Γράφει ο Θοδωρής Ρούλιας
Προκειμένου να αποκτήσει κανείς την πλήρη εικόνα του ζητήματος, όμως, πρέπει να έχει υπόψιν το πλήρες ιστορικό υπόβαθρο της οπλοκατοχής. Ας το δούμε στο νέο τεύχος του ET Magazine στο EleftherosTypos.gr.
Έχοντας βιώσει την καταπίεση από το βρετανικό στρατό τόσο πριν, όσο και κατά τη διάρκεια τη επανάστασης οι Αμερικανοί ήδη είχαν εδραιώσει το φαινόμενο της κατοχής όπλων. Οι μισοί από τους αποίκους είχαν δικό τους όπλο μέχρι το 1775, ενώ περισσότεροι ήταν αυτοί που κατείχαν όπλα παρά καρέκλες και βιβλία. Πολλές φορές οι Βρετανοί είχαν προσπαθήσει να αφοπλίσουν τις αποικίες, αφού η οπλοκατοχή λειτουργούσε ως μέσον προστασίας από τα τυραννικά καθεστώτα.
Αυτή όμως δεν ήταν οι μόνη χρήση της, καθώς αξιοποιείτο επίσης και για την προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας. Στον Νότο όμως, η ιδιοκτησία ήταν συνώνυμο των σκλάβων. Οι δουλοκτήτες μάλιστα είχαν τα υψηλότερα ποσοστά οπλοκατοχής. Εκεί η πολιτοφυλακή εστίαζε λιγότερο στο να αποτρέψει την κυβέρνηση από το να χρησιμοποιήσει τον στρατό για να τους καταδυναστεύσει -τη βασική αιτία της οπλοκατοχής- και περισσότερο στο να φυλάσσει τους σκλάβους μη τυχόν και δραπετεύσουν ή επαναστατήσουν.
Όταν ο Τζέιμς Μάντισον έγραφε τη δεύτερη τροπολογία, είχε όλους αυτούς τους παράγοντες στο μυαλό του. Το σύνταγμα επέτρεπε ήδη τη συγκρότηση ενός ομοσπονδιακού στρατού και έτσι η συγκεκριμένη τροπολογία ήλθε για να εξασφαλίσει ότι ο στρατός αυτός δεν θα στραφεί εναντίον του λαού, εξασφαλίζοντας ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν θα κυριαρχούσε τις πολιτείες.
Έτσι, η οπλοκατοχή δεν θεσμοθετήθηκε τόσο με γνώμονα την εξασφάλιση της ατομικής προστασίας παρά για το λόγο που φανερώνεται από τα γραπτά των διανοουμένων Νόα Ουέμπστερ και Αλεξάντερ Χάμιλτον, δηλαδή για να μπορέσουν οι πολίτες να σχηματίσουν μία συλλογική πολιτοφυλακή που θα αποτρέψει τη χρήση του εθνικού στρατού εντός συνόρων.
Όσο, όμως, επεκτείνονταν σταδιακά οι ΗΠΑ, άλλο τόσο διευρυνόταν και το φάσμα των διάφορων ερμηνειών που προσέδιδαν πολλοί στην οπλοκατοχή. Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει ασχοληθεί με πολλές υποθέσεις που αφορούν στη δεύτερη τροπολογία, χωρίς όμως ποτέ να θεσμοθετήσει την οπλοκατοχή ως ατομικό δικαίωμα εκτός πλαισίου κάποιο είδους στρατιωτικής θητείας, τουλάχιστον μέχρι το 2008.
Διαβάστε εδώ όλα τα θέματα του ET Magazine
Τότε εξελίχθηκε υπόθεση «Κολούμπια εναντίον Ντικ Άντονι Χέλλερ». Ο Ντικ Χέλλερ ήταν ένας αστυνομικός στην Ουάσινγκτον, ο οποίος ζήτησε άδεια για να μπορεί να κρατάει το υπηρεσιακό όπλο στο σπίτι του. Επειδή όμως η πόλη είχε επιβάλλει απαγόρευση στα πιστόλια, το αίτημά του απορρίφθηκε. Η υπόθεση δεν τελείωσε εκεί ωστόσο.
Λίγο αργότερα το δικαστήριο έβγαλε απόφαση υπέρ του Χέλλερ, κρίνοντας πως η σχετική απαγόρευση παραβίαζε την δεύτερη τροπολογία, αφού, σύμφωνα με το δικαστή, η δεύτερη εξασφάλιζε το ατομικό δικαίωμα στην οπλοκατοχή και στην οπλοφορία, σε περίπτωση συμπλοκής.
Το δικαστήριο, πάντως, αναγνώρισε και κάποιος περιορισμούς σε κακούργους ή εγκληματίες και σε μέρη, όπως τα σχολεία και τα κυβερνητικά κτίρια. Σε κάθε περίπτωση, ο απόφαση απέκλινε σαφώς από κάθε άλλο δικαστικό προηγούμενο, κατά το οποίο το δικαίωμα στην οπλοκατοχή λειτουργούσε ως ασφαλιστική δικλείδα για τη δημοκρατία.
Η υπόθεση Χέλλερ αποτελεί σταθμό στη διαμάχη για το δικαίωμα στην οπλοκατοχή στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ πάνω από δέκα χρόνια μετά περιστατικά βίαιης χρήσης όπλων ταλανίζουν ακόμη το έθνος.
Στις ΗΠΑ έχουν συμβεί οι περισσότερες μαζικές επιθέσεις με όπλο συγκριτικά με κάθε άλλη χώρα στον κόσμο. Οι πλειοψηφία των εκτελεστών είναι λευκοί άνδρες δρώντες κατά μόνας, οι οποίοι είτε αυτοκτονούν είτε συλλαμβάνονται ή σκοτώνονται από τις αρχές.
Από το 2011 η συχνότητα του φαινομένου έχει τριπλασιαστεί. Μεταξύ του 1982 και το 2011 μια μαζική επίθεση γινόταν περίπου κάθε διακόσιες ημέρες. Μεταξύ όμως του 2011 και του 2014 η συχνότητα εκτοξεύθηκε σε μία μαζική επίθεση κάθε τρεις ημέρες.
Μολονότι τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί πτώση κατά 50% στις ανθρωποκτονίες με πυροβόλα όπλα από τα δεδομένα του 1993, οι μαζικές επιθέσεις συνεχίζουν να αυξάνονται ανησυχητικά.
Σύμφωνα με τους L.A Times οι κυριότερες αιτίες πίσω από τις επιθέσεις είναι οι εξής:
1. Η αυξημένη προσβασιμότητα και κατοχή όπλων, αφού για κάθε 100 πολίτες των ΗΠΑ αντιστοιχούν 120,5 όπλα.
2. Οι ψυχικές διαταραχές και η θεραπεία με ψυχιατρικά φάρμακα. Η αιτία αυτή είναι αμφιλεγόμενη, καθώς πολλοί από τους μακελάρηδες υπέφεραν από τέτοιες διαταραχές, ωστόσο ο αριθμός υποθέσεων με ψυχικές διαταραχές δεν έχει ακολουθήσει ανάλογη αύξηση με τις μαζικές επιθέσεις,
3. Η επιθυμία για εκδίκηση μετά από πολλά χρόνια bullying.
4. Το χρόνιο χάσμα μεταξύ των προσδοκιών των ανθρώπων και τα κατορθώματά τους και η ατομιστική κουλτούρα
5. Η επιθυμία για δόξα και κακή φήμη.
6. Το φαινόμενο copycat (όταν κάποιο έγκλημα εμπνέεται από ένα προηγούμενο).
7. Η αδυναμία της κυβέρνησης να επιβάλει την έρευνα του παρελθόντος των κατόχων ελλείψει δεδομένων και προσωπικού.
Πολιτική και συμφέροντα
Πρόεδροι και άλλοι πολιτικοί έχουν προσπαθήσει να θέσουν περιορισμούς στην απόκτηση και τη χρήση όπλων, ωστόσο αυτές είναι τόσο ριζωμένες στην αμερικάνικη κουλτούρα, που απέτυχαν όλοι. Πιο πρόσφατο παράδειγμα ήταν η απόπειρα της κυβέρνησης Ομπάμα να περάσει διάταξη που προβλέπει την εξέταση του ιστορικού κάποιου πριν του δοθεί άδεια χρήσης όπλου, η οποία όμως απορρίφθηκε από τη γερουσία.
Η προσπάθεια είχε γίνει μετά την μαζική επίθεση στο Κονέκτικατ, όταν ένα 20χρονος άνοιξε πυρ σε δημοτικό σχολείο σκοτώνοντας 20 ανήλικα παιδιά και έξι δασκάλους, τραγωδία που πυροδότησε λαϊκή κατακραυγή.
Ο πρόεδρος Ντοναλντ Τραμπ από την άλλη, αν και παλαιότερα είχε ταχθεί υπέρ ορισμένων περιορισμών, πλέον έχει καταβληθεί πλήρως από ρεπουμπλικανική γραμμή υπερηφανευόμενος για τη χρήση όπλων. Στο παρελθόν είχε αποκαλύψει ότι συχνά κρατούσε και ο ίδιος όπλα, ενώ θεωρούσε καταστροφικές τις ζώνες απαγόρευσης αυτών σε εκκλησίες και σχολεία.
Ο ίδιος πιστεύει ότι η φωτιά πρέπει να πολεμηθεί με φωτιά και κατά συνέπεια η λύση στις τρομοκρατικές επιθέσεις είναι οι πολίτες να κουβαλούν περισσότερα όπλα, εισηγούμενος δε ότι οι καθηγητές πρέπει να εξοπλιστούν.
Κάπως έτσι βέβαια κατάφερε να εξασφαλίσει τη στήριξη της Εθνικής Ομοσπονδίας Όπλων στην προεκλογική του εκστρατεία, απαραίτητος σύμμαχος στην αμερικάνικη πολιτική.
To lobby των όπλων αποτελεί ένα από τα ισχυρότερα στο χώρο του, παίζοντας καταλυτικό ρόλο στην αποτροπή των περιορισμών. Χρηματοδοτώντας πολιτικές εκστρατείες εμφορούμενες από τα δικά του συμφέροντα, προωθώντας σχετικές διαφημίσεις και ταινίες έχει καταφέρει να καθηλώσει το κοινό σε μια κουλτούρα, κατά την οποία τα όπλα είναι συντελεστές της σταθερότητας, της ασφάλειας και της ελευθερίας.
Οι πρακτικές του δεν διαφέρουν και πολύ από το αντίστοιχο lobby των τσιγάρων, δεν είναι τυχαίο άλλωστε που το αμερικάνικο σύμβολο της αρρενωπότητας και της ελευθερίας είναι οι καουμπόηδες. Ανέμελοι και μοναχικοί περιπλανιούνται στην Άγρια Δύση, πάντα όμως με ένα τσιγάρο στα χείλη και ένα όπλο στη θήκη, έτοιμο να τραβηχτεί ανά πάσα στιγμή. Με αυτό ακριβώς το πρότυπο μεγάλωσαν γενιές και γενιές Αμερικάνων -και όχι μόνο-.
Τα συμφέροντα όμως σε μια χώρα που έχει περισσότερα όπλα από κατοίκους είναι μεγάλα. Μόνο το 2016 54,4 εκατομμύρια δολάρια κατέληξαν από την Εθνική Ένωση Όπλων στην πολιτική. Πάνω από τα μισά εξ αυτών πήγαν στον Ντόνλαντ Τραμπ και τα υπόλοιπα διοχετεύτηκαν κυρίως σε άλλους έξι ρεπουμπλικάνους, υποψήφιους για τη γερουσία, που η εκλογή τους ήταν αρκετά δύσκολη. Οι πέντε τελικά κατάφεραν να εκλεγούν.
Μετά την φονική επίθεση σε σχολείο της Φλόριντα τον Φερβουάριο του 2018, ο πρόεδρος Τραμπ είχε αρχικά προτείνει να επιβληθούν ηλικιακοί και άλλοι περιορισμοί στην απόκτηση όπλων. Η στάση του όμως αυτή δεν κράτησε πολύ, αφού όχι μόνο πήρε πίσω αυτές τις προτάσεις, αλλά στη συνέχεια αντιπρότεινε τη λύση της Εθνικής Ομοσπονδίας Όπλων, να εκπαιδευτούν δηλαδή οι καθηγητές και να οπλοφορούν λειτουργώντας τάχα ανασταλτικά για τις μαζικές επιθέσεις.
Παρά τις έντονες αντιδράσεις από το σύνολο της κοινωνίας, ο πρόεδρος ουσιαστικά διαβεβαίωσε ξανά την πίστη σχετικό lobby, κατηγορώντας τα ΜΜΕ για τις συζητήσεις περιορισμού των όπλων, δηλώνοντας με σαφήνεια ότι ο ίδιος δεν θα επιτρέψει πότε κάτι τέτοιο να συμβεί.
Είχε φέρει δε και το εξής επιχείρημα αναφερόμενος σε επίθεση με αυτοκίνητο, διαπιστώνοντας ότι θα ήταν παράλογο να απαγορευτούν τα αυτοκίνητα, επειδή χρησιμοποιήθηκαν για να σκοτώσουν ανθρώπους, παραλληλίζοντας το παράδειγμα των αυτοκινήτων με την κακή χρήση των όπλων.
https://www.youtube.com/watch?v=9nNprp6EeLk
Το καθεστώς της οπλοκατοχής στις ΗΠΑ και οι τραγικές συνέπειές έχει αφεθεί να διαιωνίζεται ακόμα και σήμερα με το πρόσχημα της αυτοπροστασίας και της ελευθερίας. Το αρχικό επιχείρημα για την εισήγηση της δεύτερης τροπολογίας περί ελέγχου του ομοσπονδιακού στρατού δεν έχει πλέον καμία υπόσταση. Το εμπόριο των όπλων είναι μια βιομηχανία πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, παιδί της συγκεκριμένης τροπολογίας, το οποίο δεν θα αφήσει πότε να πεθάνει ή να περιοριστεί ότι το γέννησε και το συντηρεί.
Ακόμα πιο ανησυχητικά όμως είναι τα στατιστικά για το νέο έτος. Το 2019 δεν έχει κλείσει ακόμα έναν ολόκληρο μήνα, ωστόσο, σύμφωνα με το gunviolencearchive.org έχουν υπάρξει μέχρι στιγμής 21 περιστατικά μαζικών επιθέσεων στις ΗΠΑ.
To πιο θανατηφόρα από αυτά συνέβη στις 23/01 σε τράπεζα της Φλώριντα, όταν ο 21χρονος Zephen Xaver σπυροβόλησε και τις πέντε γυναίκες που βρίσκονταν μέσα στο υποκατάστημα. Στη συνέχεια ο δράστης κλειδαμπαρώθηκε μέσα και δεν επέτρεψε στις αρχές να παράσχουν τις πρώτες βοήθειες στα άτυχα θύματα.
Το αμερικάνικο έθνος έχει μετρήσει εκατοντάδες θύματα, ωστόσο συνεχίζει να εθελοτυφλεί μπροστά στις πραγματικές αιτίες του προβλήματος και δεν επιβάλει την άμεση λύση του. Μαρτυρά έτσι ότι θα χρειαστεί πολύς καιρός ακόμη αρχικά για να αναγνωρίσει και σε δεύτερη φάση να καταπολεμήσει τους ιθύνοντες για την έξαρση των δολοφονικών αυτών επιθέσεων.
Πηγές:
History Channel
Wikipedia
Gunviolencearchive.org