, θα εξελίσσονταν σε πραγματικούς σωτήρες για την οικογένεια Πάρδο.
Γκέτο, απόδραση
Το 1943 και σε ηλικία μόλις δέκα ετών, η Ροζίνα και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς της αναγκάστηκαν να ζήσουν σε γκέτο για τους Εβραίους, που βρισκόταν στα ανατολικά του αστικού ιστού της Θεσσαλονίκης. «Μας έκλεισαν στο γκέτο. Ηταν το γκέτο των Εξοχών. Η Θεσσαλονίκη είχε δύο, ένα στις Εξοχές και ένα στον Βαρδάρη, που ήταν κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό. Μας πήγαν εκεί με δικά μας έξοδα, γιατί οι ναζί δεν ξόδευαν τίποτε για μας. Μόνο μας έπαιρναν. Ηταν κάτι σπιτάκια που είχε χτίσει ο πατέρας μου. Και εκεί, πέρα από φόβο και τρόμο, φτιάξαμε καταφύγιο από μπετόν. Τέλος πάντων, δεν έπεσαν βόμβες, εκείνη την εποχή, σε αυτήν την περιοχή. Βέβαια, έπεσαν στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Γκρεμίστηκε το κτίριο του ταχυδρομείου, που ήταν ακριβώς απέναντί μας», είχε αναφέρει.
Με την κατάσταση να βαίνει από το κακό στο χειρότερο, οι γονείς της Ροζίνας αποφάσισαν να ρισκάρουν. Η οικογένεια θα δραπέτευε… τμηματικά από το γκέτο και θα κρυβόταν στο σπίτι της χριστιανικής οικογένειας Καρακώτσου, στην οδό Τσιμισκή 133. Μόλις 350 μέτρα πιο κάτω, στον αριθμό 72 της ίδιας οδού, βρισκόταν τα κεντρικά γραφεία της Γκεστάπο στη Θεσσαλονίκη! Αποτέλεσε τη μοναδική εβραϊκή οικογένεια που κρύφτηκε στο κέντρο της πόλης!
«Ηταν Παρασκευή 9 Απριλίου όταν η μητέρα μου μου έβγαλε από το πέτο το αστέρι του Δαβίδ, μου έδωσε τη μικρή μου αδελφή στο χέρι και μου έδειξε ένα μονοπάτι που δεν φυλαγόταν από τους πολιτοφύλακες ή τους χωροφύλακες για να φύγουμε από το γκέτο. Ημασταν ολομόναχες στον δρόμο. Η μικρή δεν έχυσε δάκρυ. Εγώ έκανα την ατάραχη. Μας είχαν πει ότι μία κυρία θα μας περίμενε στο τέρμα της λεωφόρου Στρατού. Η κυρία Φαίδρα, όταν μας είδε, μας άλλαξε αμέσως τα ονόματα. Εδωσε στη μικρή το όνομα Νίτσα κι εμένα μου είπε: “Εσένα θα σε λένε Ρούλα”. Μας πήρε στο σπίτι της. Το πρώτο βράδυ ήρθαν οι γονείς μου μεταμφιεσμένοι -λίγο μετά τη μεγάλη αδελφή μου- και είπαν ότι θα φεύγαμε. Αλλά πώς να φύγεις με δύο παιδιά ανήλικα και μία έφηβη; Δεν έβγαινε κανένας μας», είχε πει το 2011 σε συνέντευξη στο tvxs.gr.
Παρ’ ολίγον σύλληψη
«Ημασταν πέντε άτομα. Η μάνα μου και ο πατέρας μου σε ένα κρεβάτι, εγώ και η Λιλή σε άλλο και στο παιδικό η Ντενίζ. Ψάχναμε να βρούμε ασχολίες, για να μπορέσουμε να ζήσουμε κρυμμένοι. Δεν ξέραμε πόσο θα κρατούσε αυτό. Ετσι, άρχισα να κρατάω ημερολόγιο. Ο πατέρας μου μελετούσε ό,τι βιβλία έβρισκε μέσα στο σπίτι, η μητέρα μου μαγείρευε για μας και για τους Καρακώτσους, η Λιλή έπλεκε και τα μικρότερα παιδιά ανεβαίναμε στην ταράτσα να αναπνεύσουμε καθαρό αέρα. Μία μέρα ήρθαν Γερμανοί να επιτάξουν το σπίτι του Γιώργου Καρακώτσου. Χτύπησαν την πόρτα και η οικιακή βοηθός της οικογένειας, η Μαρία, απάντησε: “Δεν μπορώ να ανοίξω. Δεν είναι η κυρία μου εδώ”. Οι Γερμανοί δεν έδειξαν να πτοούνται: “Ανοιξε, αλλιώς θα σε σκοτώσουμε”.
Ο πατέρας μου κλείδωσε την πόρτα του δωματίου όπου ήμασταν και κρυφτήκαμε μέσα στην ντουλάπα. Η μάνα μου και η Λιλή πίσω από ένα παντζούρι στην κουζίνα. Η Ντενίζ δεν ήταν στο σπίτι. Ηταν η μέρα που βγήκε βόλτα. Ηρθαν οι Γερμανοί έξω από την πόρτα του δωματίου μας. Κι είδαν ότι ήταν κλειδωμένη από μέσα. Υποψιάστηκαν… Δεν ξέρω τι είπε η υπηρέτρια και έφυγαν. Υποθέσαμε ότι θα ξανάρχονταν για να μας πιάσουν. Αλλά κάτι συνέβη και δεν ήρθαν», θυμόταν.
Η Ροζίνα Ασσέρ-Πάρδο είχε κάνει ιδιαίτερη αναφορά στη βοήθεια που τους παρείχε ένας Γερμανός ονόματι Βάλτερ, ο οποίος εργαζόταν στην Γκεστάπο και κάθε φορά που γινόταν μπλόκο στη γειτονιά τούς ειδοποιούσε. Εφέρετο να ήταν φίλος του Καρακώτσου, ο οποίος γνώριζε για τη φιλοξενία φιλικής οικογένειας στο διαμέρισμα, όχι όμως ότι είναι Εβραίοι. Τα ίχνη του χάθηκαν, καθώς λίγο πριν από την απελευθέρωση πήρε μετάθεση για το ανατολικό μέτωπο.
Ελευθερία
Τέλη Οκτωβρίου 1944, η Θεσσαλονίκη είναι και πάλι ελεύθερη. «Βγήκα στον δρόμο σαν τρελή. Και πήγα να συναντήσω τη φίλη μου τη Μαρία, στην Τσιμισκή 33. Ομως, δεν ήταν εκεί. Με δέχτηκε η μητέρα της, η οποία δεν πίστευε στα μάτια της ότι υπήρχα ακόμα και ξαναέφυγα. Τότε ένας γείτονας με αναγνώρισε και με φώναξε “Παρδάκι”! Τρόμαξα τόσο πολύ που γύρισα στην Τσιμισκή 133 τρέχοντας. Μου είχε μείνει ο φόβος μη με αναγνωρίσουν. Μετά από κει βγήκαμε. Δεν ξέρω ποια μέρα ήταν. Φύγαμε από το σπίτι των Καρακώτσων και είχαμε πέντε βαλίτσες. Ηταν όλα τα υπάρχοντά μας. Νοικιάσαμε ένα σπίτι στην Αγία Σοφία. Και το πρώτο μας ελεύθερο γεύμα ως μικρή οικογένεια ήταν πάνω στις πέντε βαλίτσες. Ημασταν πρόσφυγες στην ίδια μας την πόλη», ανέφερε.
Το ημερολόγιο που έγινε βιβλίο
Το ημερολόγιο της Ροζίνα Ασσέρ-Πάρδο ονομάστηκε «548 ημέρες με άλλο όνομα» και κυκλοφόρησε ως βιβλίο το 1998. Στο ημερολόγιο αποτυπώθηκε το κυρίαρχο αίσθημα του φόβου, της αποκάλυψης και της σύλληψης. Στόχος της, όπως έλεγε, ήταν «να μάθουν τα παιδιά μου και οι άλλοι της γενιάς τους ότι τα χρόνια 1940-1945, χρόνια πολέμου και κατατρεγμού, με σημάδεψαν στην ψυχή και τον νου».
Από φόβο μήπως το τετράδιό της έπεφτε στα χέρια των Γερμανών και γινόταν η αιτία να προδοθούν η ίδια και η οικογένειά της, δεν ανέφερε πουθενά το αληθινό της όνομα. Ο φόβος είχε γίνει πια δεύτερη φύση της, όπως συνήθιζε να λέει η ίδια…
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής