Γράφει ο Θοδωρής Ρούλιας
Στο νέο τεύχος του ET Magazine στο EleftherosTypos.gr βλέπουμε ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ μπορεί να υπέγραψε το δικομματικό νομοσχέδιο προϋπολογισμού για την αποφυγή ενός δεύτερου shutdown, ωστόσο κήρυξε αυτομάτως κατάσταση έκτακτης εθνικής ανάγκης στα σύνορα με το Μεξικό.
Με αυτόν τον τρόπο επιχειρεί να αποσπάσει επιπλέον ομοσπονδιακά κονδύλια που υπό κανονικές συνθήκες προορίζονται για το Πεντάγωνο, προκειμένου να συγκεντρώσει τελικώς τα 8 δισ. δολάρια που χρειάζεται για να χτίσει το τείχος
Έτσι θέλει να δώσει τέλος στην διαμάχη που ξέσπασε με το Κογκρέσο για την χρηματοδότηση του αντιμεταναστευτικού σχεδίου του, η οποία οδήγησε τη χώρα στο λεγόμενο «shutdown» και χρησιμοποιήθηκε ως μοχλός πίεσης για την πραγματοποίηση της προεκλογικής του υπόσχεσης.
Αφού απέτυχε αυτό το σχέδιο και με το διακομματικό νομοσχέδιο να μην επαρκεί, ο Τραμπ αποφάσισε να αξιοποιήσει τα μεγάλα όπλα κηρύσσοντας τα νότια σύνορα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Για να γίνει κατανοητή όμως η πολιτική κρίση που έχει διχάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες, οφείλει κανείς να εξετάσει τα γεγονότα που την προκάλεσαν από την αρχή.
Τι είναι το shutdown;
Στις ΗΠΑ είναι αρμοδιότητα του Κογκρέσου να εγκρίνει τον προϋπολογισμό, ο οποίος περιλαμβάνει την χρηματοδότηση ομοσπονδιακών υπηρεσιών και άλλων προγραμμάτων.
Σε περίπτωση που δεν το κάνει, η σχετική νομοθεσία προβλέπει ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να πραγματοποιήσει το λεγόμενο shutdown, δηλαδή να σταματήσει τη λειτουργία ορισμένων δραστηριοτήτων που επηρεάζονται από τη χρηματοδότηση αυτή και να δώσει άδεια στους μη αναγκαίους υπαλλήλους των συγκεκριμένων υπηρεσιών.
Οι υπάλληλοι, ωστόσο, που είναι ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία τους συνεχίζουν να εργάζονται αμισθί μέχρι η κυβέρνηση να επαναλειτουργήσει πλήρως. Μεταξύ αυτών είναι οι γιατροί νοσοκομείων και υπεύθυνοι διαχείρισης μεταφορών που επιβλέπουν την ασφάλεια των αεροδρομίων.
Πώς και γιατί ξεκίνησε;
Ο Ντόναλντ Τραμπ θέλησε λίγο πριν το τέλος του 2018 να βάλει ξανά στο τραπέζι το ζήτημα του τείχους στα σύνορα με το Μεξικό, μια υπόσχεση που έπαιξε κρίσιμο ρόλο στην προεκλογική του εκστρατεία.
Το Κογκρέσο ελεγχόμενο από του Δημοκρατικούς δεν συμφωνούσε με την χρηματοδότηση ενός τέτοιο έργου, το οποίο θα κόστιζε 5,7 δισ. Δολάρια με αποτέλεσμα να μην ψηφιστεί το νομοσχέδιο για τις κρατικές δαπάνες.
Έτσι εννέα ομοσπονδιακά υπουργεία και υπηρεσίες σταμάτησαν τη λειτουργία τους στις 22 Δεκεμβρίου, αφού ξέμειναν από χρήματα. Μεταξύ αυτών και η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Αεροπορίας, η Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Εκτός χρηματοδότησης βρέθηκαν επίσης το Υπουργείο Εθνικής Ασφάλειας, το Αγροτικών, το Εμπορίου, Δικαιοσύνης και Επιστήμης, το Μεταφορών κ.ά.
Αρκετά μέρη της κυβέρνησης, όπως το Υπουργείο Άμυνας εξακολουθούσαν να λειτουργούν μετά από συμφωνία του προέδρου Τραμπ με το Κογκρέσο.
Άλλα πάλι, όπως η Ταχυδρομική Υπηρεσία και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έχουν ανεξάρτητες πηγές χρηματοδότησης και δεν επηρεάστηκαν.
Οι συνέπειες
Κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου, όπως χαρακτηρίστηκε, shutdown στην ιστορία των ΗΠΑ το ¼ της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ξέμεινε από τα απαραίτητα κονδύλια με αποτέλεσμα 800.000 ομοσπονδιακοί υπάλληλοι να μείνουν απλήρωτοι. Συνολικά διήρκεσε 35 ημέρες ξεπερνώντας το shutdown του 1995-1996, που κράτησε μόλις ημέρες.
Ελλείψει χρημάτων πολλές βασικές υπηρεσίες υπολειτουργούσαν, μία από αυτές αφορούσε και στις πληρωμές SNAP, ένα πρόγραμμα που παρέχει τρόφιμα σε άπορες οικογένειες των ΗΠΑ.
Παράλληλα η εφορία αδυνατούσε να επεξεργαστεί επιστροφές φόρων που ξεπέρασαν τα 140 δισ. Δολάρια. Μεγάλα προβλήματα αντιμετώπισε επίσης και το FBI, με πολλές έρευνες και επιχειρήσεις, οι οποίοι διεξάγονταν εκείνη την περίοδο να εκτεθούν σε άμεσο κίνδυνο.
Την ίδια στιγμή η έλλειψη προσωπικού στη διοίκηση ασφάλειας των μεταφορών οδήγησε σε κλείσιμο αρκετών αεροδρομίων με το shutdown να πλήττει σημαντικά την αμερικάνικη οικονομία, η οποία είδε την ανάπτυξή της να περιορίζεται κατά πολλά δισεκατομμύρια δολάρια.
To Plan B
Σχεδόν 15 ημέρες μετά τη λήξη του shutdown, o Ντόλαντ Τραμπ αποφάσισε να επιστρατεύσει ένα μεγαλύτερο όπλο, το οποίο βρίσκεται στα χέρια του προέδρου. Αφού η αρχική συμφωνία στην οποία ήλθε με το Κογκρέσο για να αποφευχθεί ένα δεύτερο shutdown δεν εξασφάλιζε τα απαραίτητα κονδύλια για το τείχος, μοναδική λύση για εκπληρώσει το έργο του ήταν πλέον να προσπεράσει με μιας τη Γερουσία.
Έτσι στις 15/02 ο Τραμπ ανακοίνωσε ότι κηρύσσει τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. «Σήμερα θα υπογράψουμε και θα επιβάλουμε την εθνική κατάσταση έκτακτης ανάγκης και είναι ένα σπουδαίο πράγμα για να κάνει κανείς», δήλωσε αρχικά.
Διαβάστε εδώ όλα τα θέματα του ET Magazine
«Δεχόμαστε εισβολή από ναρκωτικά, εισβολή από συμμορίες και εισβολή από ανθρώπους… Αυτό που επιθυμούμε να κάνουμε είναι απλό. Θέλουμε να τους σταματήσουμε από το να έρχονται στη χώρα μας. Θέλουμε να σταματήσουμε εγκληματίες και συμμορίες από το να έρχονται στη χώρα μας», προσέθεσε χαρακτηριστικά.
Προκειμένου να νομιμοποιήσει την απόφαση του για την κήρυξη της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης ήταν απαραίτητο να διαμορφωθεί στην κοινή γνώμη μια εικόνα πραγματικής κρίσης, η οποία χαίρει άμεσης αντιμετώπισης. Η κρίση αυτή πρέπει να είναι τόσο μεγάλη που θα απειλή ευθέως το αμερικανικό έθνος και αυτή την εντύπωση προσπάθησε να της προσδώσει.
Συνδέοντας τη μετανάστευση με το πρόβλημα των ναρκωτικών, ο Τραμπ προσπαθεί ουσιαστικά να να κηρύξει έναν νέο πόλεμο ενάντια στη χρήση ουσιών. Ισχυρίστηκε ότι ΗΠΑ χειρίζονται πολύ δεκτικά τους χρήστες και θα πρέπει να υιοθετήσουν μια πιο σκληρή στάση, η οποία κατ’αυτόν θα έδινε λύση στο πρόβλημα.
Σε αυτό το κλίμα ανακοίνωσε ότι ΗΠΑ βρίσκονται στην 32η, για την ιστορία τους, κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, η οποία επιφορτίζει προσωρινά τον πρόεδρο με διευρυμένες εξουσίες, όπως η δυνατότητα απαλλοτρίωσης ιδιωτικών περιουσιών και η επιβολή στρατιωτικού νόμου, προκειμένου να διαχειριστεί ευκολότερα μια περίοδο κρίσης.
Η κατάσταση αυτή ισχύει για ένα χρόνο, αν δεν ανανεωθεί από το Κογκρέσο και πρέπει να ελέγχεται από αυτό κάθε έξι μήνες. Το Ανώτατο Δικαστήριο και η Γερουσία έχουν την αρμοδιότητα να τροποποιήσουν τις ενισχυμένες εξουσίες του προέδρου ή ακόμα και να της άρουν, εάν κρίνουν ότι η διαδικασία πραγματοποιήθηκε αντισυνταγματικά και άσκοπα.
Έτσι ο Τραμπ είναι πλέον σε θέση να χρησιμοποιήσει εγκεκριμένες στρατιωτικές δαπάνες για να χρηματοδοτήσει το χτίσιμο του τείχους που θα εκτείνεται κατά μήκος των συνόρων της Αμερικής με το Μεξικό.
Παράλληλα χιλιάδες επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τις σοβαρές επιπτώσεις που θα επέσυρε ένα τέτοιο έργο σε περιβαλλοντικό επίπεδο, με καταστροφικές συνέπειες στην τοπική χλωρίδα και πανίδα.
Μια έρευνα μου δημοσιεύτηκε στο ΒioScience το περασμένο έτος εκτιμά ότι το τείχος παραβιάζει περιβαλλοντικούς νόμους και θα οδηγήσει σε μεγάλη απώλεια οικοτόπων, σε αυξημένες εκπομπές άνθρακα, σε πιθανή φραγή και αλλαγή της ροής των υφιστάμενων ποταμών, σε υποτίμηση των διαδικασιών συντήρησης, αλλά και των επιστημονικών ερευνών.
Oι αντιδράσεις
Οι τελευταίες ενέργειες του Τραμπ τον έχουν φέρει αντιμέτωπο με μια πορεία διακομματικής απόρριψης στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης που κήρυξε την νότια συνοριακή γραμμή των ΗΠΑ.
Αρχικά δεκαέξι αμερικανικές Πολιτείες προσέφυγαν στη δικαιοσύνη του Σαν Φρανσίσκο ενάντια σε αυτήν την απόφαση. Σύμφωνα με τους εισηγητές της, ο Τραμπ «βύθισε τη χώρα σε μια συνταγματική κρίση, την οποία δημιούργησε ο ίδιος».
Η προσφυγή που κατατέθηκε στο ομοσπονδιακό δικαστήριο της Καλιφόρνια θέτει θέμα αντισυνταγματικότητας, καθώς παραβιάζει δύο συνταγματικές διατάξεις, μία που διέπει τις νομοθετικές διαδικασίες και μία ορίζει ότι το Κογκρέσο έχει την πλήρη αρμοδιότητα για κάθε δημόσια χρηματοδότηση.
Εκτός της Καλιφόρνιας, οι υπόλοιπες Πολιτείες είναι το Κολοράντο, το Κονέτικατ, το Ντέλαγουερ, η Χαβάη, το Ιλινόι, το Μέιν, το Μέριλαντ, το Μίσιγκαν, η Μινεσότα, η Νεβάδα, το Νιού Τζέρσι, το Νέο Μεξικό, η Νέα Υόρκη, το Όρεγκον και η Βιρτζίνια.
Πέρα από τους Δημοκρατικούς, αρκετοί Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές είναι αντίθετοι με την πολιτική που ακολουθεί ο πρόεδρος. «Οι συντηρητικοί είχαν επικρίνει ουσιαστικά την χρήση προεδρικών εξουσιών από τον πρώην πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα, προκειμένου να παρακαμφθεί το Κογκρέσο» είχε δηλώσει ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Τομ Τίλις στην Whashington Post.
Oι Δημοκρατικοί κατέθεσαν και ενέκριναν ψήφισμα με το οποίο προσπαθούν να ανατρέψουν την απόφαση του Τραμπ που θα του δώσει πρόσβαση στα ομοσπονδιακά κονδύλια.
“Το να επιτρέψουμε στην εκτελεστική εξουσία να ξεφύγει με μια τέτοια επίθεση στο σύνταγμα θα ήταν παραβίαση του καθήκοντός μας στο όρκο δώσαμε για τις θέσεις που αναλάβαμε”, δήλωσε η Νάνσι Πελόσι, ομιλήτρια στην Γερουσία.
Ο πρόεδρος είχε ανακοινώσει ήδη πριν από την ψηφοφορία ότι θα θέσει βέτο σε περίπτωση που προσπαθήσουν να εμποδίσουν τις ενέργειές του.
Εάν τελικά ο Τραμπ θέσει βέτο θα χρειαστούν τα δύο τρίτα της Βουλής και της Γερουσίας για να το ανατρέψουν, πράγμα που θα είναι εξαιρετικά δύσκολο, αφού οι Ρεπουμπλικάνοι που είναι αντίθετοι είναι υπαρκτοί, αλλά περιορισμένοι.