Είναι αυτονόητο ότι τα πρώτα χρόνια μετά τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους δεν υπάρχει ίχνος δημόσιου ή ιδιωτικού μέσου μεταφοράς. Το ταμείο του νεοσύστατου κρατιδίου είναι όχι μόνο… αραχνιασμένο αλλά και χρεωμένο στους ξένους, οι δρόμοι ανύπαρκτοι και τα μέσα μεταφοράς περιορίζονται σε άλογα και γαϊδουράκια, που και αυτά όμως αρκούνται σε κοντινές διαδρομές, αφού έξω από τις αστικές και ημιαστικές περιοχές κυριαρχεί η ληστοκρατία. Με την ανακήρυξη της Αθήνας ως πρωτεύουσας η αρχική μεγαλοαστική τάξη της εποχής, αναζητώντας λύσεις για την ευκολότερη μεταφορά της εντός της πόλης, εισάγει από το εξωτερικό φορητά αμάξια τα οποία όμως δεν οδηγούν ζώα, αλλά άνθρωποι…
Χαρακτηριστικό ογκώδες ταξί του Μεσοπολέμου. Δίπλα στον οδηγό διακρίνεται το ταξίμετρο.
Οι Αθηναίοι της εποχής, που μόλις βγαίνουν από εκατονταετίες τουρκικού ζυγού, αρνούνται μετά την απελευθέρωση να γίνουν, εκ νέου, υποζύγια άλλων ανθρώπων, και έτσι το ρόλο αυτό αναλαμβάνει μια κοινότητα Μαλτέζων που βρίσκεται στην πρωτεύουσα συμμετέχοντας ως εργατικό δυναμικό στην ανοικοδόμηση. Ετσι, όταν κάποιος προύχοντας της εποχής ζητά μια γρήγορη μεταφορά γι’ αυτόν και την οικογένειά του, λέει στο προσωπικό του: «Φωνάξτε ένα Μαλτέζο» (με την ίδια λογική που σήμερα καλούμε ένα ταξί), ο οποίος σέρνει τη χειροκίνητη άμαξα…
Ταξιτζήδες και αμαξάδες συμβιώνουν, ακόμα, αρμονικά έξω από τον σιδηροδρομικό σταθμό Χαλκίδας.
Σταδιακά, οι πρώτοι αυτοί «ταξιτζήδες» αντικαθίστανται από ιππήλατες άμαξες που σέρνουν ένα ή περισσότερα άλογα. Το κουβούκλιο των πελατών είναι άλλοτε ανοιχτό -όπως σώζεται μέχρι σήμερα ως τουριστική ατραξιόν σε διάφορες περιοχές- ή είναι μια βαριά ξύλινη κατασκευή που η διαβάθμιση της εσωτερικής και εξωτερικής διακόσμησης αποτελεί δείγμα πολυτέλειας και, φυσικά, αυξημένου κομίστρου. Σε αυτές τις άμαξες μπαίνουν φουστανελοφόροι, βασιλιάδες αλλά και κυρίες με πανάκριβες τουαλέτες για το βασιλικό χορό. Οι καλύτερες από αυτές τις άμαξες κάνουν διαδρομές έξω από τις πόλεις, άλλοτε ως βόλτα αναψυχής και άλλοτε ως ταξίδι. Σταδιακά, από τα μέσα του 19ου αιώνα οι διαδρομές αυτές περιορίζονται εντός του αστικού ιστού, αφού για μακρινότερα ταξίδια υπάρχει πλέον το τρένο, που, παρότι παραμένει ακόμα αργό και θορυβώδες, είναι σαφώς γρηγορότερο και ασφαλέστερο των αμαξών που γεμίζουν σκόνη, πέφτουν σε λακκούβες, ενώ το σπάσιμο των ξύλινων τροχών ή του άξονά τους μπορεί να έχει απρόβλεπτες συνέπειες για το ταξίδι.
Μεταπολεμική εκδρομή με μόνιππα, που αποτελούν πλέον ρομαντική εικόνα του παρελθόντος.
Στα τέλη του ίδιου αιώνα κάνουν την εμφάνισή τους στην Ελλάδα τα πρώτα αυτοκίνητα, τα οποία είναι ακόμα πανάκριβα, με κάποια από αυτά ν’ αναλαμβάνουν επί πληρωμή μεταφορές τρίτων. Θα τα χαρακτηρίζαμε ουσιαστικά ως τα πρώτα «πειρατικά», μια και ακόμα υπάρχει κενό νόμου για το νέο μέσο, αφού το ρόλο του μεταφορέα έχουν αποκλειστικά οι αμαξάδες.
Το πρώτο ταξί κυκλοφορεί στην Αθήνα μόλις το 1902, από τον Δημήτρη Πρίντεζη, έχει ακτινωτές ρόδες, στρογγυλά φανάρια, είναι ελαφρύ και παίρνει μπροστά με μανιβέλα με αποτέλεσμα σε κάθε στάση ή βλάβη του ο οδηγός -και κάποιες φορές και ο πελάτης- να χρειάζεται να βάλει μπρος με το χέρι, ενώ συχνά χρειάζεται αρκετό σπρώξιμο…
Πιάτσα ταξί στη δημοτική αγορά Χανίων.
Η λέξη ταξί προέρχεται από το taximeter, δηλαδή από το μετρητή που υπολογίζει το κόστος της διαδρομής και αποτελεί σημαντικό εξάρτημα του αυτοκινήτου. Το ταξίμετρο βρίσκεται ακόμα στην εξωτερική πλευρά, πάνω από τον τροχό από την πλευρά του οδηγού, και καταγράφει ουσιαστικά την απόσταση της διαδρομής, ενώ ο υπολογισμός της απαιτούμενης πληρωμής για την υπηρεσία γίνεται από τον οδηγό κατά προσέγγιση. Σταδιακά το ταξίμετρο μπαίνει μέσα στο αυτοκίνητο, έχει πρόσβαση σε αυτό και ο πελάτης, ενώ εμφανίζονται οι πρώτες διαμαρτυρίες και μουρμούρες για λάθος υπολογισμούς και «πειραγμένα» ταξίμετρα.
Ταξιτζήδες με τα οχήματά τους τη δεκαετία του ’70.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχουν τα ταξί, καθώς και όλα τα αυτοκίνητα της εποχής, είναι οι δρόμοι των πόλεων, που όταν σχεδιάζονταν, οι διαστάσεις τους προέβλεπαν την κίνηση των αμαξών. Ετσι, οι ταξιτζήδες πρέπει να δουλεύουν σε «καρόδρομους», με την κατάσταση να σώζει, μέχρι το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, ο περιορισμένος αριθμός των αυτοκινήτων στους δρόμους. Οπως είναι φυσικό, η εμφάνιση ενός νέου σύγχρονου και γρήγορου επιβατικού οχήματος δημόσιας μεταφοράς, όπως το ταξί, ξεσηκώνει έντονες αντιδράσεις από τους κυρίαρχους, μέχρι τότε, των δρόμων αμαξάδες, που βλέπουν το ρόλο τους να περιορίζεται και το μέλλον τους δυσοίωνο.
Οι κυβερνήσεις του Μεσοπολέμου, για να περιορίσουν τις αντιδράσεις και να διαφυλάξουν τις θέσεις εργασίας, παραχωρούν τις πρώτες επίσημες άδειες ταξί στους πρώην αμαξάδες που παραλαμβάνουν περιχαρείς τα νέα τους οχήματα (μαύρες Ford, Plymouth, Chevrolet, De Soto) από το τελωνείο του Πειραιά. Τα αυτοκίνητα αυτά καίνε πολλή βενζίνη, που ακόμα πουλιέται με το γαλόνι από αναλογικές αντλίες, δεν έχουν πλέον μανιβέλα, δεν έχουν ενιαίο χρώμα ούτε ταμπέλα, αλλά αναγνωρίζονται από όλους λόγω του μεγάλου τους όγκου. Οσοι αμαξάδες, κυρίως μεγαλύτερης ηλικίας, αρνούνται το πέρασμά τους στη νέα εποχή, βλέπουν τη δουλειά τους να φθίνει, μέχρι που μετατρέπονται σε ατραξιόν μιας άλλης εποχής. Για αρκετά χρόνια πάντως και τα δύο μέσα μετακίνησης συνυπάρχουν στους δρόμους των πόλεων επιτείνοντας το κυκλοφοριακό χάος.
Η τιμολόγηση των διαδρομών με άμαξα γινόταν μέσω επίσημου δελτίου της Αστυνομίας που χώριζε την πόλη σε ζώνες.
Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου οι επαγγελματίες του χώρου δεν ονομάζονται ταξιτζήδες, όπως σήμερα, αλλά αυτοκινητιστές. Η ίδια περίοδος χαρακτηρίζεται από μεγάλες κινητοποιήσεις του κλάδου έναντι της σύμβασης που είχαν οι ελληνικές κυβερνήσεις της περιόδου με τη βρετανική εταιρία Πάουερ που, μαζί με πολλά άλλα, αναλάμβανε προνομιακά τις δημόσιες συγκοινωνίες της πρωτεύουσας, έχοντας για τα μέσα της ατέλεια βενζίνης, ελαστικών και κάθε υλικού, ενώ οι Ελληνες αυτοκινητιστές πλήρωναν για τα παραπάνω φόρους.
Μεταπολεμικά η χρήση του ταξί παγιώνεται, αφού η ταχύτατη εξάπλωση των πόλεων δυσκόλευε τη μεταφορά από τη μια άκρη της στην άλλη. Κάνουν την εμφάνισή τους τα ταξί πολυτελείας και οι πιάτσες. Εχουν στο εσωτερικό μέρος του παρμπρίζ μια μεταλλική ταμπέλα που ονομάζεται σημαία. Οταν αυτή είναι σηκωμένη, ο υποψήφιος πελάτης διακρίνει την ένδειξη «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ». Οταν ο πελάτης μπαίνει στο όχημα, ο μηχανισμός πέφτει και αρχίζει να μετρά το ταξίμετρο. Τη δεκαετία του ’70 εμφανίζονται τα ραδιοταξί και αμέσως μετά οι λιμουζίνες.
Οδηγίες της Αστυνομίας για το… ταξίμετρον
Στα χρόνια του Μεσοπολέμου αμαξάδες και ταξιτζήδες συμβιώνουν στους δρόμους των πόλεων, αλλά είναι πλέον σαφές ποιος θα επιβιώσει την επόμενη ημέρα. Αυτό που δεν είναι απόλυτα σαφές στον πολύ κόσμο είναι οι κανόνες που διέπουν τη μεταφορά με αυτό το νέο μέσο. Ετσι, με συνεχείς ανακοινώσεις της η Αστυνομία προσπαθεί να θυμίσει σε πελάτες και ταξιτζήδες (που ακόμα ονομάζονται αυτοκινητιστές) κάποιους αυτονόητους σήμερα κανόνες, όπως ότι πριν μπεις στο όχημα ρωτάς τον οδηγό αν είναι ελεύθερος. Η συνέχεια της αστυνομικής ανακοίνωσης επιβεβαιώνει τη διαχρονική δυσπιστία ανάμεσα σε πελάτη και ταξιτζή λόγω του… ταξίμετρου.
Η Αστυνομία ζητά από τον πελάτη με το που μπαίνει στο αυτοκίνητο να τσεκάρει αν αναγράφεται ήδη κάποιο ποσό στο ταξίμετρο: «Επιβαίνοντες του αυτοκινήτου παρακολουθήσατε τον οδηγόν ίνα κατεβάσει την σημαίαν του ωρολογίου του εις την πρώτην τιμήν (ταρίφαν). Εάν είναι νύχτα, αξιώσατε από τον οδηγόν να τηρή αναμμένο το φως του ταξιμέτρου μέχρι του σημείου που προορίζεστε, προσέχοντες μήπως κατά την διαδρομήν μεταφέρει την σημαίαν του ταξιμέτρου εις την θέσιν της δευτέρας τιμής (ταρίφα).
Υπερήφανος ταξιτζής μετά της συζύγου και της κούρσας του…
Μόλις φθάσετε εις το σημείον που θα κατέλθετε του αυτοκινήτου, συμβουλευτείτε μόνος σας το ταξίμετρο του αυτοκινήτου και βεβαιωθείτε περί του ποσού που ανέγραψε μέχρι τέλους της διαδρομής, πριν ακόμα ο οδηγός επαναφέρει την σημαίαν εις την θέσιν: Ελεύθερον. Εάν το ποσόν σάς φανεί υπερβολικόν ζητήσατε από τον οδηγόν να σας οδηγήση εις το Τμήμα Τροχαίας Κινήσεως και εκεί θα βεβαιωθείτε τόσον διά την απόστασιν που διηνύσατε, όσον και διά το ακριβές ποσόν που πρέπει να πληρώσετε».
Η ανακοίνωση της Αστυνομίας, περιγράφοντας τα ήθη της εποχής, αναφέρει τις περιπτώσεις που ο άνδρας πελάτης δεν εκφράζει τη διαφωνία του με τον ταξιτζή όταν συνοδεύει κάποια κυρία… «Επίσης, τινές των οδηγών εκμεταλλεύονται τους κυρίους εκείνους που συνοδεύουσι γυναίκας ιδιαιτέρως δε προκειμένου περί εκείνων οίτινες συνοδεύουσι γυναίκας που συνδέονται ερωτικώς ή γυναίκας ελευθέρων ηθών, έχοντες υπ’ όψη ότι ο συνοδός επιβάτης λόγω της παρουσίας της γυναικός δεν θα φθάση εις το σημείον να κάμη παρατηρήσεις ή ότι θα αρνηθή να πληρώση μιαν διαδρομήν με εξογκωμένην τιμήν».
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΡΔΟΚΑΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]