«Είμαι φυλακισμένος 17 μήνες χωρίς δίκη και το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι η υπόθεση μου δεν μπορεί να παραπεμφθεί σε δίκη γιατί οι δικαστικές αρχές δεν μπορούν να στηρίξουν, να στοιχειοθετήσουν τις κατηγορίες που έχουν αποδοθεί σε βάρος μας. Το μόνο σχόλιο που έχω να κάνω είναι ότι “ο νοών νοείτω”» είπε ο κ. Παπαντωνίου.
«Προς το παρόν σμίγω με τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου για να σταθούμε μαζί απέναντι στις προκλήσεις και τα προβλήματα. Ενα μεγάλο ευχαριστώ στο δικηγόρο μου Μιχάλη Δημητρακόπουλο για το αγώνα που δίνει και θα δώσει για να αποδείξει την αθωότητα μου και ένα ευχαριστώ στους σωφρονιστικούς υπαλλήλους. Αισθάνομαι ανακουφισμένος, αλλά θα είμαι ευχαριστημένος όταν τελειώσει αυτή η ιστορία και αποδειχθεί πλήρως και τελεσίδικα η αθωότητά μου», είπε.
Αράχωβα: «Κόλλησαν» στο χιόνι χωρίς αλυσίδες - Ουρές χιλιομέτρων και ταλαιπωρίας
Ο πρώην υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Εθνικής Άμυνας κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ είχε κριθεί προσωρινά προφυλακιστέος και κρατείτο για υπόθεση η οποία αφορά σε ξέπλυμα μαύρου χρήματος.
Πριν από λίγες ημέρες, το Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με βούλευμα του, έκανε δεκτό το αίτημά του πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ για αντικατάσταση της κράτησης με τους περιοριστικούς όρους της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, της εμφάνισης στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής του και της καταβολής χρηματικής εγγύησης 150.000 ευρώ.
Ωστόσο, όπως είχε κάνει γνωστό ο δικηγόρος του Μιχάλης Δημητρακόπουλος, ο Γιάννος Παπαντωνίου αδυνατούσε να καταβάλει την χρηματική εγγύηση με αποτέλεσμα να παραμένει στη φυλακή.
Η ανατροπή ήρθε όταν έγινε δεκτό το αίτημα να του δοθεί προθεσμία μέχρι την 1η Ιουλίου 2020 ώστε να καταβάλλει το ποσό της εγγυοδοσίας. Μάλιστα, πληροφορίες αναφέρουν πως στην συγκεκριμένη απόφαση βάρυνε τόσο το γεγονός ότι σύντομα λήγει το ανώτατο όριο προσωρινής κράτησης όσο και οι ειδικές συνθήκες που επικρατούν λόγω κορωνoιού.
Υπενθυμίζεται ότι ο Γιάννος Παπαντωνίου είχε προφυλακιστεί τον Οκτώβριο του 2018 μετά την απολογία του για το αδίκημα του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος που αφορά ποσό 2,8 εκατομμυρίων ελβετικών φράγκων, το οποίο, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, φέρεται να έλαβε ως «μίζα» σχετικά με τον εκσυγχρονισμό έξι φρεγατών του Πολεμικού Ναυτικού.