Η σεισμική δραστηριότητα στον ελλαδικό χώρο αποτελεί μια μόνιμη κατάσταση, σε σημείο που να θεωρούμε ότι η επιφανειακή -στην κυριολεξία- ηρεμία δεν είναι παρά το μεσοδιάστημα δύο σεισμών. Βλέπετε, η Ελλάδα ενώνει την Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία όχι μόνο συνοριακά και πολιτισμικά, αλλά και γεωλογικά, αφού συνθλίβεται ανάμεσα στις τεκτονικές πλάκες που ενώνουν τις τρεις ηπείρους.
Αν θεωρήσουμε δεδομένο ότι η ένταση των σεισμών στην Ελλάδα είναι ίδια εδώ και χιλιάδες χρόνια, το μόνο που διαφοροποιεί τους σεισμούς στην αρχαιότητα από το σήμερα είναι οι απώλειες σε ζωές και σε υποδομές. Αν, θεωρητικά, γινόταν τα παλαιότερα χρόνια σεισμός ίδιας ισχύος, με ταυτόσημα σημερινά δεδομένα, είναι βέβαιο ότι ο πρώτος θα προκαλούσε πολύ περισσότερο θύματα και ζημιές από το δεύτερο, αφού τα παλαιότερα κτίρια δεν είχαν καμία σχέση με τα σημερινά, ενώ τότε ήταν πρωτόγονες και οι συνθήκες διάσωσης.
Ο πρώτος σημαντικός από τους 570 διαπιστωμένους σεισμούς άνω των 6 Ρίχτερ που έχουν γίνει στον ελλαδικό χώρο μέχρι σήμερα, ήταν αυτός που προκάλεσε στις 21 Ιουλίου 365 μ.Χ. το ρήγμα της Ελαφονήσου, με καταστροφές σε όλη τη Μεσόγειο, από την Αδριατική και τη Σικελία μέχρι τη Μικρά Ασία και την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Πολλές παραλιακές περιοχές σε Κρήτη, Αχαΐα, Βοιωτία και Ηπειρο εξαφανίστηκαν, ενώ κατά τον ιστορικό Xιώτη, «οι κορυφές του Ταϋγέτου ράγισαν, ο ναός του Δία στην Ολυμπία γκρεμίστηκε, το ίδιο και κτίρια, τείχη, οχυρώματα και στήλες». Το 1303 ένας σεισμός 8 Ρίχτερ που προκαλεί το ρήγμα του Καστελλόριζου σκοτώνει 4.000 ανθρώπους.
Κάθε σεισμική δραστηριότητα με επίκεντρο τη Σαντορίνη έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον, όπως αυτή ανάμεσα στο 1649-1650, που κορυφώθηκε με σεισμό μεγέθους 6,8 Ρίχτερ τον Οκτώβριο του 1650. Οι ιστορικοί της εποχής αναφέρουν γι’ αυτόν: «Συνοδευόταν από υπόγεια ηφαιστειακή έκρηξη με μεγάλη ποσότητα σποδού που μόλις έφτανε στην επιφάνεια του νερού στερεοποιούνταν. Σχηματίστηκε νησίδα με κρατήρα, από όπου εκσφενδονίζονταν πελώριοι πυρακτωμένοι λίθοι, άφθονο πυροκλαστικό υλικό και κυρίως ηφαιστειακή σποδός. Η ηφαιστειακή τέφρα μεταφέρθηκε μέχρι τη Μικρά Ασία, όπου κάλυψε τα φύλλα των δένδρων με ένα λεπτό στρώμα. Από τα δηλητηριώδη αέρια πέθαναν σαράντα χωρικοί και πολλά ζώα και πτηνά. Αρκετά κατοικίδια ζώα έχασαν το φως τους για 8-9 μέρες. Ενα πλοίο που παρέπλεε το ακρωτήρι Kολούμπο ακινητοποιήθηκε από την ελαφρόπετρα που έπλεε και το εννεαμελές πλήρωμά του βρήκε τραγικό θάνατο. Το θαλάσσιο κύμα που δημιουργήθηκε έφτασε τα 30 μέτρα στη δυτική ακτή της Πάτμου. Στη Σίκινο, η θάλασσα υποχώρησε 180 μέτρα. Στη Σαντορίνη, καταστράφηκαν σπίτια και σε περισσότερα από 200 κατέρρευσαν οι θολωτές στέγες. Η δόνηση έγινε αισθητή μέχρι την Κωνσταντινούπολη».
Στις 16 Φεβρουαρίου 1810 σεισμός 7,8 Ρίχτερ σκοτώνει 2.500 άτομα στην Κρήτη, στις 20 Οκτωβρίου 1840 6,5 Ρίχτερ στη Χάλκη προκαλούν 600 θύματα, στις 12 Οκτωβρίου 1856 8,2 Ρίχτερ στη Ρόδο αφήνουν πίσω τους 618 νεκρούς, ενώ στο Ηράκλειο, από τα 3.520 κτίρια της πόλης κρίνονται κατάλληλα προς κατοίκηση μόνο τα 18! Τα 7,2 Ρίχτερ στις 4 Φεβρουαρίου 1867 σκοτώνουν 224 κατοίκους της Κεφαλληνίας, τα 7,5 Ρίχτερ στα Φιλιατρά στις 27 Ιουνίου 1886 αφήνουν πίσω τους 326 νεκρούς ενώ το αιματηρό πέρασμα του Εγκέλαδου στο 19ο αιώνα κλείνει με τα 225 θύματα από τα 7 Ρίχτερ στην Αταλάντη στις 27 Απριλίου 1894.
Προειδοποιήσεις
Οπως σε όλους τους σεισμούς έτσι και στους παραπάνω η φύση εμφανίζει κάποιες προσεισμικές προειδοποιήσεις που είτε δεν λαμβάνονται υπόψη είτε δεν προλαβαίνουν να αναλυθούν και να μεταφερθούν στον πολύ κόσμο, αφού οι καταστροφικές εξελίξεις προλαβαίνουν τους πάντες. Π.χ., στην Αταλάντη, το 1894, κάποιος αγρότης ανάφερε ότι άκουγε παράξενους θορύβους στο κτήμα του στην περιοχή του Θεολόγου, που έμοιαζαν σαν κανονιοβολισμοί μέσα από τον κόλπο. Αλλες φορές υπάρχουν μαρτυρίες ότι προσεισμικά τα πουλιά απομακρύνονται από την περιοχή, τα σκυλιά γαβγίζουν αναίτια, πολλά φίδια κάνουν την εμφάνισή τους, ενώ ακούγεται υπόκωφο βουητό.
Οι πρώτοι πολύνεκροι σεισμοί του 20ού αιώνα γίνονται τη δεκαετία του ’30 στην Ιερισσό και στην Κω. Στον πρώτο, στις 26 Σεπτεμβρίου 1932, 7 Ρίχτερ ισοπεδώνουν την Ιερισσό και το Στρατώνι, αφήνοντας πίσω 161 νεκρούς, 669 τραυματίες και πάνω από 7.500 σπίτια κατεστραμμένα ή με σοβαρές βλάβες.
Στην Κω, στις 23 Απριλίου 1933, την Κυριακή του Θωμά, την ώρα που οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν στις εκκλησίες, τα 6,5 Ρίχτερ καταστρέφουν ολοσχερώς το μισό νησί του Ιπποκράτη, σκοτώνουν πάνω από 200 άτομα ενώ εκατοντάδες είναι οι τραυματίες και οι άστεγοι.
Η πλέον καταστροφική σεισμική ακολουθία του 20ού αιώνα στον ελλαδικό χώρο είναι σίγουρα αυτή που έλαβε χώρα μεταξύ 9 και 12 Αυγούστου 1953 στα Ιόνια νησιά, με την οποία θα ασχοληθούμε αναλυτικότερα σε επόμενο αφιέρωμα. Σήμερα, απλά θα αναφέρουμε ότι άφησε πίσω της 455 θύματα, 21 αγνοούμενους και δεκάδες χιλιάδες ολοσχερώς κατεστραμμένα κτίρια σε Ζάκυνθο, Ιθάκη και Κεφαλληνία. Είναι τόσο έντονη η σεισμική δραστηριότητα στη χώρα μας, που σε αυτό το μικρό αφιέρωμα δεν μπορούμε παρά να αφήσουμε έξω δεκάδες άλλους σεισμούς με εκατοντάδες θύματα, αλλά και φαινόμενα όπως το τσουνάμι που ακολούθησε το σεισμό μεγέθους 7,5 Ρίχτερ στην Αμοργό, στις 9 Ιουλίου 1956.
Πώς γκρεμίστηκε ο μύθος των «άτρωτων» Αθήνας και Θεσσαλονίκης
Παρά τη σταθερά μεγάλη δραστηριότητα στη χώρα μας, μέχρι τη δεκαετία του 1970 οι περισσότεροι πίστευαν ότι τα δύο μεγαλύτερα αστικά κέντρα της χώρας, η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, ήταν «άτρωτα» από σεισμούς μεγάλης ισχύος. Ο μύθος αυτός κατέρρευσε, αρχικά με το μεγάλο σεισμό της Θεσσαλονίκης, το 1978. Ηταν 20 Ιουνίου και όσοι Θεσσαλονικείς δεν βρίσκονταν σε κάποια βόλτα, παρακολουθούσαν οι άνδρες (στην ΥΕΝΕΔ) τον αγώνα Ιταλίας-Αυστρίας για το Μουντιάλ της Αργεντινής και οι γυναίκες (στην ΕΡΤ) το σίριαλ -με συμβολικό για τη στιγμή τίτλο- «Εξοδος κινδύνου», όταν η συμπρωτεύουσα ταρακουνήθηκε στους ρυθμούς των 6,5 Ρίχτερ. Παρότι ένα μήνα πριν είχαν γίνει στην περιοχή 3 σεισμοί πάνω από 5 Ρίχτερ, οι σεισμολόγοι ήταν καθησυχαστικοί, με αποτέλεσμα ο κύριος σεισμός να αιφνιδιάσει τους πάντες. Ο πρώτος μεγάλος σεισμός σε μεγάλο αστικό κέντρο είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο 49 ανθρώπων, τον τραυματισμό εκατοντάδων ενώ χιλιάδες ήταν οι Θεσσαλονικείς που έμειναν για σημαντικό διάστημα μακριά από τα σπίτια τους.
Δύο χρόνια μετά, ο Εγκέλαδος δοκιμάζει με τα Ρίχτερ του την Αττική. Μεταξύ 24 Φεβρουαρίου και 4 Μαρτίου 1981, τρεις σεισμοί (6,7, 6,4 και 6,3 Ρίχτερ), με επίκεντρο τις Αλκυονίδες νήσους στον Κορινθιακό κόλπο, σκορπίζουν τον τρόμο στα εκατομμύρια των κατοίκων της πρωτεύουσας. Ο πανικός είναι τεράστιος, μια και για πρώτη φορά έχουμε σεισμό σε μια τόσο άναρχα πυκνοκατοικημένη πόλη. Μπορεί οι νεκροί να είναι -αναλογικά με άλλους μεγάλους σεισμούς- μόλις 20, αλλά οι καταστροφές σε πολύ μεγάλα τμήματα της Αττικής είναι τεράστιες, ενώ δεκάδες χιλιάδες μένουν σε σκηνές ή σε δρόμους, πλατείες και αυτοκίνητα μέσα στο χειμώνα. Στη ζωή μας μπαίνουν η ομάδα σεισμικής πρόβλεψης ΒΑΝ, το Πανεπιστήμιο της Ουψάλα, ενώ δεν λείπουν οι φήμες και οι «πληροφορίες» για νέο, μεγαλύτερο σεισμό.
Το 1999 δοκιμάζεται και πάλι η πρωτεύουσα. Παρότι είναι μόλις 5,9 Ρίχτερ και κρατά μόνο 15 δευτερόλεπτα, προκαλεί μεγαλύτερο πόνο και καταστροφές από κάθε άλλον στην πόλη. Αιτίες αυτών το πολύ κοντινό στην πρωτεύουσα επίκεντρο (Πάρνηθα), οι κακοτεχνίες στις κατασκευές και το σαθρό υπέδαφος σε κάποιες περιοχές (Ανθούπολη). Τελικός απολογισμός της νέας καταστροφής, 152 νεκροί, εκατοντάδες τραυματίες και ζημιές αξίας άνω των 3 δισ. ευρώ.