Σαν σήμερα, στις 31 Ιανουαρίου του 1996, κορυφώθηκε η κρίση των Ιμίων, όπου έφερε Ελλάδα και Τουρκία στα πρόθυρα της ένοπλης σύρραξης, σε μία εποχή που η κυβέρνηση Σημίτη έκανε τα πρώτα της βήματα.
Ο υποπλοίαρχος Χριστόδουλος Καραθανάσης, ο υποπλοίαρχος Παναγιώτης Βλαχάκος και ο αρχικελευστής Έκτορας Γιαλοψός έδωσαν την ζωή τους για την πατρίδα σε ένα περιστατικό που χαρακτηρίστηκε ως ατύχημα λόγω των κακών καιρικών συνθηκών που προκάλεσαν την απώλεια προσανατολισμού του πιλότου.
Το EleftherosTypos.gr σας θυμίζει τα όσα έγιναν εκείνη την εποχή ξεκινώντας από την αφήγηση του Χ.Π. που εκείνη τη νύχτα βρέθηκε στην πρώτη γραμμή και με τον δικό του τρόπο εξιστορεί τα όσα έζησε:
«Σήμερα είδα ένα όνειρο. Είδα ότι ο Γενάρης του 1996 ήταν κι αυτός πολύ κρύος και υγρός. Σ’ ένα στρατόπεδο της βόρειας Χίου, η βροχή θαρρείς πως μπορούσε να περάσει από παντού· από τις πιο μικρές ρωγμές μέχρι και από το ανθρώπινο δέρμα. Συζητούσαμε με άλλους στρατιώτες τα τελευταία γεγονότα της έντασης με την Τουρκία. Εγώ, περισσότερο άκουγα, παρά συμμετείχα. Σκουπίζοντας τα χέρια μου από το γράσο του BMP (ρωσικό αμφίβιο άρμα μάχης του ελληνικού στρατού), προσπαθούσα να τιθασεύσω μια άγνωστη διαίσθηση που με περιτριγύριζε εκείνες τις ώρες.
Ωσπου, τα νέα κατέφθασαν. Το σήμα ήταν ξεκάθαρο. Ολοι στους λόχους κι εμείς στα BMP για να φορτώσουμε τα πυρομαχικά. Οχι δεν επρόκειτο για άσκηση. Ποτέ τέτοια ώρα, ποτέ δε φορτώναμε πυρομαχικά στα άρματα. Είχαμε εμπλοκή στα Ιμια. Οι μηχανές των φορτηγών ΡΕΟ, των τζιπ και των BMP μούγκρισαν μανιασμένα, ενώ το στρατόπεδο έμοιαζε με μυρμηγκοφωλιά που της πέταξες μια πέτρα.
Οι δόκιμοι έμοιαζαν (και ήταν) «παγωμένοι». Κάποιοι έτρεξαν για λίγα δευτερόλεπτα στο ένα και μοναδικό καρτοτηλέφωνο έξω από το ΚΨΜ για να μιλήσουν με τους δικούς τους -δεν υπήρχαν τα κινητά στην ευρεία μορφή που υπάρχουν σήμερα. Εμείς δεν είχαμε χρόνο ούτε για σκέψη, ούτε τηλέφωνα. Φορτώσαμε τον εξοπλισμό και καβαλήσαμε τους 13,5 τόνους του καθενός απ’ τα τεθωρακισμένα μας. Σε λίγα λεπτά κατευθυνόμασταν νοτιότερα στους πρόποδες του όρους, όπου έπρεπε να υπερασπιστούμε.
Εγώ στον «πύργο» του BΜΡ έκανα έναν τελευταίο έλεγχο στη διόπτρα, στους διακόπτες, στις ασφάλειες του ιμάντα ρουκετών. Ο αξιωματικός του άρματος προσπαθούσε μέσα στον εκκωφαντικό θόρυβο του άρματος και της μανιασμένης βροχής, να συνεννοηθεί με τον οδηγό ο οποίος εκείνη τη στιγμή με το κεφάλι του έξω απ’ τη θυρίδα, προσπαθούσε να κρατήσει σε σταθερή πορεία το ρωσικό θηρίο.
Περίπου τρεις ώρες μετά, παίρναμε τις θέσεις μάχης, περιμένοντας ένα νέο σήμα. Ημασταν βρεγμένοι και παγωμένοι, οι ερπύστριες των άλλων αρμάτων στρίγκλιζαν λίγο πιο πέρα, αλλά εμείς δεν ακούγαμε, δε νιώθαμε απολύτως τίποτα. Αισθανόμουν συναισθηματικά κενός, παρόλο που όλες οι αισθήσεις μου ήταν στο «κόκκινο». Οι στιγμές ήταν πρωτόγνωρες και η αίσθηση του καθήκοντος διέγραφε τα πάντα. Ημασταν, ουσιαστικά, σαν ρομπότ.«Κανένα νέο;», ρώτησα τον αξιωματικό, ενώ παράλληλα προσπαθούσα να ξεκολλήσω την κάσκα από το μέτωπό μου. «Οχι. Τσέκαρε τους πύρους του PKT (σ.σ. το πολυβόλο)», μου απάντησε κοφτά, προσπαθώντας να ακούσει κάτι απ’ τον ασύρματο.
Αρκετές ώρες μετά ήρθε το σήμα: λήξη συναγερμού. Για κάποιον άγνωστο λόγο, η είδηση δεν έφερε την αναμενόμενη ανακούφιση. Είχαμε παγώσει, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Η κρίση είχε περάσει. Τουλάχιστον για κείνη την ώρα. Μερικά μέτρα πιο πέρα βρισκόταν ένα ξωκλήσι. Μπήκαν πάρα πολλοί μέσα για να αλλάξουν και να ζεσταθούν ανάβοντας ότι κερί υπήρχε διαθέσιμο. Εμείς αλλάξαμε, άλλοι πάνω στα κράνη μας (για να αποφύγουμε τη λάσπη την οποία οι ερπύστριες είχαν μετατρέψει σε βάλτο), άλλοι πάνω στα άρματα.
Σιγά σιγά έφευγε απ’ τα χείλη μας το μωβ χρώμα. Σε λίγο, κάποιοι από μας, παίρναμε το δρόμο της επιστροφής για το τάγμα. Ακόμη τρεις ώρες. Κάπου ανάμεσα στις ρουκέτες πίσω μου στον ιμάντα, είδα πεταμένη μια συσκευασία με γαλέτες (το νάιλον της γαλέτας δεν το διαπερνά ούτε… σφαίρα· μην πω και την ίδια τη γαλέτα…). Τις άνοιξα αμέσως και έδωσα στον αξιωματικό και τον οδηγό. Ακόμη και σήμερα παραμένει ό,τι πιο ωραίο έχω αισθανθεί πως έχω φάει ποτέ.
Μήνες μετά είχαμε ξανά σοβαρή εμπλοκή έξω από τη Χίο, όμως δεν έφτασε ποτέ στο επίπεδο της νύχτας των Ιμίων. Τα χρόνια πέρασαν και τα Ιμια, όμως, παραμένουν στην επικαιρότητα. Καμιά φορά χαμογελάω όταν ακούω διάφορους… «πολεμιστές της καφετέριας» να μιλούν για πόλεμο και εκστρατείες. Ούτε στον ύπνο τους.
Σήμερα είδα ένα όνειρο. Κάποιες φορές μού φαίνεται πως ήταν αληθινό…».
Το χρονικό της κρίσης
25 Δεκεμβρίου 1995: Το τουρκικό φορτηγό πλοίο «Φιγκέν Ακάτ» προσαράζει σε αβαθή ύδατα κοντά στην Ανατολική Ιμια και εκπέμπει σήμα κινδύνου αλλά ο πλοίαρχός του αρνείται βοήθεια από το Λιμενικό, υποστηρίζοντας ότι βρισκόταν σε τουρκική περιοχή
26 Δεκεμβρίου 1995: Το Λιμεναρχείο Καλύμνου ενημερώνει το Υπουργείο Εξωτερικών και αυτό με τη σειρά του το Τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών ότι αν δεν παρέμβει ρυμουλκό, το τουρκικό πλοίο θα κινδυνεύσει.
27 Δεκεμβρίου 1995: Το Τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών τονίζει πως η διάσωση του πλοίου δεν έχει να κάνει με το θέμα των βραχονησίδων στο Αιγαίο για τις οποίες όπως τονίζουν από την Αγκυρα υπάρχει πολύ μεγάλο θέμα,.
28 Δεκεμβρίου 1995: Δύο ελληνικά ρυμουλκά αποκολλούν το τουρκικό φορτηγό και το οδηγούν στο λιμάνι Κιουλούκ της Τουρκίας. Νωρίτερα εκείνη την ημέρα ένα τουρκικό μαχητικό αεροσκάφος συντρίβεται στα ελληνικά χωρικά ύδατα, στην Λέσβο, ύστερα από εμπλοκή με ελληνικά μαχητικά. ΟΤούρκος πιλότος διασώζεται.
29 Δεκεμβρίου 1995: Το Τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών αναφλρει επίσημα αναφέρεται ότι οι βραχονησίδες Ιμια είναι καταχωρισμένες στο κτηματολόγιο Μουγκλά του νομού Μπουντρούμ και ανήκουν στην Τουρκία.
9 Ιανουαρίου 1996: Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών απαντά με χαρακτηριστική καθυστέρηση, απορρίπτοντας τις τουρκικές αξιώσεις.
15 Ιανουαρίου 1996: Παραιτείται ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου, που νοσηλεύεται στο «Ωνάσειο».
16 Ιανουαρίου 1996: Το Υπουργείο Εξωτερικών ζητά αυξημένα μέτρα επαγρύπνησης στην περιοχή των Ιμίων από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας.
19 Ιανουαρίου 1996: Η κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ εκλέγει νέο πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Σημίτη.
26 Ιανουαρίου 1996: Ο δήμαρχος Καλύμνου, Δημήτρης Διακομιχάλης, υψώνει την ελληνική σημαία στην μεγάλη Iμία, συνοδευόμενος από τον αστυνομικό διευθυντή Καλύμνου, τον ιερέα και δύο κατοίκους του νησιού.
27 Ιανουαρίου 1996: Δύο δημοσιογράφοι της εφημερίδας «Χουριέτ» μεταβαίνουν με ελικόπτερο στη Μεγάλη Ίμια, κατεβάζουν την ελληνική σημαία και υψώνουν την τουρκική. Το βίντεο με τους Τούρκους να πανηγυρίζουν κάνει τον γύρο του κόσμου.
28 Ιανουαρίου 1996: Ανδρες του περιπολικού του Πολεμικού Ναυτικού «Αντωνίου» κατεβάζουν την τουρκική σημαία και υψώνουν πάλι την ελληνική και το βράδυ εκείνης της ημέρας Έλληνες βατραχάνθρωποι αποβιβάζονται στη Μεγάλη Ίμια.
29 Ιανουαρίου 1996: Ο νέος πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, στις προγραμματικές του δηλώσεις στη Βουλή, στέλνει μήνυμα προς τη Τουρκία, ότι σε οποιαδήποτε πρόκληση η Ελλάδα θα αντιδράσει άμεσα και δυναμικά. Την ίδια ώρα τουρκικά πολεμικά παραβιάζουν τα ελληνικά χωρικά ύδατα και πλησιάζουν τα Ίμια. Γίνονται διαβήματα από την Ελλάδα σε Ε.Ε. και ΗΠΑ.
30 Ιανουαρίου 1996: Ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης έχει τηλεφωνική επικοινωνία με τον Αμερικανό πρόεδρο Μπιλ Κλίντον. Του τόνισε πως η ελληνική κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να αποσύρει το άγημα, όχι όμως και την ελληνική σημαία. Στα Ίμια σπεύδουν τα πολεμικά πλοία «Ναυαρίνο» και «Θεμιστοκλής».
https://www.youtube.com/watch?v=UT7M0OjbPCk
31 Ιανουαρίου 1996: Τα μεσάνυχτα συγκαλείται σύσκεψη στο γραφείο του Πρωθυπουργού και ο τότε Υπουργός Εξωτερικών, Θεόδωρος Πάγκαλος, φθάνει καθυστερημένα, επειδή παίρνει μέρος σε τηλεοπτική εκπομπή. Στο ΓΕΕΘΑ καταφθάνουν πληροφορίες ότι Τούρκοι κομάντος αποβιβάζονται στη Μικρή Ίμια. Ελικόπτερο του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού απονηώνεται από τη φρεγάτα «Ναυαρίνο» για να επιβεβαιώσει την πληροφορία. Το πλήρωμα του ελικοπτέρου αναφέρει ότι εντόπισε περί τους 10 Τούρκους κομάντος με τη σημαία τους. Δίνεται εντολή να επιστρέψει στη βάση του κι ενώ πετά μεταξύ των βραχονησίδων Πίτα και Καλόλιμνος χάνεται από τα ραντάρ. Λίγη ώρα μετά θα ανασυρθούν νεκρά και τα τρία μέλη του πληρώματος, ο υποπλοίαρχος Χριστόδουλος Καραθανάσης, ο υποπλοίαρχος Παναγιώτης Βλαχάκος και ο αρχικελευστής Έκτορας Γιαλοψός, σκοτώθηκαν.
Η επίσημη θέση του ελληνικού κράτους ήταν ότι το σκάφος κατέπεσε λόγω κακοκαιρίας και απώλειας προσανατολισμού του πιλότου. Την θέση αυτή υποστήριξε σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή» ο πρώην αρχηγός ΓΕΝ ναύαρχος Αντώνης Αντωνιάδης, αναφέροντας μάλιστα πως η τουρκική φρεγάτα Γιαβούζ προσφέρθηκε να βοηθήσει, αλλά πήρε άμεσα από τους πιλότους του ελικοπτέρου αρνητική απάντηση. Παρόλα αυτά όλα αυτά τα χρόνια πάντα υπάρχει η φήμη πως το ελικόπτερο καταρρίφθηκε από τους Τούρκους. Το πρωί της 31ης Ιανουαρίου του 1996 ο Υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ είπε το ιστορικό «No ships, no troops, no flags» και μέχρι το μεσημέρι τα πλοία, οι στρατιώτες και οι σημαίες είχαν αποσυρθεί από τα Ίμια.
Η πολιτική αναταραχή
Από εκείνη την στιγμή η προπαγάνδα της Τουρκίας περί γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο δεν έχει κοπάσει και η τότε κυβέρνηση της Ελλάδας κλυδωνίστηκε πάρα πολύ από την στάση που κράτησε στο συγκεκριμένο θέμα. Η Ελλάδα ποτέ δεν δέχθηκε την ύπαρξη γκρίζων ζωνών επικαλούμενη τις διεθνείς συνθήκες, αλλά ακόμη ηχούν στα αυτιά όλων οι περίφημες δηλώσεις του Κώστα Σημίτη που μέσα από την Βουλή ευχαρίστησε τους Αμερικανούς για τον καταλυτικό τους ρόλο στην αποκλιμάκωση της έντασης. Επίσης σημαντικό στοιχείο είναι πως καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης φάνηκε η μεγάλη δυσπιστία του κ. Σημίτη προς την ηγεσία της ΕΥΠ και των Ενόπλων Δυνάμεων.
Όπως έγραφε χαρακτηριστικά «Το Βήμα»: «Οι αξιωματικοί είχαν μάθει να λειτουργούν με τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος λάτρευε τις συσκέψεις με στρατιωτικούς, τις υπηρεσίες από κλειστές πηγές και τη διαχείριση κρίσεων όπως εκείνη του Μαρτίου του 1987. Ο κ. Σημίτης τους θεωρούσε «ανδρεϊκούς», ξένους στη δική του κουλτούρα και ύποπτους για το στήσιμο παγίδων τις κρίσιμες εκείνες ώρες».
Επίσης το κλίμα έγινε ακόμη χειρότερο από την δημοσιοποίηση απόρρητων εγγράφων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, σύμφωνα με τα οποία ο Θεόδωρος Πάγκαλος συνομιλώντας με τον Αμερικανό ομόλογό του Γουόρεν Κρίστοφερ του απάντησε ότι το ελληνικό κράτος θα αποσύρει την ελληνική σημαία και ότι δεν θα αντικατασταθεί, καθώς «στην περιοχή θα πνέουν δυνατοί άνεμοι» Παρόμοια καταγγελία είχε κάνει και ο ναύαρχος Χρήστος Λυμπέρης, ο οποίος είχε υποστηρίξει πως τις πρωινές ώρες της 31ης Ιανουαρίου άκουσε την ίδια ακριβώς φράση από τον κ. Πάγκαλο, στο γραφείο του Κώστα Σημίτη.
Τα «θερμά» επεισόδια που ακολούθησαν μετά την κρίση
Στις 17 Απριλίου του 1996 συνέβη άλλο ένα επεισόδιο. Ενώ οι δύο πλευρές έκαναν τις συνηθισμένες περιπολίες τους, κατά τις 2 το μεσημέρι εμφανίστηκε ένα ταχύπλοο πολιτικό σκάφος με επιβαίνοντες τρία άτομα. Κατά την αναγνώριση διαπιστώθηκε πως ήταν μέλη της οργάνωσης Ελληνοαμερικάνικη Ένωση και ήθελαν να τελέσουν τρισάγιο στην μνήμη των στρατιωτών που χάθηκαν, στην Μεγάλη Ίμια, έχοντας άδεια από το Λιμεναρχείο Καλύμνου.
Παρ’ όλο που τους δόθηκε η εντολή να τελέσουν το τρισάγιο εν πλω, πέρασαν στην πίσω πλευρά των Ιμίων, όπου η ελληνική πλευρά δεν είχε οπτική επαφή και ελέγχεται από τουρκικές ακταιώρους. Αργότερα φαίνονται να αποβιβάστηκαν στο νησί, αφήνοντας ένα στεφάνι και δύο μικρές σημαίες, μία ελληνική και μία αμερικάνικη και αποχωρούν. Μετά από λίγο δύο τουρκικά αεροσκάφη και ένα ελικόπτερο πετούν πάνω από την Μεγάλη Ίμια.
Επιτελείς του ελληνικού στρατού κρίνοντας πως σκοπός των Τούρκων είναι να πάρουν τις σημαίες, ενημέρωσαν το ελληνικό ΥΕΘΑ. Πήραν την εντολή να πάρουν τις σημαίες από το νησί, πριν από τους Τούρκους. Στην περιοχή κατέφθασε μία ελληνική κανονιοφόρος, ενώ βατραχάνθρωποι από την Μονάδα Υποβρυχίων Αποστολών Λιμενικού Σώματος κατέβηκαν σε φουσκωτό στο νησί. Στον αέρα πέταγαν τα τουρκικά F-16 εμποδίζοντας την κάθοδο των βατραχανθρώπων μέχρι να φθάσουν στην περιοχή ελληνικά μαχητικά, και να αρχίσουν τις εμπλοκές.
Νωρίς το απόγευμα ανακοινώθηκε το πέρας της αποστολής με αίσιο τέλος καθώς οι βατραχάνθρωποι είχαν καταφέρει να κατεβάσουν τις σημαίες και το στεφάνι και να επιστρέψουν με αυτά. Άλλο ένα περιστατικό πουν «πόνεσε» την Ελλάδα καθώς δεν χωρούσαν και δεν έπρεπε να χωρέσουν πανηγυρισμοί στο να κατεβάσεις εθνικά σύμβολα από δικό σου έδαφος.
Στις 12 Απριλίου 2005, υπήρξε ένα ακόμα συμβάν στη περιοχή των Ιμίων. Κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψης στην Τουρκία του τότε Υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας Πέτρου Μολυβιάτη, τουρκικές ακταιωροί πλησίασαν αρκετά στα νησιά αρνούμενες να αποχωρήσουν, ακόμα και όταν ελληνικά σκάφη κατέφτασαν στην περιοχή. Το επεισόδιο διήρκεσε για αρκετές ώρες μέχρι την στιγμή που οι Τούρκοι αποφάσισαν να αποχωρήσουν.