της Δρος. Άννας Κωνσταντινίδου*
Επίσης το πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Jerusalem Institute for Strategy and Security με τίτλο “Israel’s Priorities in the Eastern Mediterranean: The Tango with Turkey Has Limits” αναδεικνύει και φανερώνει το πώς αντιλαμβάνεται το Ισραήλ το συμμαχικό και εταιρικό του μέλλον στην ευρύτερη περιοχή. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το JISS είναι ένα από τα σημαντικότερα και με κυβερνητική απήχηση ινστιτούτα σκέψης του Ισραήλ.
Δεν μπαίνω καν στη διαδικασία να αναφερθώ στα τουρκολαγνικά εγχώρια παπαγαλάκια για το πώς, και κατά παραγγελία Ερντογάν ουσιαστικά, σκιαγραφούν τη σχέση Ισραήλ και Αιγύπτου με την Τουρκία. Όμως η (ρητορική) ερώτηση που θα θέσω αφορά όλους όσους προβληματιζόμαστε με τις (συνεχόμενες) εναλλαγές σε έναν κόσμο ρευστό και εν πολλοίς άναρχο, με την γεωπολιτική έννοια του όρου, ειδικά μετά τον Πόλεμο στην Ουκρανία. “Άραγε, η Αίγυπτος και το Ισραήλ πατάνε σε δύο βάρκες;” είναι το ερώτημα, και με αυτό εννοώ τόσο τη “συμπεριφορά” τους τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή έναντι των ΗΠΑ και της Ρωσίας, όσο και έναντι της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Καταρχάς λοιπόν και πέραν του ύφους της ερώτησης, θέλω να τονίσω ότι ο συγκεκριμένος προβληματισμός είναι τελείως αδόκιμος για όσους έχουν γνώση της Επιστήμης και της μεθοδολογίας των Διεθνών Σχέσεων. Και γιατί είναι αδόκιμη η ερώτηση; Διότι εάν τα κράτη δεν προσπαθούσαν να βρουν “εργαλεία” και “τεχνικές” διαχείρισης και ενίσχυσης της επιβίωσής τους, πολύ απλά όχι μόνο η διάσταση της οποιαδήποτε σύγκρουσης θα τελμάτωνε την εξέλιξη του κράτους γενικά, αλλά συγχρόνως δεν θα ήταν εφικτή η διαμόρφωση και οργάνωση τόσο των κοινωνιών όσο και των πολιτικών και πολιτειακών μορφωμάτων ειδικότερα. Σε μία τέτοια περίπτωση και όπως είναι εύκολα κατανοητό και ανήκουστο μαζί, δεν θα υφίστατο καν η έννοια της Διπλωματίας.
Ωστόσο και βάζοντας στην άκρη την επιστημονική αντιμετώπιση των πραγμάτων και αντιμετωπίζοντας το θέμα λίγο πιο εκλαϊκευμένα, καλό θα είναι αντιληφθούμε ότι τα δύο αυτά -εξ αγχιστείας συγγενικά μας, όπως προσωπικά τα αναφέρω- κράτη, και όχι μόνο αυτά, δεν μπορούν παρά να φαίνονται ότι είναι “και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ”, γιατί αλλιώς θα ήταν καταδικασμένα σε διαρκή ένταση.
Όμως ειδικά ως προς την τήρηση ισορροπιών που έχουν να κάνουν με τους ανταγωνισμούς ισχύος, θα πρέπει να λάβουμε επιπλέον υπόψη μας ότι η ιστορία και η γνώση της Εθνολογίας των δύο αυτών κρατών απαντάνε καταρχάς στο εν λόγω ερώτημα. Και είναι γνωστό κοινωνιολογικά, ότι οι παραδοσιακές κοινωνίες, ανεξαρτήτως του οικονομικού και κοινωνιολογικού επιπέδου ανάπτυξής τους, αντιλαμβάνονται και διαμορφώνουν τη σχέση τους με τον “ξένο” σε σχέση με το πολιτισμικό υπόβαθρό τους.
Από εκεί και ύστερα, οφείλουμε να κάνουμε focus στο εξής: Οι σχέσεις όλων των κρατών εξαρτώνται από δύο τινά, τα οποία και θα αναφέρουμε τελείως απλοϊκά για να γίνουν καλύτερα αντιληπτά. Πρώτον από τα ποια είναι τα κράτη πυλώνες του Διεθνούς Συστήματος και κυρίως οι δύο πόλοι του, και δεύτερον πώς αυτοί οι (δύο) πόλοι συνεργάζονται με τα υπόλοιπα κράτη, αλλά και ποια είναι αυτά. Και αυτά είναι που εξηγούν γιατί οι διακρατικές σχέσεις και οι συμμαχίες είναι ασταθείς και μεταβαλλόμενες και βεβαίως ποια είναι η ουσία τής ύπαρξης των Διεθνών Οργανισμών, που κατά κάποιο τρόπο προσπαθούν να αποκλιμακώσουν την αστάθεια, αν και όχι πάντα επιτυχημένα.
Τη δεδομένη στιγμή και όσο και να θεωρούμε ότι οι δύο πλέον πυλώνες του Διεθνούς Συστήματος είναι οι ΗΠΑ και η Κίνα, λόγω και του αυξανόμενου μεταξύ τους ανταγωνισμού, τελικά οι δύο πυλώνες συνεχίζουν να είναι οι ΗΠΑ και η Ρωσία. Και αυτό το δίδυμο είναι πολύ δύσκολο να σπάσει, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ρωσικό κράτος “καλύπτει” εθνολογικά και κυρίως φυλετικά, εδάφη που έχουν ήδη μπει σε Δυτικούς Οργανισμούς, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ.
Από εκεί και πέρα, το πώς η Κίνα εκμεταλλεύεται την πόλωση ανάμεσα στις ΗΠΑ και στη Ρωσία ιδίως μετά την εισβολή στην Ουκρανία, αποτελεί εκείνη τη σταθερά που δημιουργεί και τους συσχετισμούς για το πώς με τη σειρά τους θα συμπεριφερθούν και οι χώρες με τις οποίες έχει αναπτύξει πολυπαραγοντικές συνεργασίες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και το Ισραήλ με την Αίγυπτο.
Το ό,τι ο Νετανιάχου οριοθετεί και συνεχώς επενδύει σε διαρκή βάση στη σχέση του με τον αραβικό κόσμο και κυρίως με τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, είναι μία συνιστώσα που οφείλεται εν πολλοίς σε ένα “συνδετικό κρίκο”, ή ίσως πιο δόκιμα σε ένα “δίαυλο”, που ονομάζεται Κίνα. Και θα πρέπει να πούμε εδώ ότι και τις ΗΠΑ, μέχρι να σταθεροποιηθεί η ηγεμονική παρουσία τους στην Ανατολική Μεσόγειο όπως την αντιλαμβανόταν ο Αϊζενχάουερ, τις βολεύει όσο τίποτα άλλο τη “βρώμικη δουλειά” των συμβιβασμών αυτού του είδους να την κάνει η Κίνα.
Ο δε τρόπος που εξελίσσει το κινέζικο Κράτος τον επεκτατισμό του, δεν βλάπτει απαραίτητα τη στρατιωτική πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ και αυτό γιατί, όσο και παράξενο να μας φαίνεται, βασικό στοιχείο των “τεχνικών” που συνθέτουν την πολιτική της Κίνας είναι ότι διαφορετικό οικονομικό σύστημα εφαρμόζει στο εσωτερικό της και άλλο στο εξωτερικό, γεγονός που αποδεικνύει τη συμπλεκτική σχέση ανάμεσα στη γεωοικονομία και στη γεωστρατηγική. Οπότε και η κοινωνία της στηρίζεται σε άλλο συμπεριφορισμό από αυτόν που η ίδια αναπτύσσει με τα άλλα κράτη στηριζόμενη στον καπιταλισμό. Και σε αυτό το σημείο θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι το κινεζικό κράτος το ενδιαφέρει πρωταρχικά ο λαός του να έχει διαθέσιμα τα προς το ζειν, ώστε το καθεστώς να διαμορφώνει ανενόχλητα την ισχύ του. Αν μελετήσουμε το πώς ο σοβιετισμός και ο κομμουνισμός αντιλαμβάνονταν το Κράτος και τις σχέσεις του με το εξωτερικό περιβάλλον και το πώς διαμόρφωνε τις συμμαχίες του στο ψυχροπολεμικό περιβάλλον, θα καταλάβουμε πολύ εύκολα (σήμερα) το πώς ενεργεί η Κίνα και σε τι αποσκοπεί.
Επανερχόμενη τώρα στην Αίγυπτο και το Ισραήλ, οι δύο αυτές χώρες και κυρίως το εβραϊκό Κράτος αναμφίβολα συνιστούν πολιτειακά περιβάλλοντα που έχουν αναπτύξει στο έπακρο τη λειτουργία της “αυτοσυντήρησης” με σκοπό πρώτα την επιβίωση και μετά την επέκταση της ισχύος τους. Και επειδή έχουν πολύ ισχυρό το αίσθημα της “αυτοσυντήρησης”, για αυτό αφενός καθίστανται καχύποπτα (για να το πούμε τελείως απλοϊκά), αφετέρου έχουν πολύ ψηλά συνειδησιακά τη διάσταση της ισχύος των Ενόπλων Δυνάμεων. Και επειδή στις διεθνείς σχέσεις η εμπιστοσύνη δεν περισσεύει και όλοι έχουν κάθε λόγο να πιστεύουν ότι με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο θα εξαπατηθούν, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι αυτό που πάντοτε αναζητείται είναι τα κοινά συμφέροντα και η αξιοπιστία.
Αυτό λοιπόν που πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας για να αντιληφθούμε κάτω από ποιο πλαίσιο διαμορφώνουν τα βήματα και τις σχέσεις τους το Ισραήλ και η Αίγυπτος στην περιοχή, είναι να αναλογιστούμε σε ποιο από τα δύο κράτη, στην Ελλάδα ή στην Τουρκία, έχουν τελικά μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στα ζητήματα στρατιωτικής συνεργασίας και αμυντικής διπλωματίας. Γιατί εδώ είναι που πρέπει να καταλάβουμε ότι συγκεκριμένα ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ Στρατηγός Φλώρος εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο την πολιτική διπλωματία που “έστρωνε” η Κυβέρνηση Μητσοτάκη και το ΥπΕξ στην Ανατολική Μεσόγειο, ώστε να ενισχύσει και να εμβαθύνει με όλους τους διαθέσιμους τρόπους τη συνεργατική παρουσία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων με τα κράτη της Μέσης Ανατολής και εν προκειμένω με το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Γιατί τελικά τα κοινά συμφέροντα είναι που διαμορφώνουν τις αγαστές σχέσεις, αλλά και αυτές με τη σειρά τους εμβαθύνουν τη συνεργασία με συγκεκριμένους πάντα τρόπους. Η στρατιωτική συνεργασία και η αμυντική διπλωματία είναι ένας από αυτούς και πιστεύω ότι η σημασία και η αξία τους έχει πλέον εμπεδωθεί από όλους, και αυτό είναι το πολύ σημαντικό σε όλη αυτή τη συζήτηση.
Η Άννα Κωνσταντινίδου είναι Ιστορικός- Διεθνολόγος, Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Επιστημονική Συνεργάτιδα του ΑΠΘ, διδάσκουσα στην Ανώτερη Διακλαδική Σχολή Πολέμου (ΑΔΙΣΠΟ) και τη Σχολή Εθνικής Άμυνας (ΣΕΘΑ).