Στην αρχή της χθεσινής διαδικασίας προκλήθηκε ένταση όταν η πρόεδρος του δικαστηρίου και συνήγοροι υπεράσπισης αντέδρασαν όταν είδαν τους συγγενείς να τοποθετούν τις φωτογραφίες των θυμάτων, έχοντας και έντονο διάλογο με μέλη του ακροατηρίου.
Πρόεδρος: Εχω γνώση και επίγνωση τι δικάζουμε. Θέλω να ξέρω γιατί έχετε βάλει φωτογραφίες των θυμάτων στα έδρανα.
Δικηγόρος: Συγγνώμη, κυρία πρόεδρε, γιατί έτσι θέλουν. Απαγορεύεται;
Πρόεδρος: Θέλετε να είναι φορτισμένο το κλίμα;
Ακροατήριο: Είναι 4,5 χρόνια φορτισμένο το κλίμα. Κυρία πρόεδρε, σεβόμαστε το δικαστήριό σας, σεβαστείτε κι εσείς τον πόνο μας.
Ακροατήριο: Το θεωρείτε προσβλητικό;
Πρόεδρος: Οχι.
Ακροατήριο: Τότε, αφήστε μας να δείξουμε τον πόνο μας.
Πρόεδρος: Δεν θέλω να έχει κανένας καμία αγωνία ότι δεν έχει καταλάβει το δικαστήριο.
Ακροατήριο: Θα φανεί στο τέλος.
Πρόεδρος: Δεν θέλω να ακούω τέτοια. Θα δικάσουμε σε κλίμα ψυχραιμίας.
ΚΑΛΛΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ
«Ελιωναν τα πόδια του παιδιού μου»
Η Κάλλι Αναγνώστου σώθηκε, όπως είπε, κατά τύχη, μαζί με τον 4,5 ετών γιο της. «Εριξα μια ματιά από τα παράθυρα και έβλεπα μια μαυρίλα. Δεν υπήρχε σειρήνα, πυροσβεστικό, Αστυνομία, τίποτα. Τα τηλέφωνα είτε δεν απαντούσαν είτε βούιζαν. Κατά τις έξι και πέντε ξύπνησε το παιδί και τότε κόπηκε το ρεύμα. Από ένστικτο ανέβηκα επάνω και πήρα ρούχα για το παιδί. Εριξα μια ματιά έξω και είδα ότι το μαύρο σύννεφο είχε φτάσει σε εμάς. Είδα τεράστιες φλόγες δεξιά μου και φώναξα το παιδί μου. Καιγόμασταν! Κλάματα! Δεν μπορεί να γίνεται αυτό! Είναι ταινία! Είναι όνειρο! Είναι εφιάλτης. Ηταν ο δικός μου εφιάλτης. Φώναξα στο παιδί μου “Κωνσταντίνε, φεύγουμε τώρα!”. Κανένας δεν μας είπε να φύγουμε. Να μη ζήσει το παιδί μου αυτό που έζησε. Αρχίζει να ουρλιάζει “μαμά μου, θα καούμε; Μαμά μου, θα πεθάνουμε;”. Και εγώ να του λέω ντύσου, θα φύγουμε. Δεν έχουμε επιλογή».
Ξεσπώντας σε λυγμούς, είπε: «Μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει τη φρίκη; Κανένας. Γιατί δεν ήταν εκεί. Εμείς ήμασταν εκεί και το ζήσαμε. Ξαφνικά, το παιδί φωνάζει μαμά, πέφτουμε και οι δύο κάτω και αρχίζει να ουρλιάζει: “Μαμά, καίγομαι!!!”. Συνειδητοποίησα ότι δεν είχε βάλει την μπλούζα του. Καιγόταν το δέρμα του και είχα βάλει τα νύχια μου μέσα στο σώμα του. Φώναζα συνέχεια “μην κοιτάς τίποτα, μόνο τρέξε”. Βρισκόμασταν ανάμεσα στο δρόμο… Οπως τρέχαμε, έλιωναν τα πόδια του και εγώ δεν μπορούσα να του πω τίποτα. Φώναζε “μαμά, βοήθησέ με, μαμά, σώσε με». Εγώ δεν τον πήρα αγκαλιά, γιατί αν το έκανα αυτό, θα ήμασταν οι πρώτοι που θα έβρισκαν αγκαλιά. Ημασταν μόνοι μας και καιγόμασταν. Η μόνη φωνή και τα ουρλιαχτά ήταν του παιδιού μου. Μία φωνή που την έχω μέσα μου. Ακόμα και τώρα φοβάμαι να τον πάρω αγκαλιά.
Κάποια στιγμή, όπως τρέχαμε, είδαμε προβολείς. Ηταν ο γιος ενός γείτονα και θεώρησε ότι ήταν πυροσβέστες, εγώ πέθαινα ήδη… Είχα πάρει μεγάλο φορτίο. Ενιωθα τις φλέβες μου να χτυπάνε ακανόνιστα, λες και ήθελαν όλα να βγουν από το σώμα. Μας κατέβασε κάτω και βλέπαμε μόνο καπνούς και πύρινες μπάλες. Μας αφήνει και μας είπε ότι πρέπει να φύγει. Με το που κλείνω την πόρτα του αυτοκινήτου λιποθύμησα για πρώτη φορά. Με παίρνει ο πεθερός μου να με ανεβάσει σε ένα τραπέζι και να πάει να βρει νερό. Δεν ήταν εύκολο. Είχαν φύγει όλοι σαν τρελοί. Καιγόμασταν σαν τα ποντίκια και φύγαμε σαν τα ποντίκια. Βρήκε ένα μπουκάλι και μου έδωσε λίγες σταγόνες. Εκείνη την ώρα λιποθύμησα, και άλλες φορές μετά. Με έσυρε. Με έβαλε πάνω στην πλάτη του. Η πεθερά μου πήρε τον μικρό και πήγαν σε έναν κολπίσκο. Ευτυχώς ήταν μία τουρίστρια και τύλιξε τα ποδαράκια του, και αυτό τον βοήθησε.
Αν δεν ήταν εκείνη, το παιδί μου θα το είχα χάσει. Στην καλύτερη περίπτωση θα είχε χάσει τα πόδια και τα χέρια του. Μου ζητούσε βοήθεια. Δεν μπορούσα να του μιλήσω, αλλά δεν ήθελα να καταλάβει ότι πέθαινα. Ο κόσμος ούρλιαζε για βοήθεια και να μην έρχεται η βοήθεια. Δεν υπήρχαμε έως τότε. Ομως δεν υπήρχαμε ούτε και μετά στην ουσία… Αμελητέες οι δικές μας οι απώλειες. Τα παιδιά να ουρλιάζουν».
Η θάλασσα ήταν το «γιατρικό» της Κάλλι Αναγνώστου, που όταν την είδα μπροστά της είπε να μπει μέσα. «Είδα τη θάλασσα και είπα να μπω να δροσιστώ, αλλά δεν ήθελα να με δει το παιδί μου να πεθαίνω μπροστά του. Είχαμε ένα μπουκάλι νερό και μοιράζαμε τις σταγόνες. Ο σύζυγός μου, που ήταν έξω, προσπαθούσε να μας βρει. Μίλησε με τον πεθερό μου και του είπε ότι καιγόμασταν. Με ρώτησε αν ήθελα να του μιλήσω. Τι να του πω; Οτι το παιδί ήταν καμένο και δεν το προστάτευσα; Κάποια στιγμή ήρθαν πυροσβέστες. Εδωσα τον Κωνσταντίνο και εκείνος φώναζε “θέλω τη μαμά μου”. Προσπάθησαν να πάρουν και εμένα, αλλά είχα τόσο καεί, είχα ανοίξει, και δεν μπορούσαν να με πιάσουν από πουθενά. Πάλευα να ανέβω. Τα πόδια μου ήταν γεμάτα υγρό. Το μόνο που έκανα κάθε φορά που ανάσαινα ήταν να νιώθω τις στάχτες μέσα μου. Ανέβηκα επάνω και δεν τους είδα πουθενά. Είχαν φύγει. Ρώτησα έναν κύριο που είναι το παιδί μου. Κανένας δεν κατέβηκε κάτω γιατί φοβόταν».
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΤΑΓΚΑΛΟΣ
«Βρήκα ένα κουφάρι, δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν η γυναίκα μου»
Ο Παναγιώτης Ντάγκαλος έχασε τη γυναίκα του στις φλόγες, ενώ κατάφεραν να επιβιώσουν ο ίδιος και ο 3,5 ετών γιος του. Ο μάρτυρας περιέγραψε με λυγμούς τις σκηνές τρόμου που έζησε όταν είδε τις φλόγες να πλησιάζουν σπίτι του, ενώ κανείς δεν τους είχε ειδοποιήσει για την πυρκαγιά.
«Πάω να μπω στο αμάξι με τη γυναίκα και το παιδί μου. Βλέπω στην Ποσειδώνος κολλημένα αμάξια. Κάνουμε νόημα στους οδηγούς πιο πίσω ότι έχει μπλοκάρει. Πλησιάζω στο αμάξι και νιώθω ένα κάψιμο από τη δεξιά μου πλευρά. Η φωτιά είχε φτάσει σε εμάς. Ηταν τεράστια, 10 μέτρα ύψος. Η δεξιά πλευρά του προσώπου μου είχε βράσει από το θερμικό φορτίο. Τα αφτιά μου, τα χείλη μου είχαν φουσκώσει μόνο από τη θερμική ακτινοβολία. Μου φωνάζει η γυναίκα μου “το παιδί!” και το τυλίγω με την πετσέτα. Ετρεχα με όλη μου τη δύναμη προς τη θάλασσα. Βρίσκω αδιέξοδο γιατί δεν έβλεπα. Βρήκα το δρόμο προς τη θάλασσα με τις φωτιές να πέφτουν πάνω μας.
Τα εγκαύματά μου ήταν στα χέρια και τα πόδια. Ηταν καιόμενα κλαδιά, αν είχαν πέσει στο κεφάλι μου θα πέφταμε επιτόπου με το παιδί. Στο δρόμο για τη θάλασσα βρήκα μία ηλικιωμένη κυρία. Δεν ξέρω αν τα κατάφερε. Ολα αυτά 50 μέτρα από τη θάλασσα! Με την κουβέρτα που είχα τυλίξει το παιδί μου, που κάηκε σε πολλά σημεία, μπήκαμε στη θάλασσα και σκεπαστήκαμε με αυτήν. Αλλοι που δεν είχαν πετσέτα καιγόντουσαν μέσα στη θάλασσα. Επεφταν οι καύτρες.
Μόλις μπόρεσε, λίγα λεπτά αργότερα, ο κ. Ντάγκαλος άρχισε να ψάχνει τη σύζυγό του, αφήνοντας το παιδί του σε φιλική οικογένεια μέσα στη θάλασσα για να τον προσέχουν. «Ανέβηκα στη στεριά και δεν την έβρισκα πουθενά στην παραλία. Στη θάλασσα δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκτός από ανθρώπους. Δεν υπήρχε το Λιμενικό, δεν υπήρχα κάποιος να μας σώσει. Είχαν ηρεμήσει κάπως τα πράγματα και αποφάσισα να την ψάξω. Βρέθηκα στη λεωφόρο Ποσειδώνος. Αμάξια παντού. Αλλα να καίγονται, άλλα όχι. Πήγα προς το αυτοκίνητό μας. Οσο περπατούσα έβλεπα τα πάντα καμένα. Οταν έφτασα στο αμάξι, βρήκα ένα κουφάρι, έναν απανθρακωμένο βράχο. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν η γυναίκα μου αυτή. Δεν το πίστευα…».
Ο μάρτυρας συνέχισε με δυσκολία την περιγραφή: «Συνάντησα ανθρώπους καμένους και πεθαμένους. Είτε στη στεριά, σε δρόμους, παντού. Ημασταν 180 μέτρα από τη θάλασσα. Η φωτιά μας έκαψε στις 18:40, δηλαδή 2,5 ώρες μετά την έναρξή της. Δεν βρέθηκε κανείς να μας ειδοποιήσει. Οσοι κάηκαν εκεί δεν είχαν άλλη επιλογή. Δε θα ξεχάσω τον άνθρωπο που έβλεπα στο δίπλα αμάξι από μένα και όταν έφευγα ήταν ακόμα στο αμάξι του. Η Πολιτεία, ασχέτως καιρικών συνθηκών, δεν δέχομαι ότι δεν είχε επαρκή χρόνο και γνώσεις για να μας αποτρέψουν από αυτή την καταστροφή. Είμαι πολύ αγανακτισμένος και νευριασμένος. Δεν είναι αμέλεια. Δεν πήραν απόφαση στη στιγμή. Είχαν ώρες να αποφασίσουν…», κατέληξε.
ΖΑΡΟΣΛΑΦΤΣ ΚΟΡΖΕΝΙΟΦΣΚΙ
«Με ρώτησαν αν φορούσε κάτι στο λαιμό του το παιδί»
Οπως κατέθεσε ο Ζάροσλαφτς Κορζενιόφσκι, ήρθε με την οικογένειά του από την Πολωνία για διακοπές και έχασε στη φονική πυρκαγιά τη σύζυγο και το παιδί του.
«Από μακριά είδα φωτιά και μαύρους καπνούς κοντά στο ξενοδοχείο και οι υπάλληλοι μας είπαν να φύγουμε. Αμέσως είπα στη σύζυγό μου να πάρει το παιδί και να πάει στην πισίνα, εγώ πήγα στο δωμάτιο να πάρω διαβατήρια και πράγματα. Οταν κατέβηκα, μου είπαν ότι τους έδιωξαν όλους προς Ραφήνα…».
Ο μάρτυρας, πανικόβλητος, προσπαθούσε να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τη γυναίκα του χωρίς επιτυχία. «Αρχισα να τρέχω και να τους ψάχνω, η κατάσταση ήταν τρομερή. Είδα σε μία βάρκα τη γυναίκα και το παιδί. Νόμιζα ήταν οργανωμένη διάσωση. Η σύζυγός μου φώναζε να πάω και εγώ πάνω στη βάρκα. Ηταν πολλά άτομα, τους είπα “πηγαίνετε εσείς και εγώ θα τα καταφέρω”. Ημουν σίγουρος πως θα σωθούν. Επαιρνα το τουριστικό γραφείο να μάθω αν είχαν σωθεί, αν ήταν στη βάρκα. Μου τηλεφώνησε ο αδελφός μου από την Πολωνία ότι η σύζυγός μου του είπε ότι ήταν στη βάρκα με το παιδί και ρωτούσε για μένα. Είπα στον αδελφό μου να της πει να σωθούν και να μη σκέφτεται εμένα. Μου είπε ότι ξαναμίλησε και του είπε ότι δεν είχε άλλη μπαταρία. Οταν τελείωσε η φωτιά, γυρίσαμε στο ξενοδοχείο. Δεν υπήρχε καμία βοήθεια».
Ο μάρτυρας, συγκλονισμένος, περιέγραψε πώς έμαθε ότι η οικογένειά του δεν τα κατάφερε, γιατί η βάρκα αναποδογύρισε και πνίγηκαν!
«Η προϊσταμένη του γραφείου ήρθε και πήγαμε μαζί στη Ραφήνα. Πήγαμε στο Λιμεναρχείο. Με φώναξαν και με ρώτησαν αν φορούσε κάτι στο λαιμό του το παιδί. Κατάλαβα ότι τους είχαν βρει. Σε ένα μικρό κτίριο υπήρχαν 4 μαύροι σάκοι. Στον πρώτο ήταν ο γιος μου και στον τέταρτο η σύζυγός μου. Αυτή η τραγωδία δεν θα είχε συμβεί αν λειτουργούσαν οι υπηρεσίες. Κανείς δεν έκανε τίποτα. Πιστεύω ότι θα αποδοθεί δικαιοσύνη. Από τότε η ζωή μου έχει τελειώσει, όπως και όλων εδώ. Σας παρακαλώ πολύ για την απονομή δικαιοσύνης, παίρνω χάπια, δεν μπορώ να ζήσω».
Ειδήσεις σήμερα
Μητσοτάκης σε Τσίπρα:«Ποιες παρακολουθήσεις γίνονταν επί ΣΥΡΙΖΑ από το Pegasus;»
Βανδαλισμοί και σφαίρες από Ρομά – Παραμένει έκρυθμη η κατάσταση