Γράφει ο Μιχάλης Μαρδάς
Παρά το γεγονός ότι ήταν βαθιά πληγωμένη που η δική της Ελλάδα την ανάγκασε να ξενιτευτεί, προσπάθησε να δει τα πράγματα με αισιοδοξία και ψυχραιμία. Έτσι, έπεισε τον εαυτό της ότι στην ξένη χώρα τα παιδιά της θα είχαν την ευκαιρία που τους αναλογούσε και που η πατρίδα της, δυστυχώς, δεν μπόρεσε να τους δώσει.
Ο EleftherosTypos.gr βρήκε την Μαίρη Κάκου στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας και αναζήτησε απαντήσεις για το πως περνά η ζωή ενος Ελληνα μετανάστη μακριά από την πατρίδα.
Μας μίλησε για τους λόγους που είπε αντίο στην Ελλάδα, για το παράπονο που έχει από τον τόπο της και για το τι συνάντησε στα «ξένα» μακριά από ξύλινα λόγια και αριθμούς αλλά καταθέτοντας την δική της αλήθεια που εμπεριέχει συγκίνηση, πίκρα αλλά και άφθονο γέλιο.
Η μεγάλη απόφαση και οι πρώτες ημέρες σε μία «κρύα» χώρα
Το να αποφασίζει κάποιος να αποχωριστεί την πατρίδα, την οικογένεια και τους φίλους του για να ψάξει να βρει την τύχη του σε άλλη χώρα δεν είναι καθόλου εύκολο πράγμα. Ειδικά αν δεν είναι μόνος του αλλά έχει δημιουργήσει οικογένεια.
Αρχίζοντας, λοιπόν, την ιστορία μας ρωτήσαμε την Μαίρη για το πως λήφθηκε η απόφαση: «Φύγαμε από την Ελλάδα το 2012. Δεν ήταν καθόλου εύκολο για κανέναν και φυσικά για τα παιδιά που θα άλλαζαν εντελώς περιβάλλον. Κι όμως, όσο και αν ακουστεί παράξενο, εκτός από την καρδιά μας που μας έλεγε να μην το κάνουμε ξέραμε πως αυτή ήταν η λύση. Φαίνονταν πως τίποτα δεν θα άλλαζε στην Ελλάδα και όση υπομονή και να κάναμε, αποτέλεσμα δεν θα είχε. Ακόμη θυμάμαι το βράδυ του Αυγούστου που έφυγε ο σύζυγός μου με το αυτοκίνητο από το χωριό όπου ζούσαμε, ώστε να πάει πρώτος στη Γερμανία για να ετοιμάσει το σπίτι και στη συνέχεια να τον ακολουθήσουμε. Γνώριζα πως αυτό το ταξίδι θα ήταν ταξίδι ζωής και προσπάθησα τις ημέρες που απέμεναν μέχρι να φύγουμε κι εμείς, να… ρουφήξω όσο περισσότερο Ελλάδα μπορούσα. Την δική μου Ελλάδα, αυτή που έχω στην καρδιά μου και όχι αυτή που έχουν δημιουργήσει».
Το ταξίδι έγινε και η Μαίρη με τον άνδρα της, τα δύο παιδιά τους και τον σκύλο τους από τον αυγουστιάτικο καυτό ήλιο της Ελλάδας, βρέθηκαν κάτω από τον μουντό και ψυχρό γερμανικό ουρανό. Οι πρώτες ώρες, στον νέο τους πλέον τόπο, έμοιαζαν με χρόνια και οι ημέρες με αιώνες. Αλλωστε το «όπου γης και πατρίς» μπορεί να ακολουθείται από ανάγκη, αλλά δύσκολα βρίσκει εφαρμογή στις ψυχές των ανθρώπων που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους.
«Ένοιωθα σαν χαμένη τις πρώτες ημέρες», μας λέει και προσθέτει: «Νόμιζα πως δεν πήγα σε μια ευρωπαϊκή χώρα αλλά στην άκρη του κόσμου. Πως είμαι πάρα πολύ μακριά από τον τόπο μου και πως δεν πρόκειται να τα καταφέρω. Με έβλεπαν και τους έβλεπα καχύποπτα. Δεν είχα καμία όρεξη για κοινωνικές συναναστροφές… Ολα τα αγαπημένα μου πρόσωπα εμφανίζονταν στη σκέψη μου και ήταν σαν να με καλούσαν πίσω. Και αυτό δεν κράτησε λίγο ή τουλάχιστον εμένα δεν μου φάνηκε λίγο».
Οι δυσκολίες και οι ευκολίες της Γερμανίας
Το σοκ του αποχωρισμού ξεπεράστηκε ή εξαιτίας των αναγκών καλύφθηκε στα εσώψυχα. Ηρθε η ώρα για την αντιμετώπιση της κατάστασης και για τις δυσκολίες ενεός νέου νοικοκυριού στην Γερμανία: «Από την πρώτη στιγμή κατάλαβα πως ήρθαμε σε ένα κράτος που οι λέξεις πρόνοια, κοινωνική ασφάλεια, οργάνωση και τάξη δεν είναι γραμμένες σε λεξικά όπως στην Ελλάδα αλλά εφαρμόζονται κάθε λεπτό. Το να βρεις δουλειά στη Γερμανία δεν είναι δύσκολο αρκεί να ανταποκριθείς στα μαθήματα της γλώσσας που είναι υποχρεωτικά και να φτάσει στο επίπεδο Β2. Οι δουλειές έχουν αξιοπρεπή μισθό (σ.σ. μην φανταστείτε χιλιάδες ευρώ αλλά γι’ αυτό θα μιλήσουμε παρακάτω) και το σύστημα υγείας είναι αυτό που θα ήθελε ο καθένας».
Είναι όμως όλα ρόδινα; Φυσικά και όχι έστω και αν τα κακώς κείμενα ενός μεγάλου κράτους απασχολούν τους κατοίκους του και δεν παίρνουν μεγάλες διαστάσεις: «Η ζωή στην Γερμανία είναι ασυγκρίτως πιο ακριβή σε σχέση με την Ελλάδα. Το φαγητό τους απορώ πως το τρώνε ενώ η αντιμετώπιση μας ως Έλληνες δεν είναι και η καλύτερη μιας και μας έχει κολλήσει η ταμπέλα του τεμπέλη καλοπερασάκια που έρχεται στη Γερμανία να ζήσει από τα επιδόματα, κάτι που φυσικά δεν ισχύει. Επίσης, το κρύο είναι πολύ ενοχλητικό αν και το κλίμα τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει αρκετά».
Στην ερώτηση για το ποια ήταν η συμπεριφορά των ενήλικων Γερμανών προς αυτή και τον σύζυγό της και ποια των παιδιών της Γερμανίας απέναντι στα δικά της παιδιά, φάνηκε να υπάρχει πρόβλημα μόνο με τις δημόσιες υπηρεσίες: «Στις διάφορες υπηρεσίες αντιμετωπίσαμε πολλά προβλήματα. Η συμπεριφορά πολλών και μόνο στο άκουσμα Έλληνας ήταν εριστική. Ωστόσο, σπάνια σε συναναστροφές στην καθημερινότητα μας είχαμε κάποιο πρόβλημα με τους Γερμανούς. Είναι φιλικοί και ευγενικοί άσχετα με το αν θέλουν να είναι. Έχουμε γνωρίσει αξιόλογους ανθρώπους. Στο σχολείο τα παιδιά μου είχαν κάποια άβολα περιστατικά αλλά, ευτυχώς, ήταν μεμονωμένα».
Χρειάζονται δύο μισθοί
Ακούγοντας κανείς μία ανεπτυγμένη χώρα υποθέτει πως και οι μισθοί θα είναι το ίδιο ανεπτυγμένοι και πως δεν θα υπάρχουν προβλήματα κοινωνικής συνοχής. Κι όμως, τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι αφού όπως μας λέει η Μαίρη η ακρίβεια δεν είναι άγνωστη λέξη ούτε επί γερμανικού εδάφους: «Τα ενοίκια και τα κοινόχρηστα είναι πάρα πολύ ψηλά. Εάν δεν μπαίνουν 2 μισθοί στο σπίτι πολύ δύσκολα να τα καταφέρει μια οικογένεια αν δεν πάρει τη σχετική επιδότηση ενοικίου που προβλέπεται. Οι Ελληνες μετανάστες κατά κύριο λόγο δουλεύουν στα εστιατόρια και ο μισθός κυμαίνεται στα 1.000 ευρώ. Γενικότερα οι μισθοί έχουν πέσει τα τελευταία χρόνια. Πλέον σε εργοστάσια κυμαίνονται από 1.000 έως 1.200 με τα βραδινά, σε ένα φούρνο ας πούμε 6ωρο θα πάρεις περίπου 800 ευρώ. Η ημιαπασχόληση πληρώνεται πιο καλά. Μια τετραμελής οικογένεια για τα έξοδα της εβδομάδας στο σούπερ – μάρκετ θέλει περίπου 150 ευρώ, κάνοντας οικονομία».
Το «βουντού», η δασκάλα και η διασκέδαση
Η ερώτηση βγήκε αυθόρμητα και θα σας τη μεταφέρω χωρίς λογοκρισία: Πες μου ένα περιστατικό που σε έκανε ένας Γερμανός να γελάσεις και άλλο ένα που σε έκανε να θέλεις να του σπάσεις τα μούτρα. Η απάντηση τουλάχιστον προς το πρώτο σκέλος ήταν απολαυστική: «Επειδή πιστεύω πολύ στο Θεό βγήκα να λιβανίσω για δευτερόλεπτα ανήμερα της Παναγίας έξω από την πόρτα του σπιτιού. Εκείνη τη στιγμή έτυχε να είναι έξω από το σπίτι της και η γειτόνισσά μου και σοκαρισμένη μου λέει “Μαίρη κάνεις βουντού;” Της εξήγησα και μετά γελούσαμε μήνες με αυτό. Όσο για τη χειρότερη εμπειρία που είχα ποτέ με Γερμανό ήταν με μια δασκάλα που φέρθηκε πολύ άσχημα στην κόρη μου. Δεν θέλω, όμως, να μιλήσω πάρα πολύ για αυτό γιατί τα νεύρα μου ακόμη δεν έχουν καταλαγιάσει».
Από κει και πέρα, Ελληνας χωρίς διασκέδαση είναι έννοιες ασυμβίβαστες και θελήσαμε να μάθουμε το πώς διασκεδάζουν οι συμπατριώτες μας στη Γερμανία: «Εξαρτάται το που ζεις. Στις μεγάλες πόλεις, όπως το Ντίσελντορφ που είμαστε εμείς, έχει πολλά ελληνικά καφέ και νυχτερινά μαγαζιά. Όμως, είναι πολύ ωραία και τα γερμανικά. Η έξοδος σε εστιατόρια -όποτε μας δίνεται η ευκαιρία- είναι ακόμη μία πηγή διασκέδασης ενώ πολλές φορές έρχονται Έλληνες καλλιτέχνες για συναυλίες ή εμφανίσεις σε νυχτερινά μαγαζιά και είναι ένας ακόμη λόγος για να μαζευόμαστε όλοι μαζί».
«Δεν ξαναγυρίζω στην Ελλάδα»
Επιστροφή στη συζήτηση για την Ελλάδα και αναφορά σε αυτούς που της λείπουν: «Από την Ελλάδα μου λείπει η οικογένεια μου, τα φιλαράκια μου, η ομορφιά της τα χρώματα της, ο ήλιος, η θάλασσα, το φαγητό». Και κάπου εκεί άνοιξε η συζήτηση για το αν θα μπορούσε να επιστρέψει στην πατρίδα της.
Η απάντησή της κατηγορηματική και αναμενόμενη με τα όσα ζούμε: «Τώρα πια δεν γυρίζω όσο και να με πληγώνει αυτό. Δεν μου δόθηκαν ευκαιρίες ούτε τότε που δεν υπήρχε κρίση και δεν πιστεύω πως θα μου δοθούν τώρα που τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Εύχομαι τουλάχιστον να αλλάξει η κατάσταση τα επόμενα χρόνια μήπως καταφέρουν και ζήσουν τα παιδιά μου στην πατρίδα αλλά μόνο με ευχές δεν καταφέρνουμε τίποτα. Θέλει δουλειά από αυτούς που έχουν τις τύχες της χώρας στα χέρια τους. Αν την έχουν. Πάντως, όσο καλύτερη και αν είναι εδώ η ζωή… πάντα θα κλαίω για την πατρίδα μου και τους ανθρώπους που άφησα πίσω».
Τα τελευταία λόγια βγήκαν με παράπονο και η συγκίνηση ήταν έντονη αλλά η ίδια, έστω και άθελά της, θέλησε να δώσει διαφορετικό τέλος στη συζήτησή μας: «Πάντως, εδώ που τα λέμε εμείς στην Γερμανία με τον ΣΥΡΙΖΑ, περνάμε ζωή και κότα», είπε γελώντας παρακαλώντας να μην την παρεξηγήσουμε. Εδώ που τα λέμε, μέσα από το χιούμορ βγαίνουν οι μεγαλύτερες αλήθειες. Διαφωνείτε;
Παίζοντας με τις λέξεις
1. Μία λέξη για την Ελλάδα; Έρωτας
2. Μία λέξη για την Γερμανία: Συννεφιά
3. Αγαπημένη γερμανική λέξη; Liebe (αγάπη). Αυτό που μας λείπει.
4. Μπορεί ο Γερμανός να γίνει Ελληνας; Ούτε με λοβοτομή.
5. Μπορεί ο Έλληνας να γίνει Γερμανός; Το προσπαθεί αλλά το ελληνικό DNA βγαίνει νικητής.
6. Αν έμενες στη μέση του δρόμου βράδυ από λάστιχο θα σε βοηθούσε Γερμανός; Μπα, θα σκέφτονταν ότι θα έρθει οδική βοήθεια. Τούρκος θα με βοηθούσε που είναι και πολλοί.
7. Τι σημαίνει μετανάστης; Δουλειά