O κ Αγγελής τονίζει ότι δεν εμπιστεύεται την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου στην οποία επιρρίπτει ευθέως ευθύνες ότι δεν διέταξε έρευνα για τις καταγγελίες του ενώ αυτές έχουν γίνει πριν από μήνες.
Επίσης, αναφέρει εκ νέου τον υπουργό της κυβέρνησης με το προσωνύμιο «Ρασπούτιν» τον οποίο αποκαλεί «οιονεί προϊστάμενο της Εισαγγελίας Διαφθοράς».
Αναλυτικά η αίτηση του κ. Αγγελή:
«ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΑ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ κα Ξένη ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΚΑΙ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Κ. ΔΗΜΗΤΡΙΟ ΔΑΣΟΥΛΑ
ΑΙΤΗΣΗ –ΔΗΛΩΣΗ
Ιωάννη ΑΓΓΕΛΗ, Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου,
Αξιότιμη κα Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και
Αξιότιμε κε Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου,
Με την με αριθμό ΕΠ-ΕΣ: 878/11-6-2019 κλήση μάρτυρα κατ΄ άρθρο 213 κπδ καλούμαι από τον δεύτερο από Εσάς, αύριο Παρασκευή 21-6-2019, προκειμένου να εξεταστώ ως μάρτυρας σε υπόθεση σχετικά με τις από 7-1-2019 και 21-2-2019 αναφορές μου, για τις οποίες διενεργείται ποινική προκαταρκτική εξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 35 κπδ. Την ποινική προκαταρκτική εξέταση παρήγγειλε η πρώτη από Εσάς, σε ημέρα που δεν γνωρίζω (εικάζω όμως ότι απέχει πολύ από την ημέρα των αναφορών μου 7-1-2019 και 21-2-2019), αφού δεν μου γνωστοποιήθηκε, ως έδει (κατ΄ άρθρο 213 κπδ) το πλήρες περιεχόμενο της σχετικής παραγγελίας της πρώτης εξ υμών,
Από τα ΜΜΕ περιήλθε σε γνώση μου ότι (κατά λέξη) «διενεργείται διπλή ποινική προκαταρκτική εξέταση από τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημήτρη Δασούλα με αφορμή αναφορές και καταγγελίες για την υπόθεση αυτή, τόσο εκ μέρους του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Αγγελή, όσο και της επικεφαλής της εισαγγελέως Διαφθοράς Ελένης Τουλουπάκη. Την παραγγελία για διπλή ποινική προκαταρκτική έρευνα έδωσε η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ξένη Δημητρίου».
Αν τα δημοσιεύματα των ΜΜΕ αληθεύουν τότε μου δημιουργούνται τα παρακάτω εύλογα νομικά και μη ερωτήματα, εν όψει μάλιστα του ότι τυγχάνω αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου, ήτοι συνάδελφος για τριάντα έξι (36) χρόνια και γνωρίζω «εκ των ένδον» τα του Εισαγγελικού τρόπου σκέψεως και ενεργείας, ακόμα και στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου. Γνωρίζω επίσης και τον τρόπο τηρήσεως και λειτουργίας του «εμπιστευτικού πρωτοκόλλου», που τηρείται στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και στο οποίο η εποπτευομένη από εμένα, φέρεται ότι έχει καταθέσει «σε ανύποπτο χρόνο» (πάντα κατά τα δημοσιεύματα των ΜΜΕ) τις εναντίον μου αιτιάσεις.
Τα εύλογα ερωτήματα που μου δημιουργούνται είναι:
1) γιατί μου απέκρυψε ο δεύτερος από Εσάς (στην ΕΠ-ΕΣ: 878/11-6-2019 κλήση) το γεγονός ότι, θα εξεταστώ και για αιτιάσεις, που περιλαμβάνονται σε αναφορά εναντίον μου, της από εμένα εποπτευομένης (άρθρο 45 Β ΠΔ , άρθρο 2 παρ. 2 ν. 4022/2011 και άρθρο 17 Α παρ. 2Ν 2523 /1997);
2) το γεγονός ότι η κλήση μάρτυρα που μου επιδόθηκε δεν υπογράφεται και από την γραμματέα, όπως απαιτεί το άρθρο 213 κπδ, μήπως πέρα από την ακυρότητά που προκαλεί και επομένως δεν με υποχρεώνει να προσέλθω για κατάθεση, δημιουργεί και εύλογες υποψίες για ψευδή βεβαίωση, εν όψει του ότι, μου αποκρύψατε το γεγονός ότι θα εξεταστώ ως μάρτυρας και σε αιτιάσεις εναντίον μου; Μήπως η δικονομική αυτή πρακτική, αποτελεί εφαρμογή της «παλιάς – δοκιμασμένης πρακτικής της μαρτυριοποίησης του μελλοντικού κατηγορουμένου» ;
3) με ποια νομική λογική η πρώτη από Εσάς συνένωσε τις καταγγελίες του επόπτη της Εισαγγελίας διαφθοράς, με την υπερασπιστική γραμμή της από εμένα εποπτευομένης και για παρανομίες καταγγελλομένης; Ποιον εξυπηρετεί η «δικονομική εξίσωση» του επόπτη και του εποπτευόμενου; Και γιατί δεν αποστείλατε την κατ΄ άρθρο 35 κπδ παραγγελία Σας στην Εισαγγελία πρωτοδικών, για να διενεργηθεί από συνάδελφο, που δεν έχει άμεση ή έμμεση εμπλοκή στην υπόθεση;
4) μήπως η «όψιμη ευαισθησία» για διερεύνηση των καταγγελιών μου και δη από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου «στο σύνολό τους, με διπλή έρευνα», αποβλέπει στην απόσειση των ευθυνών, που βαρύνουν κάποιους (όχι πάντως εμένα τον καταγγέλλοντα);
5) με ποια νομική λογική καλούμαι από τον δεύτερο από Εσάς, εγώ ο καταγγέλλων εκ του νόμου (άρθρο 37 κπδ) παρανομίες που διαπίστωσα ως επόπτης και οι οποίες δεν έχουν εξεταστεί εγκαίρως «ως έδει» να εξεταστώ πρώτος ως μάρτυρας και στη συνέχεια να προσέλθει η υπ΄ εμέ εποπτευομένη – ελεγχομένη για να αντικρούσει τις καταγγελίες μου; Που αποβλέπει η «γνωστή αυτή δικονομική πρακτική»; Πως συνδυάζεται με τα αναγραφόμενα στην από 21-2-2019 αναφορά μου, όπου ρητώς και «ξεκάθαρα» είχα γνωστοποιήσει στους «πάνω από εμένα» ότι (κατά λέξη) «… η έρευνα μπορεί να ορθοποδήσει» μόνον εάν αντικατασταθεί, έστω και σ΄ αυτό το δικονομικό στάδιο έρευνας, η κα Τουλουπάκη και οι ασχολούμενοι με την συγκεκριμένη έρευνα επίκουροι Εισαγγελείς, οι οποίοι επίσης κρίνονται (τουλάχιστον για το χρονικό διάστημα που υπήρξα επόπτης, ως ανεπαρκείς, κατά την έννοια του Ν. 1756/1988) …. »,
6)Πόση ψυχραιμία και πόση μπιστοσύνη μπορώ να δείξω (κατά την προτροπή της πρώτης από Εσάς) για την αντικειμενικότητα της έρευνας όταν:
α)η πρώτη από Εσάς έχει άμεση εμπλοκή στην όλη υπόθεση (δεν διέταξε έρευνα επί σχεδόν πεντάμηνο για αδικήματα που αποδεικνύονται ακόμα και «εξ εγγράφων», όπως η μη περαίωση υποθέσεων διαφθοράς από το 2013, η μη καταχώριση κρίσιμων εγγράφων στο πρωτόκολλο, η παύση της νόμιμης δικαστικής συνδρομής κλπ),
β) ο δεύτερος από Εσάς , σύμφωνα με τα ΜΜΕ, ενδεχομένως να έχει διορίσει συγγενικό του πρόσωπο σε Δημόσια υπηρεσία (γεγονός που δεν αποκλείεται να είναι αληθές, αφού ούτε το διαψεύσατε, ούτε και δηλώσατε αποχή για λόγους ευθιξίας), που εποπτεύεται κατά πάσα πιθανότητα «από τον ωσεί προϊστάμενο της Εισαγγελίας διαφθοράς» κ. Ρασπούτιν;
γ) όταν αμφότεροι (από ότι πληροφορούμε από τον τύπο) προκαλέσατε την πειθαρχική έρευνα εναντίον μου θεωρώντας με υπαίτιο για την εν μέρει δημοσίευση στον τύπο των αναφορών μου, χωρίς να επιδείξετε και την ίδια «ευαισθησία» για την μη έρευνα των από εμένα καταγγελλομένων από την 7-1-2019;
δ) όταν αμφότεροι με τις δικονομικές Σας ενέργειες «εξισώνεται» εμένα τον επόπτη της διαφθοράς με την από εμένα εποπτευομένη; Που αποβλέπει άραγε αυτή η «δικονομική εξίσωση»;
7) Πόση εμπιστοσύνη μπορώ να δείξω στην πρώτη από Εσάς, όταν έχει δώσει ρητή εντολή στους γραμματείς του τμήματος Διοικητικού της Εισαγγελίας Αρείου Πάγου, να μην δέχονται από εμένα έγγραφα σχετικά με την ερευνώμενη υπόθεση, όταν την 19-6-2019 ανακάλεσα την με αριθμό 25/4-5-2018 Διάταξή μου, για όσους λόγους αναφέρω σε αυτή;
Υστερα από τα παραπάνω ευλόγως μου δημιουργούνται ερωτήματα σχετικά με την αντικειμενικότητα τόσο της έρευνας, όσο και της δικής Σας αμεροληψίας, εν όψει του γεγονότος ότι, ο καθένας από Εσάς αμέσως (η πρώτη) ή εμμέσως (ο δεύτερος) προσδοκά έννομο συμφέρον, από την εξέλιξη της σχετικής ποινικής έρευνας. Την οποία έρευνα σημειωτέον ο δεύτερος θα διεξάγει, ενώ η πρώτη παρήγγειλε και θα κρίνει τα αποδεικτικά στοιχεία που θα συλλέξει ο δεύτερος.
Ευελπιστώ ότι, εν όψει των παραπάνω αιτιάσεών μου, θα επιδείξετε την δέουσα υπηρεσιακή ευαισθησία και θα απέχετε για λόγους ευπρέπειας αμφότεροι αυτοβούλως από κάθε ενασχόλησή Σας με την παρούσα ποινική έρευνα, σε αυτό το χρονικό σημείο, εν όψει των παραπάνω αιτιάσεών μου.
Σε περίπτωση πάντως και προκειμένου να μην υπάρχει σε εμένα η υποψία για έλλειψη αντικειμενικής και ανεπηρέαστης κρίσης, σχετικά με την διερεύνηση της συγκεκριμένης υπόθεσης, παρακαλώ:
Α) να μου επιδοθεί νέα νομότυπη κλήση και με υπογραφή γραμματέως (άρθρο 213 κπδ) και με πιο συγκεκριμένο περιεχόμενο, σε σχέση με τις ενσωματωμένες στην υπό έρευνα υπόθεση αιτιάσεις της από εμένα εποπτευομένης,
Β )να μου έχετε γνωρίσει πριν από την νέα ημερομηνία κατάθεσής μου, εάν έχει διαβιβαστεί η κατ΄ άρθρο 29 παρ. 4 παραγγελία μου προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, μετά την ανάκληση της με αριθμό 25/4-5-2018 Διάταξή μου, ή αν έγινε δεκτή η αναφορά που υπέβαλα στην πρώτη από Εσάς σήμερα 20-6-2019, να ανακαλέσει αυτεπαγγέλτως η ίδια την εν λόγω Διάταξη μου, εν όψει των νέων στοιχείων που έχουν προκύψει μετά την αρχειοθέτηση της,
Γ) σε περίπτωση δε που κρίνετε ότι δεν συντρέχει λόγος αποχής Σας, παρακαλώ να θεωρήσετε το έγγραφό μου αυτό ως αίτησή εξαίρεσής Σας (άρθρο 15 κπδ), αφού με την συνένωση των καταγγελιών μου ως επόπτη, με την εναντίον μου αναφορά της από εμένα εποπτευομένης και καταγγελλομένης, ουσιαστικώς με έχετε καταστήσει ως ύποπτο (άρθρο 31 κπδ), γεγονός που θεμελιώνει το δικαίωμα μου να υποβάλλω αίτηση εξαίρεσης».