Για την ιστορία, πρέπει να πούμε ότι, σύμφωνα με την απόφαση της κυβέρνησης, η πολιτοφυλακή του ΕΑΜ θα έπρεπε να παραδώσει τα όπλα στα τμήματα της εθνοφυλακής που σχηματίστηκαν μετά την επιστράτευση των κληρωτών της κλάσης του 1936. Ομως αυτή αρνήθηκε να παραδώσει τα όπλα, οπότε η κατάσταση κατέστη ιδιαίτερα επικίνδυνη. Η κυβέρνηση δεν μπορούσε να ανεχθεί μια τέτοια κατάσταση διότι δεν εκτελούνταν οι αποφάσεις της. Προς αντιμετώπιση του ζητήματος που ανέκυψε, ο πρωθυπουργός κάλεσε σε σύσκεψη τους υπουργούς που δεν ανήκαν στην ΕΑΜική παράταξη.
Στη σύσκεψη αυτή αποφασίστηκε να υπογράψουν όλοι οι υπουργοί από-φαση του Υπουργικού Συμβουλίου που διέταζε την ΕΑΜική πολιτοφυλακή να παραδώσει τα πάντα στην εθνοφυλακή.
Την απόφαση αυτή ο πρωθυπουργός την έστειλε να την υπογράψουν και οι 6 υπουργοί που προέρχονταν από την παράταξη του ΕΑΜ, λέγοντάς τους ότι ήταν ζήτημα εμπιστοσύνης για την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας.
Βέβαια, την απόφαση αυτή δεν την υπέγραψαν οι ΕΑΜικοί υπουργοί της κυβέρνησης και κατόπιν τούτου υπέβαλαν την παραίτησή τους. Ετσι ξέσπασε και τυπικά η κρίση. Μετά την παραίτηση των 6 υπουργών που προέρχονταν από τον πολιτικό χώρο του ΕΑΜ, ο Γεώργιος Παπανδρέου συγκάλεσε το Υπουργικό Συμβούλιο για συμπλήρωση των κενών θέσεων και λήψη αποφάσεων προς αντιμετώπιση της κατάστασης, η οποία είχε φτάσει σε πολύ άσχημο σημείο.
Ολοι οι υπουργοί συμφώνησαν με την εισήγηση του πρωθυπουργού, ενέκριναν την πολιτική του και εκδήλωσαν την αλληλεγγύη τους προς το πρόσωπο του προέδρου της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας. Παράλληλα, στο Υπουργικό Συμβούλιο ενημερώθηκαν ότι το ΕΑΜ αποφάσισε τα εξής:
1) Την οργάνωση συλλαλητηρίου στην Αθήνα για τις 3 Δεκεμβρίου 1944.
2) Την κήρυξη γενικής απεργίας για τη Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 1944.
3) Την αναβίωση της πολιτικής επιτροπής του ΕΛΑΣ.
4) Την έναρξη επαναστατικών ενεργειών.
Βαρδής Βαρδινογιάννης: Έφυγε ο «δημιουργός» μιας επιχειρηματικής αυτοκρατορίας
Ολα αυτά ανησύχησαν πάρα πολύ τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, αλλά κανένας δεν πτοήθηκε και όλοι έμειναν σύμφωνοι να συμπαρασταθούν στις αποφάσεις και τις ενέργειες του πρωθυπουργού.
Σ’ αυτό το Υπουργικό Συμβούλιο αποφασίστηκε, επίσης, να απαγορευτεί το συλλαλητήριο, διότι υπήρχε κίνδυνος να δημιουργηθούν επεισόδια και να κλονιστεί η έννομη τάξη.
Παρά την απαγόρευση, το συλλαλητήριο έγινε. Πρέπει εδώ να πούμε ότι ο Σκόμπι (αρχηγός των αγγλικών δυνάμεων στην Ελλάδα) είχε διαβεβαιώσει την κυβέρνηση ότι θα λάμβανε όλα τα μέτρα ώστε να μην πραγματοποιηθεί το συλλαλητήριο. Τελικά, το συλλαλητήριο έγινε και τα αγγλικά τεθωρακισμένα παρακολουθούσαν τους διαδηλωτές χωρίς να τους εμποδίσουν. Η κατάσταση ήταν ανεξέλεγκτη και σε κάποια φάση άρχισαν οι οδομαχίες μέσα στο κέντρο της Αθήνας. Μάλιστα, λίγο πιο πέρα από το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεττανία», οι ένοικοι παρακολούθησαν συμπλοκές διαδηλωτών και αστυνομικών. Αποτέλεσμα των συμπλοκών αυτών ήταν να φονευτούν 5 – 6 άτομα και να τραυματιστούν πάρα πολλοί. Τέτοια επεισόδια και συμπλοκές έγιναν και σε άλλα σημεία, με αποτέλεσμα να φονευτούν την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 1944, ημέρα του συλλαλητηρίου, περίπου 28 άτομα, ενώ παράλληλα τραυματίστηκαν πολλές δεκάδες και από τις δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις.
Μετά τα αιματηρά γεγονότα της 3ης Δεκεμβρίου 1944 και τους 28 νεκρούς στην περιοχή των Αθηνών, η κατάσταση ήταν ανεξέλεγκτη και κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα γινόταν την επόμενη ημέρα. Ολοι ήσαν απογοητευμένοι μηδέ εξαιρουμένων και των μελών της Εθνικής Κυβέρνησης. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης, εγκατέλειψε την οικία του και εγκαταστάθηκε και αυτός στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεττανία», όπου είχαν εγκατασταθεί όλοι οι υπουργοί της Εθνικής Κυβέρνησης.
Πρέπει, επίσης, να τονίσουμε ότι αυτά τα γεγονότα είχαν επηρεάσει πολύ τον πρωθυπουργό, ο οποίος ήταν απογοητευμένος και βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, χωρίς διάθεση να πάρει αποφάσεις.
Εν τω μεταξύ, την επομένη του συλλαλητηρίου έγινε και άλλο συλλαλητήριο, με αφορμή την κηδεία των φονευθέντων κομμουνιστών και με συνθήματα όπως «θάνατος στον Παπανδρέου». Η όλη κατάσταση είχε θορυβήσει τους υπουργούς της κυβέρνησης και ειδικότερα τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ο ο-ποίος είχε διαπιστώσει μια κάποια αδράνεια εκ μέρους του πρωθυπουργού, που έδειχνε αμηχανία και αδυναμία να πάρει μέτρα για να αντιμετωπίσει την έκρυθμη κατάσταση.
Σύντομα διαδόθηκε ότι επρόκειτο να παραιτηθεί ο Γεώργιος Παπανδρέου και ότι οι Αγγλοι ετοίμαζαν για πρωθυπουργό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη. Ο Σοφούλης συνάντησε δυσκολίες στο σχηματισμό κυβέρνησης και έτσι άρχισε να επαναδραστηριοποιείται ο Γεώργιος Παπανδρέου.
Λέγεται ότι ήταν ο Λίπερ, πρεσβευτής της Αγγλίας στην Ελλάδα, που ή-θελε να αντικαταστήσει τον Γεώργιο Παπανδρέου με τον Θεμιστοκλή Σοφούλη. Ομως ο Τσόρτσιλ είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στον Ελληνα πρωθυπουργό και όταν ο Λίπερ τού είπε να τον αντικαταστήσει, ο Βρετανός πρωθυπουργός του απάντησε ως εξής: «Θέλω τον Παπανδρέου εις το πηδάλιο και θα του δώσω την πλήρη και ανεπιφύλακτον υποστήριξή μου».
Επειτα από αυτά τα λόγια, ο Γεώργιος Παπανδρέου άλλαξε τελείως στάση και άρχισε να επιδεικνύει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τις εξελίξεις.
Η κατάσταση, όμως, δεν ήταν καθόλου καλή. Εάν εξαιρέσει κανείς το κέντρο της Αθήνας, γύρω από τη «Μεγάλη Βρεττανία», η υπόλοιπη περιοχή των Αθηνών, αλλά και ολόκληρη η Ελλάδα ελέγχονταν από το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ.
Η θέση και η στάση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου είχε παίξει σημαντικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου με τους εκπροσώπους του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ κατά την περίοδο προ των Δεκεμβριανών. Συμπαραστάθηκε πάρα πολύ στον Ελληνα πρωθυπουργό και πήρε μέρος σε όλες τις κρίσιμες συσκέψεις που έγιναν πριν από την 3η Δεκεμβρίου 1944. Στήριξε με αντικειμενικότητα τις θέσεις του Γεωργίου Παπανδρέου και πίστευε ότι αμφότεροι έπραξαν στο ακέραιο το καθήκον τους, όπως το υπαγόρευε η εθνική τους συνείδηση. Συγκεκριμένα, στο βιβλίο του «Η ζωή μου» γράφει τα εξής: «Παρακολούθησα από κοντά τις αγωνιώδεις προσπάθειες του Γεωργίου Παπανδρέου να αποτραπεί η σύγκρουση με το Κομμουνιστικό Κόμμα και επομένως και με το ΕΑΜ, που κατευθυνόταν από το ΚΚΕ. Διεπίστωσα τότε ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου έκανε ό,τι μπορούσε να αποτραπεί η σύγκρουση. Μέχρι την τελευταία στιγμή, δηλαδή μέχρι τέλος Νοεμβρίου, αλλά και μέχρι τις 2 Δεκεμβρίου 1944, αγωνίστηκε για να αποτραπεί η σύγκρουση».
Σε άλλο σημείο του ίδιου βιβλίου (σελ. 80) γράφει τα εξής: «Γι’ αυτό δεν μπορώ να αποδώσω την τελική ρήξη στο ότι ο Παπανδρέου, υπακούοντας σε εντολή του Τσόρτσιλ, αντέδρασε. Βρέθηκε σε αδιέξοδο. Εκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να αποτραπεί η ρήξη. Και έζησα και εγώ τον αγώνα και την αγωνία του. Υποχωρήσαμε σε πολλά σημεία, αλλά δεν μπορούσαμε να διαλύσουμε τις μονάδες εκείνες (Ορεινή Ταξιαρχία, Ιερός Λόχος) που είχαν πρόσφατα δοξάσει το όνομα της Ελλάδος και οι οποίες ήταν οι μόνες που θα μπορούσαν κάπως να αντισταθμίσουν την ένοπλη δύναμη του ΕΛΑΣ».
Πρέπει να πούμε ότι οι υπηρεσίες του Παναγιώτη Κανελλόπουλου προς τον τότε πρωθυπουργό ήταν σημαντικές, διότι ο Γεώργιος Παπανδρέου, όπως κάθε άνθρωπος σε δύσκολες περιστάσεις, χρειαζόταν τη συμβουλή ή την άποψη και κάποιου άλλου για την τελική λήψη αποφάσεων. Και σ’ αυτό τον τομέα ο Κανελλόπουλος ήταν ο άνθρωπος που βρέθηκε πολύ κοντά στον τότε πρωθυπουργό και από κοινού πήραν μεγάλες αποφάσεις, που βοήθησαν να βγει η χώρα από το αδιέξοδο στο οποίο την είχαν οδηγήσει τα γεγονότα της εποχής εκείνης.
Από την έντυπη έκδοση