«Δεν μετανιώνω για τίποτε», είχε παραδεχθεί ο άνθρωπος που είτε κλέβοντας κλειδιά και φτιάχνοντας αντικλείδια με πλαστελίνες είτε ντυμένος γυναίκα κατάφερε να αποδράσει δέκα φορές από τις πιο «σκληρές» φυλακές της χώρας και χθες στα 73 του χρόνια έφυγε από τη ζωή στο νοσοκομείο της Χαλκίδας όπου νοσηλευόταν με σοβαρά προβλήματα υγείας.
Ο Ρωχάμης ήταν και θα είναι στα αστυνομικά χρονικά μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Η ζωή του βγαλμένη σαν από αστυνομική ταινία με το πιο απαιτητικό σενάριο. Οι ληστείες, οι διαρρήξεις και οι κινηματογραφικές του αποδράσεις είτε μεταμφιεσμένος είτε από την μπροστινή πύλη του Κορυδαλλού απασχόλησαν τα πρωτοσέλιδα τις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Και, μάλιστα, έγιναν η αφορμή ώστε να δημιουργηθεί ένας μύθος γύρω από το όνομά του, με δεδομένο ότι ποτέ του δεν διέπραξε φόνο. «Το να αφαιρέσεις μια ανθρώπινη ζωή δεν έχει νόημα», είχε πει ο ίδιος στο παρελθόν.
«Ακόμη και όταν ήμουν στην απομόνωση, ένιωθα ελεύθερος», είχε δηλώσει μετά την αποφυλάκισή του, τον Απρίλιο του 2000, ο Βαγγέλης Ρωχάμης. Από τότε αποσύρθηκε από την εγκληματική δράση και επέστρεψε στον τόπο όπου γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια, στην Εύβοια. Ζούσε, όπως λένε όλοι όσοι τον γνώριζαν, μακριά από εντάσεις, στο σπίτι του στο Λευκαντί, αφιερώνοντας χρόνο στην οικογένειά του, στους φίλους του και στο ψάρεμα. Είχε για ένα διάστημα αποκτήσει και ένα καφενείο-ουζερί.
Πατρίδα του υπήρξε το χωριό Βασιλικό, όπου και ήρθε στον κόσμο το 1951. Από μικρός ο Ρωχάμης αναγκάστηκε να κάνει διάφορες δουλειές για να στηρίξει την πολύτεκνη οικογένειά του.
Περνώντας τα χρόνια και φτάνοντας στα είκοσι, έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τον κόσμο της παραβατικότητας. Κατά τη στρατιωτική του θητεία στη Σύρο και με την αιτιολογία ότι δεν του χορηγήθηκε άδεια για να επισκεφθεί τη νεογέννητη κόρη του, αποφάσισε να αποδράσει από το στρατόπεδο. Κατηγορήθηκε για κλοπή μοτοποδηλάτου και καταδικάστηκε σε τρεισήμισι μήνες φυλάκιση στο σωφρονιστικό κατάστημα Κορυδαλλού.
Πέντε χρόνια αργότερα (1976) φυλακίστηκε για μια κλοπή χρηματοκιβωτίου που πραγματοποίησε στο ταχυδρομείο του χωριού του. Ο ίδιος είχε πει (στον Alpha) ότι μαζί με έναν συνεργό του πήγαν σε ένα ποτάμι και το άνοιξαν με πέτρες. Τα περισσότερα χρήματα τότε τα πήρε ο αέρας.
Για τον Ρωχάμη ήταν μόνο η αρχή. Το 1980 βρίσκεται και πάλι με χειροπέδες για απόπειρα πώλησης κλεμμένων τηλεοράσεων και οδηγείται πίσω από τη σιδερένια πόρτα του Κορυδαλλού.
Τον Δεκέμβριο του 1981 πρωτοστάτησε στην εξέγερση κρατουμένων στις φυλακές. «Μπορούσα να οργανώνω τους κρατουμένους να είναι αγαπημένοι και διεκδικούσαμε όλοι μαζί περισσότερα δικαιώματα και καλύτερη ζωή στις φυλακές», είχε πει προσθέτοντας: «Το ’81 είχαμε καταλάβει επί ένα μήνα τη φυλακή. Μέχρι και τα υπόγεια ελέγχαμε». Για τη δράση του καταδικάστηκε σε 27 μήνες φυλάκιση.
«Φαντομάς»
Στο «ενεργητικό» του ο Βαγγέλης Ρωχάμης είχε ληστείες, κλοπές, φθορές ξένης ιδιοκτησίας, οπλοφορίες, οπλοχρησίες. Είχε και πάνω από δέκα αποδράσεις από τις φυλακές, όπως του Κορυδαλλού, της Χαλκίδας, της Αλικαρνασσού, της Κέρκυρας, και αυτός ήταν και ο λόγος που για χρόνια πρωταγωνιστούσε στην επικαιρότητα.
«Εχω φύγει απο όλες τις φυλακές εκτός από την Πάτρα. Εκεί για δυόμισι χρόνια ήμουν σε μια απομόνωση όπου ήταν αδύνατη η απόδραση. Και οι προσπάθειές μου ήταν να βγω από την απομόνωση για να μπορώ να δραπετεύσω», είχε δηλώσει, λέγοντας: «Για να κάνεις μια απόδραση, χρειάζεται ταλέντο».
Στις προσπάθειές του να «ξεγλιστρήσει» από τη φυλακή, λέγεται ότι είχε τη βοήθεια φίλων. Χαρακτηριστικό ήταν το περιστατικό στα μέσα της δεκαετίας του ’80, τότε που η Αστυνομία τον αναζητούσε με συντονισμένη επιχείρηση μεγάλης κλίμακας και ο Ρωχάμης διασκέδαζε σε νυχτερινό κέντρο, οι θαμώνες του οποίου δεν τον κατέδωσαν.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
Μία από τις αποδράσεις του που απασχόλησαν τα πρωτοσέλιδα της εποχής ήταν αυτή που πραγματοποίησε τον Απρίλιο του 1986. Ο Ρωχάμης αρχικά βρισκόταν έγκλειστος στις φυλακές της Κέρκυρας. Ωστόσο, για να παραστεί σε μια σειρά από δίκες, είχε μεταφερθεί (αρχές Φεβρουαρίου) στον Κορυδαλλό.
Η «μεγάλη ημέρα» για εκείνον ήταν η 7η Απριλίου του 1986. Τότε δέχτηκε στο προγραμματισμένο επισκεπτήριο τον κουνιάδο του. Οταν ο χρόνος της επίσκεψης τελείωσε, ακολούθησε τους συγγενείς και φίλους των συγκρατουμένων του που έφευγαν από την κεντρική είσοδο των φυλακών. Εφυγε κάτω από τη μύτη των σωφρονιστικών από την ξεκλείδωτη πόρτα. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εποχής, «οι φύλακες δεν τον αναγνώρισαν γιατί φορούσε κοστούμι και όχι φόρμα όπως συνήθιζε».
Ο ίδιος σε συνέντευξή του (Alpha) το 2016 είχε πει: «Για να πάμε στο επισκεπτήριο, περνούσαμε τουλάχιστον δέκα πόρτες. Αλλες ήθελαν κλειδιά και άλλες όχι. Οταν περνούσαμε από τη γραμματεία, είδα ότι τα κλειδιά ήταν περασμένα σε ένα ταμπλό. Οταν τα είδα την πρώτη φορά, φρόντισα να έχω ένα κομμάτι πλαστελίνης μαζί μου. Οταν πέρναγα από εκεί (συνήθως όταν επέστρεφε από τα δικαστήρια) και είχα χρόνο δέκα λεπτά μέχρι να έρθει η σειρά μου, έπαιρνα ένα κλειδί και μπαμ… Πέρασαν δέκα μήνες, ίσως και χρόνος, για να πάρω τα 5-6 κλειδιά που χρειαζόμουν. Τα έδινα σε κάποιον έξω και μου τα έφτιαχνε. Το να ανοίξεις όλες τις πόρτες ήταν θέμα υπομονής. Τις δύο τελευταίες τις άνοιξαν μόνοι τους, από εκεί που έφευγαν οι δικηγόροι, γιατί έτσι έφυγα. Είχα ντυθεί σαν δικηγόρος…».
Αλλη μία ήταν στις φυλακές της Χαλκίδας. Λέγεται ότι τον είχαν βάλει να βάψει έναν τοίχο. Ομως, ο Ρωχάμης είχε άλλα σχέδια. Πήδηξε από την ταράτσα στη σκοπιά, από τη σκοπιά στο δρόμο και έφυγε.
Ο ΜΥΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΚΗ ΝΑΣΙΟΥΤΖΙΚ
Υπήρχε όμως και ένας μύθος, σύμφωνα με τον οποίον ο «Πεταλούδας» ήταν και στη δίκη του συγγραφέα Θανάση Νάσιουτζικ, που κατηγορήθηκε για το φόνο του επίσης συγγραφέα και φίλου του Θανάση Διαμαντόπουλου.
Η δίκη ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1986 και λέγεται ότι το… «παρών» έδωσε ο Ρωχάμης, που είχε γνωρίσει τον κατηγορούμενο στη φυλακή. Ο διαβόητος κακοποιός λέγεται ότι παρουσιάστηκε μεταμφιεσμένος σε γυναίκα για να τον βοηθήσει να διαφύγει. Πάντως, ο Ρωχάμης το είχε αρνηθεί.
«ΤΟ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΚΟΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΚΡΙΒΟ… ΣΠΟΡ»
Είχε δε αποκαλύψει ότι μία από τις ληστείες που είχε διαπράξει του είχε αποφέρει 60 εκατομμύρια δραχμές. Δήλωνε τότε πως «πλέον δεν έχει ούτε ευρώ από εκείνα τα χρήματα». «Τα έτρωγα, τα έδινα… είχα βοηθήσει παιδάκια που είχαν καψίματα και ήθελαν πλαστικές, άλλα που χρειάζονταν εγχειρήσεις. Το να είσαι κακοποιός είναι “ακριβό σπορ”. Επρεπε να νοικιάζω 12-13 διαμερίσματα ταυτόχρονα. Ημουν υποχρεωμένος να πληρώνω ανθρώπους για να μου φέρνουν αυτοκίνητα, όπλα».
Ενώ αναφερόμενος στη σχέση του με τις διωκτικές Αρχές, είχε σημειώσει: «Εκαναν απλώς τη δουλειά τους».
Η μόνη περίπτωση όμως που θύμωσε με τους αστυνομικούς ήταν όταν η ΕΛ.ΑΣ. συνέλαβε την κόρη του, όπως έλεγε ο ίδιος, «για να τον εκβιάσει». «Είχα ένα bren από τανκ. Εκοψα λοιπόν την οροφή μιας BMW και ξεκίνησα από τη Φυλής όπου είχα κρυμμένα αυτοκίνητα για το Χαϊδάρι». Στη συνέχεια, τον έπιασε λάστιχο και έτσι οπλίστηκε με ένα uzi αλλά και με άλλα όπλα και χρησιμοποίησε ένα ταξί που περνούσε από το δρόμο του. «Κατέβηκα στο Χαϊδάρι και πυροβολούσα τις μαρκίζες και τα κεφάλια από κάποιες κούκλες στα μαγαζιά. Ηθελα να τους δείξω ότι μπορούσα, αλλά δεν ήθελα. Επέστρεψα το ταξί στον κάτοχό του, του άφησα και 200 χιλιάδες δραχμές και εξαφανίστηκα. Είχα στείλει το μήνυμά μου».