Είναι σαφές ότι το κύμα αυτό των κρατικοποιήσεων, με κύριες αιχμές τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού και την Εθνική Τράπεζα, που εξήγγειλε τώρα ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον εφαρμοζόταν, θα έθετε ξανά τη χώρα μας στο στόχαστρο των Θεσμών, αλλά και των αγορών, πυροδοτώντας αλυσιδωτές αρνητικές αντιδράσεις για την οικονομία. Κι αυτό, γιατί με τη συμφωνία για την έξοδο από το τρίτο Μνημόνιο, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ., εκτός από την υποχρέωση για ολοκλήρωση μεταρρυθμίσεων που δεν είχαν γίνει μέχρι και το καλοκαίρι του 2018, ανέλαβε και την υποχρέωση «μη αναστροφής μεταρρυθμίσεων».
Η αποκρατικοποίηση της ΔΕΗ είναι μέρος της μεταρρύθμισης της αγοράς ενέργειας, ενώ η διάσωση με κρατικά χρήματα και η ιδιωτικοποίηση των εμπορικών τραπεζών ήταν μέρος της εξυγίανσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Και οι δύο μεταρρυθμίσεις είναι θεμελιώδεις και σε καμία περίπτωση οι Θεσμοί και δανειστές μας δεν θα δέχονταν την αναστροφή τους. Επιπλέον, τη σκυτάλη από τους δανειστές μας θα έπαιρναν οι αγορές που θα προεξοφλούσαν αύξηση του χρέους, καθώς σε μια περίοδο χρηματοπιστωτικής αστάθειας η κρατικοποίηση μιας μεγάλης επιχείρησης ή μιας τράπεζας θα αύξανε κατακόρυφα τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, ενώ και οι ιδιώτες επενδυτές θα έκλειναν την πόρτα σε όποιες επενδύσεις είχαν προγραμματίσει στην Ελλάδα μεγαλώνοντας τη ζημιά.
Πέρα όμως από κοστοβόρες για την ελληνική οικονομία, οι εξαγγελίες του κ. Τσίπρα είναι και ανεφάρμοστες, καθώς ουσιαστικά προσκρούουν σε ρήτρες και υπογραφές. Και αυτό το γνωρίζει πολύ καλά ο κ. Τσίπρας, που για να ανακάμψει δημοσκοπικά δεν διστάζει να επαναλάβει με άλλο τρόπο την προσπάθεια εξαπάτησης με το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Μόνο που τώρα πλέον τον έχουν μάθει καλά και οι πολίτες.