Στη χθεσινή τελευταία για το 2022 συνέντευξή του, ο επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας εμφατικά και προκλητικά υπενθύμισε το casus belli αναφερόμενος στο θέμα της ενδεχόμενης επέκτασης στα 12 μίλια των ελληνικών χωρικών υδάτων νότια και δυτικά της Κρήτης.
Ο Γιάννης Οικονόμου υπογράμμισε πως η Ελλάδα «ούτε εκφοβίζεται ούτε τρομοκρατείται», ενώ χαρακτήρισε αδιέξοδη την τακτική των απειλών και των προκλήσεων στην οποία επιδίδεται η Τουρκία. Επιπρόσθετα επεσήμανε ότι «η ελληνική κυβέρνηση πολιτεύεται με αποκλειστικό γνώμονα το Διεθνές Δίκαιο και τα εθνικά συμφέροντα. Δεν ετεροπροσδιορίζεται επ’ ουδενί, πόσω μάλλον στα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Θα ήταν χρήσιμο οι Τούρκοι αξιωματούχοι να αναλογιστούν το αδιέξοδο και να μη συνεχίσουν στον ίδιο δρόμο και τη νέα χρονιά». Από την πλευρά του ο Τσαβούσογλου πρόσθεσε ότι «όπως είναι γνωστό, η απόφαση ελήφθη από την Εθνοσυνέλευσή μας τον Ιούνιο του 1995 και το θέμα είναι ξεκάθαρο, ενώ η απόφασή μας παραμένει σε ισχύ».
Επίσκεψη
Ομάδα βουλευτών του τουρκικού Κοινοβουλίου αναμένεται στα τέλη Ιανουαρίου να επισκεφθεί την αμερικανική πρωτεύουσα για επαφές με μέλη του Κογκρέσου αναφορικά με πλειάδα διμερών και άλλων θεμάτων, με επικυρίαρχο το θέμα της προμήθειας 40 αεροσκαφών F-16 BLOCK 70/72, ενώ αναμένεται συνάντηση του ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, Αντονι Μπλίνκεν, με τον Τσαβούσογλου.
Ο δρ Σονέρ Τσαγαπτάι, διευθυντής του Προγράμματος Τουρκικών Σπουδών στο Ινστιτούτο Ουάσιγκτον, δήλωσε στην DW ότι ο γερουσιαστής Μενέντεζ, μέλος του Δημοκρατικού Κόμματος, συνεχίζει να αντιτίθεται στην πώληση, αλλά υπάρχει τρόπος να παρακαμφθεί αυτό, αν η κυβέρνηση Μπάιντεν το επιθυμεί. Η άρση των όρων που είχαν τεθεί για τα F-16 στον προϋπολογισμό του Κογκρέσου ήταν μια θετική εξέλιξη, είπε ο Τσαγαπτάι κι ότι αυτό κατέστη δυνατό με τη συμβολή του Λευκού Οίκου, αλλά η αντίθεση του Μενέντεζ είναι σημαντική, διότι ακόμη και ένας μόνο γερουσιαστής μπορεί να εμποδίσει τέτοιες πωλήσεις όπλων.
Ωστόσο, η Αγκυρα εξέφρασε επίσης πρόσφατα την άποψη ότι η αμερικανική κυβέρνηση μπορεί να προσπαθήσει να παρακάμψει την αντίρρηση του γερουσιαστή Μενέντεζ.
Ο Τσαγαπτάι δήλωσε ότι αυτή η μέθοδος παράκαμψης είναι τεχνικά δυνατή σε ορισμένες περιπτώσεις, σημειώνοντας ότι εάν η διοίκηση υποβάλει μια συμφωνία πώλησης όπλων στο Κογκρέσο ως επίσημο αίτημα, το Κογκρέσο πρέπει να πραγματοποιήσει κοινή συνεδρίαση για να πει «όχι» σε αυτό το αίτημα και η απόφαση της πλειοψηφίας στην κοινή συνεδρίαση των δύο σωμάτων πρέπει να είναι αρνητική. Ο Τσαγαπτάι σημείωσε ότι η αμερικανική κυβέρνηση χρησιμοποίησε αυτή τη μέθοδο για την πώληση όπλων στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και παρέκαμψε το Κογκρέσο, αλλά τονίζει ότι αυτή η μέθοδος δεν χρησιμοποιείται πολύ συχνά ή δεν προτιμάται. Επίσης, δήλωσε σίγουρος ότι ο Λευκός Οίκος επιθυμεί αυτή την πώληση.
«Σε αυτή τη διαδικασία, οι τεχνικές λεπτομέρειες μπορούν να οριστικοποιηθούν στις αρχές του επόμενου έτους. Επίσημα, ο Λευκός Οίκος θα είναι τότε έτοιμος να υποβάλει το αίτημα αυτό στο Κογκρέσο. Σε εκείνο το στάδιο, εάν υπάρχουν άλλα προβληματικά σημεία στις σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ από την πλευρά της Ουάσιγκτον, όπως η είσοδος της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ ή μια νέα επιχείρηση εισβολής στη Συρία, τότε η κυβέρνηση μπορεί να μην είναι σε θέση να πραγματοποιήσει αυτή την πώληση μέσω μιας μεθόδου που θα της δημιουργούσε πολιτικά προβλήματα». Πάντως ο πρόεδρος Μπάιντεν στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη στα τέλη Ιουνίου, ως και στη Σύνοδο Κορυφής των G20 στο Μπαλί της Ινδονησίας προ μηνός είχε μιλήσει με τον Ερντογάν και είχε ισχυριστεί ότι διάκειτο θετικά απέναντι στην αγορά των αμερικανικών αεροσκαφών από την Αγκυρα.
Ελληνοτουρκικά: Επαφές Τουρκίας – Συρίας με καθοδήγηση Πούτιν
Απίστευτο αλλά αληθινό. Ανώτατοι Τούρκοι και Σύροι αξιωματούχοι άμυνας και ασφάλειας πραγματοποίησαν την πρώτη τους δημόσια συνάντηση εδώ και περισσότερο από μία δεκαετία, σε μια δραματική πολιτική αλλαγή προς την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών μετά την υποστήριξη της Αγκυρας στους αντάρτες του FSA κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου στη Συρία. Ο Τούρκος υπουργός Αμυνας, Χουλουσί Ακάρ, και ο επικεφαλής της εθνικής οργάνωσης πληροφοριών της χώρας (ΜΙΤ), Χακάν Φιντάν, συναντήθηκαν με τον Σύρο υπουργό Αμυνας, Αλί Μαχμούντ Αμπάς, και τον διαβόητο αρχηγό της συριακής κατασκοπείας, Αλί Μαμλούκ, στη Μόσχα, σε μια συνάντηση στην οποία συμμετείχαν ο Ρώσος υπουργός Αμυνας, Σεργκέι Σοϊγκού, και ο αρχηγός της ρωσικής μυστικής υπηρεσίας FSB, Αλεξάντερ Μπορτνίκοφ.
Το τουρκικό υπουργείο Αμυνας ανέφερε πως η ομάδα συζήτησε «τη συριακή κρίση και το προσφυγικό πρόβλημα» ως και το συντονισμό των προσπαθειών «για την καταπολέμηση όλων των τρομοκρατικών οργανώσεων στη Συρία». Η συνάντηση, πρόσθεσε, «διεξήχθη σε εποικοδομητική ατμόσφαιρα», διασφαλίζοντας ότι οι ίδιοι αξιωματούχοι θα συναντηθούν ξανά στο άμεσο μέλλον. Η συνάντηση της Μόσχας αντιπροσωπεύει μια αξιοσημείωτη αλλαγή στην τουρκική πολιτική, καθώς η Αγκυρα έχει υποστηρίξει και εκπαιδεύσει ορισμένες ομάδες ανταρτών της Συρίας. Η κίνηση προς τις ειρηνικές σχέσεις μεταξύ Αγκυρας και Δαμασκού αποτελεί αιτία συναγερμού για τα περισσότερα από 4 εκατομμύρια Σύρους πρόσφυγες που έχουν αναζητήσει καταφύγιο στην Τουρκία από το 2011.
Το 2017, ο Τούρκος πρόεδρος, Ρ. Ερντογάν, είπε σε συνέντευξη Τύπου ότι «ο Μπασάρ αλ Ασαντ είναι σίγουρα ένας τρομοκράτης που έχει διαπράξει κρατική τρομοκρατία», επισημαίνοντας τους χιλιάδες αμάχους που σκοτώθηκαν, καθώς και τα 5,6 εκατομμύρια πρόσφυγες που έφυγαν στο εξωτερικό για διάφορους προορισμούς.
Ωστόσο, τον περασμένο Σεπτέμβριο, ο Ερντογάν σηματοδότησε ξαφνικά την αρχή μιας αλλαγής πολιτικής όταν δήλωσε ότι «η διπλωματία δεν μπορεί ποτέ να αποκοπεί» με τη Δαμασκό. Δύο μήνες αργότερα, πρόσθεσε ότι ήταν πρόθυμος να πραγματοποιήσει συνάντηση με τον Σύρο ηγέτη κατόπιν καθοδήγησης από τη Μόσχα. «Μια συνάντηση με τον Ασαντ μπορεί να γίνει. Δεν υπάρχει αγανάκτηση στην πολιτική. Αργά ή γρήγορα, μπορούμε να κάνουμε βήματα», είπε. Τα σχόλια του Ερντογάν για την ανάγκη για διπλωματία επαναλήφθηκαν από τον υπουργό Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ο οποίος πυροδότησε έντονες διαμαρτυρίες μεταξύ των αντιπάλων του Ασαντ στη Βόρεια Συρία, αφού δήλωσε νωρίτερα ότι η ειρηνική συμφιλίωση μεταξύ των ανταρτών και της κυβέρνησης Ασαντ είναι πλέον αναγκαιότητα.