ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΒΕΝΑΡΔΟΣ
Ο ληστής με τις γλαδιόλες
Νοέμβριος του 1973, τα μάτια όλων είναι στραμμένα στις φοιτητικές κινητοποιήσεις στο Πολυτεχνείο. Το κέντρο της Αθήνας έχει παραλύσει. Το ημερολόγιο γράφει τη 16η ημέρα του μήνα όταν ένα πολυτελέστατο αυτοκίνητο μάρκας Τζάγκουαρ σταθμεύει μπροστά από το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας, στην οδό Πρατίνου, στο Παγκράτι. Από τη θέση του οδηγού βγαίνει ένας καθολικός παπάς με ράσα, καπέλο και γυαλιά ηλίου. Με γρήγορα βήματα μπαίνει στην τράπεζα. Βγάζει μία κοντόκαννη καραμπίνα, που είχε κρυμμένη κάτω από τα ράσα, και ζητάει από τον διευθυντή του υποκαταστήματος να βάλει μέσα σε μία μαύρη σακούλα τα χρήματα. Η επιχείρηση κράτησε μόνο τρία λεπτά και ο Βενάρδος έφυγε με το αστρονομικό για εκείνη την εποχή ποσό των 2.300.000 δραχμών. Το πολυτελές αυτοκίνητο το είχε κλέψει το προηγούμενο βράδυ της ληστείας από ένα γκαράζ στο Κολωνάκι. Ο Θεόδωρος Βενάρδος φεύγει για το εξωτερικό και με τα χρήματα της ληστείας διασκεδάζει σε διάφορα κλαμπ της εποχής και καζίνο του Μόντε Κάρλο. Επιστρέφει στην Αθήνα και συνεχίζει την πολυτελή ζωή σκορπώντας τη λεία του. Συλλαμβάνεται τον Ιανουάριο του 1974 σε ένα οπλοπωλείο στην οδό Αριστείδου, στην Αθήνα, ενώ διαπραγματεύεται την αγορά μίας καραμπίνας. Το μεσημέρι της 24ης Απριλίου 1974 ο 25χρονος τότε Θεόδωρος παίζει ποδόσφαιρο με συγκρατουμένους του στο προαύλιο των φυλακών Κορυδαλλού. Κάποια στιγμή, η μπάλα έπεσε στο κενό μεταξύ του εξωτερικού τοίχου και της εσωτερικής περίφραξης. Οι κρατούμενοι παρακάλεσαν τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους που βρίσκονταν στις υπερυψωμένες σκοπιές να τους πιάσουν την μπάλα. Οταν ένας φρουρός κατέβηκε από τη σκοπιά, ο Βενάρδος βρήκε την ευκαιρία να το σκάσει. Πήδηξε τη μάνδρα της εσωτερικής περίφραξης και στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς τη σκοπιά του εξωτερικού τοίχου. Πήδηξε από ύψος πέντε μέτρων και βρέθηκε εκτός φυλακών. Λίγες ημέρες αργότερα, χτυπά με τον πλέον εντυπωσιακό τρόπο τράπεζα στα Σεπόλια. Είχε κρύψει την καραμπίνα σε ένα μπουκέτο με γλαδιόλες! «Δεν έκανα ληστεία. Εγώ απλώς έδωσα το μπουκέτο με τις γλαδιόλες στην ταμία και αυτή μου έδωσε 500.000 δρχ.», είχε δηλώσει μερικούς μήνες αργότερα κι ενώ είχε συλληφθεί από τους αστυνομικούς της Ασφάλειας. Ο Βενάρδος έπειτα από πολλές μεταγωγές σε διάφορες φυλακές της χώρας βρέθηκε κρεμασμένος στο κελί του το καλοκαίρι του 1984. Το πόρισμα ήταν αυτοκτονία.
ΚΩΣΤΑΣ ΣΑΜΑΡΑΣ
Ο Ελληνας «πεταλούδας»
Καλοκαίρι του 1987 και ο θεσσαλικός κάμπος «βράζει». Στο κτίριο όπου στεγάζεται η Αστυνομική Διεύθυνση στη Λάρισα ο Κώστας Σαμαράς περίμενε, έπειτα από ένα δικαστήριο που είχε, τη μεταγωγή του στην Κέρκυρα. Μετρούσε ήδη 22 μήνες στη φυλακή, κάτι που σταματούσε εκείνη την ημέρα. Πηγαίνοντας κάποια στιγμή στην τουαλέτα διαπίστωσε ότι το στενό παραθυράκι της, που ήταν μόλις δυόμισι μέτρα πάνω από το έδαφος, οδηγούσε στην ελευθερία. Δίχως να το πολυσκεφτεί, βγήκε από το παράθυρο και άρχισε να διασχίζει την ταράτσα. Πήδηξε στον κήπο μιας μονοκατοικίας, βγήκε στον δρόμο και άρχισε να τρέχει αντίθετα από το κτίριο της Αστυνομικής Διεύθυνσης. Κάποια κυρία, που τον είδε από το μπαλκόνι της, άρχισε να φωνάζει στους αστυνομικούς, αλλά μέχρι εκείνοι να συνειδητοποιήσουν τι είχε γίνει ο Σαμαράς ανέπνεε και πάλι τον αέρα ελευθερίας. «Πάντα σχεδίαζα τις αποδράσεις μου από τις φυλακές, προτού τις κάνω πράξη. Εκανα ένα καλό σκανάρισμα του χώρου και των ανθρώπων στη φυλακή, ποιες οι συνήθειες του προσωπικού στη φυλακή, σκεφτόμουν πού είναι τα λάθη και ποιο είναι το αδύνατο σημείο, τα επεξεργαζόμουν όλα. Απέδρασα πέντε φορές και πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν κενά ασφαλείας», είχε πει σε παλαιότερη συνέντευξή του. Σήμερα ο Κώστας Σαμαράς, ο οποίος είχε συμπληρώσει 22 χρόνια στις φυλακές, έχει αλλάξει πορεία ζωής. Από το 2018, που αποφυλακίστηκε, ζει στη γενέτειρά του, τα Τρίκαλα, και εργάζεται ως δημοσιογράφος-φωτορεπόρτερ σε τοπική εφημερίδα. «Οταν αποφυλακίστηκα το 2018 από τις φυλακές της Χαλκίδας, πήγα με τα πόδια μέχρι τη γέφυρα της Χαλκίδας για να νιώσω την ελευθερία μου. Είχε έρθει και η γυναίκα μου, καθώς και κάποιοι φίλοι από τα Τρίκαλα, και πήγαμε όλοι μαζί σε ένα ταβερνάκι και φάγαμε. Η γυναίκα μου και η μητέρα μου, αυτές οι δύο γυναίκες είναι που με κρατάνε και δεν έχω ξαναμπλέξει με την παρανομία και έχω αλλάξει στάση ζωής. Εχω αφήσει πίσω το παρελθόν και εργάζομαι όπως όλος ο κόσμος για να μπορέσω να επιβιώσω, μακριά από ληστείες και κλοπές», έχει αναφέρει.
ΟΛΙΒΕΡΑ ΤΣΙΡΚΟΒΙΤΣ
Η αμαζόνα των «Ροζ Πανθήρων»
«Καταδικάστηκα σε 12 χρόνια για οργανωμένο έγκλημα, διακεκριμένη κλοπή και ένοπλες ληστείες ως μέλος της διεθνούς εγκληματικής ομάδας “Ροζ Πάνθηρες”», γράφει στην αρχή του πρώτου βιβλίου της με τίτλο «Pink Panther», που έχει πουλήσει πάνω από 50.000 αντίτυπα, η Ολιβέρα Τσίρκοβιτς, η μπασκετμπολίστρια με ύψος 1,92 μ., που αγωνίστηκε με τα χρώματα της Γιουγκοσλαβίας και φόρεσε τη φανέλα Παναθηναϊκού και Παγκρατίου. Από τα παρκέ βρέθηκε στην παρανομία, ως μέλος της συμμορίας «Ροζ Πάνθηρες», που λήστευε κοσμηματοπωλεία. Επειτα από μία ληστεία στην Καλλιθέα, η Ολια, όπως είναι το υποκοριστικό της, προφυλακίζεται στον Κορυδαλλό, αλλά από την αρχή, όπως έχει πει, ήταν αποφασισμένη να αποδράσει. Στις 15 Ιουλίου 2012 ήταν όλα έτοιμα. Ζήτησε από μία σωφρονιστική υπάλληλο, η οποία τη συμπαθούσε, να της ανοίξει την πόρτα προκειμένου να της φέρουν χρώματα για να ζωγραφίσει. Εκείνη της άνοιξε, η 43χρονη παρέλαβε τα χρώματα και καθώς η φρουρός τα ήλεγχε δέχθηκε ένα χτύπημα που την άφησε αναίσθητη, με αποτέλεσμα η Τσίρκοβιτς να γίνει καπνός. Τρεις μήνες μετά την απόδραση, ακολούθησε τον γνώριμο δρόμο της συμμετέχοντας σε νέα ληστεία κοσμηματοπωλείου, με αποτέλεσμα να πέσει ξανά στα χέρια της Αστυνομίας. Στις ελληνικές φυλακές έμεινε πέντε χρόνια ζωγραφίζοντας και γράφοντας βιβλία για τη ζωή της, που έχουν ήδη γίνει ανάρπαστα στην πατρίδα της τη Σερβία, όπου γύρισε και ζει μετά την αποφυλάκισή της το 2017.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΡΩΧΑΜΗΣ
Η τελευταία «απόδραση»
Στον Ιερό Ναό του Αγίου Ιωάννη του Ρώσου, στο Βασιλικό Ευβοίας, τελέστηκε το πρωί της περασμένης Πέμπτης η εξόδιος ακολουθία του Βαγγέλη Ρωχάμη, που πέθανε σε ηλικία 73 ετών. Ο Ελληνας μετρ των αποδράσεων έμεινε στην ιστορία των ποινικών χρονικών για τις ληστείες και τις αποδράσεις του, χωρίς να έχει προκαλέσει θάνατο. «Από όλες τις φυλακές έχω αποδράσει, εκτός από τις φυλακές Πατρών. Εκεί πέρασα δυόμισι χρόνια στην απομόνωση και ήταν αδύνατον να το σκάσω», είχε πει σε κάποια συνέντευξή του. Ληστής τραπεζών, που συνήθιζε να μοιράζει χρήματα σε οικογένειες με προβλήματα. Σε μία από τις συνολικά δέκα αποδράσεις του είχε αποκαλύψει πως παρακολουθούσε τις συνομιλίες των αστυνομικών που τον αναζητούσαν και υποδυόμενος τον εκφωνητή Κέντρου έδινε οδηγίες στα περιπολικά να πάνε στο κέντρο της Χαλκίδας. Ετσι, όταν οι αστυνομικοί έφυγαν από τα μπλόκα, βρήκε ευκαιρία και έγινε καπνός με ένα κλεμμένο σπορ αυτοκίνητο. Οπως έχει αποκαλύψει ο ίδιος, η μεγαλύτερη λεία που έπιασε ποτέ από ληστεία ανερχόταν στα 60.000.000 δραχμές, τα οποία, φυσικά, και εξαφανίστηκαν, αφού τα έξοδα ήταν πολλά. Σε κάποια από τις αποδράσεις του και ενώ βρισκόταν στον Κορυδαλλό χρειάστηκε να αντιγράψει σε πλαστελίνη όλα τα κλειδιά που άνοιγαν τις πόρτες και βρίσκονταν σε κοινή θέα, διαδικασία που κράτησε έναν χρόνο. Ενώ στην ιστορία θα μείνει η μεταμφίεσή του σε ηλικιωμένη γυναίκα, μιας και οι Αρχές τον αναζητούσαν και πήγε στη δίκη του Θανάση Νάσιουτζικ, που κατηγορείτο για τον θάνατο του συγγραφέα Θανάση Διαμαντόπουλου, για να τον βοηθήσει να αποδράσει. Ο Βαγγέλης Ρωχάμης αποφυλακίστηκε το 2000 και έζησε στην Εύβοια. Διατηρούσε, μάλιστα, και ένα εστιατόριο, ενώ το τελευταίο διάστημα νοσηλευόταν στο νοσοκομείο Χαλκίδας με προβλήματα υγείας.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΛΑΙΟΚΩΣΤΑΣ, ΑΛΚΕΤ ΡΙΖΑΪ
Είχαν… αδυναμία στα ελικόπτερα!
Η ζωή του Βασίλη Παλαιοκώστα έγινε μέχρι και σειρά podcast στην Αμερική. Γνωστός και ως «Ρομπέν των δασών της Ελλάδας», έχει κάνει τις πιο εντυπωσιακές αποδράσεις που έχουν γίνει σε ελληνικές φυλακές, ενώ μέχρι σήμερα καταζητείται από τις διωκτικές Αρχές. Συνολικά έχει καταφέρει να αποδράσει τέσσερις φορές, τις δύο, μάλιστα, έφυγε από τη φυλακή με ελικόπτερο. Η πρώτη ήταν το καλοκαίρι του 2006, όταν το ελικόπτερο προσγειώθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού και παρέλαβε μαζί με τον Βασίλη Παλαιοκώστα και τον Αλκέτ Ριζάι. Χρειάστηκαν μόλις 35 δευτερόλεπτα! Ο Βασίλης Παλαιοκώστας περιγράφει στο βιβλίο του «Μια φυσιολογική ζωή – Δράσεις και αποδράσεις ενός επικηρυγμένου» τις στιγμές που μαζί με τον Αλκέτ Ριζάι περίμεναν το ελικόπτερο: «Ο Αλκέτ γύρω από τη μέση του και κάτω από το μπλουζάκι του είχε μία αλυσίδα και ένα λουκέτο. Εγώ κράταγα μία πλαστική σακούλα που μέσα είχε μία μεγάλη κόκκινη σημαία μεταξοτυπία. Είχαμε, επίσης, από ένα αυτοσχέδιο μαχαίρι για τυχόν ήρωες. Φτάσαμε και σταθήκαμε πως δήθεν κουβεντιάζουμε μέσα από την κιγκλιδωτή πόρτα που οδηγούσε στο προαύλιο. Δεν πέρασαν δύο λεπτά, όταν είδαμε στον ορίζοντα και στο ύψος του Κηφισού περίπου το ελικόπτερο να κατευθύνεται βόρεια και κάποια στιγμή το χάσαμε από τα μάτια μας. “Πάμε, φίλε, έρχονται”, μου είπε ο Αλκέτ. Περάσαμε μαζί την πόρτα και ο Αλκέτ την έκλεισε πίσω του. Εβγαλε από τη μέση του την αλυσίδα, την πέρασε γύρω από τα κάγκελα και την κλείδωσε με το λουκέτο. Κατευθυνθήκαμε στο κέντρο του προαυλίου. Απλώσαμε ως σημαδούρα την κόκκινη σημαία, που πάνω της είχε μαύρο φόντο τη μορφή του Τσε Γκεβάρα»!