Σε επιστολή της στην Espresso αποκαλύπτει τι της είπε ο άνδρας της λίγες ημέρες πριν πεθάνει αλλά και το μεγαλείο της ψυχής του.
Αναλυτικά:
«Είναι αλήθεια ότι δεν έχω συνειδητοποιήσει πώς πέρασαν δύο χρόνια από τότε που με κοίταξε ατρόμητος για τελευταία φορά στα μάτια. Η ευστάθεια του νου και της σάρκας του δεν τον είχαν προδώσει. Το βλέμμα του είχε μια πραότητα, μου έγνεφε αβίαστα πως ήταν έτοιμος και αποφασισμένος για το τελευταίο του μεγάλο ταξίδι…
Είναι φανερό ότι η διαχείριση του χρόνου είναι προσωπική. Ο Αλέξανδρος κατάφερε, έχοντας επίγνωση της έλευσης του θανάτου του, να χρησιμοποιήσει τον λίγο χρόνο που του απέμενε ως πυκνωτή της ζωής του. Εγραψε σε διάστημα δέκα ημερών ένα ποιητικό δοκίμιο, την “Οδύσσεια”, με θέμα τη σημερινή κρίση και την ιστορική παρακμή του Ελληνισμού. Και αμέσως μετά πήρε την απόφαση να γράψει το βιβλίο “Εγώ κι ο θάνατός μου: Το δικαίωμα στην ευθανασία”, το οποίο συνέβαλε στο να κατανικήσει τον φόβο του επερχόμενου θανάτου. Και απέναντι στην απόλυτη μοναχικότητα που κάθε θάνατος προϋποθέτει, αντιπαρέθεσε τη θαρραλέα εξομολόγηση, χρησιμοποιώντας την πλούσια πνευματική του σκευή που με τα χρόνια απέκτησε. Εγραψε το βιβλίο σε 15 νύχτες και, όταν το τελείωσε, θυμάμαι ήταν ξημερώματα, ήρθε και μου είπε: “Τελείωσα με εσένα, θάνατε. Τώρα κάνε ό,τι θέλεις”. Και, βέβαια, δεν ήταν μόνο αυτά τα έργα. Το συγγραφικό του έργο δυστυχώς δεν είναι γνωστό στο ευρύ κοινό. Σειρά από κείμενα του Αλέξανδρου έχουν δημοσιευτεί στις εκδόσεις Printa/Ροές στις οποίες υπήρξε υπεύθυνος.
Ο Αλέξανδρος άφησε μια παρακαταθήκη αξιοπρέπειας, μια παρακαταθήκη πνευματικού αγγίγματος, μια παρακαταθήκη ψυχικής αντοχής. Εγκεφαλικός, ευρυμαθής, εστέτ, διανοούμενος, ποιητής, δημοσιογράφος, μια πολυπρισματική προσωπικότητα. Δέχτηκε θαρραλέα το χαστούκι του καρκίνου, θαρραλέα αντιμετώπισε το αδυσώπητο θηρίο που λέγεται καρκίνος όταν η μάχη ήταν εκ προοιμίου άνιση. Δεν λύγισε στιγμή, δεν παραδόθηκε στον φόβο του θανάτου. Δεν υπήρξε ποτέ από εκείνους που παρατηρούν την εξέλιξη των πραγμάτων με το μάτι του αιχμαλώτου. Δεν βούλιαξε απαθώς στην απονεύρωσή του. Ο Αλέξανδρος υπήρξε πάντα ένα ελεύθερο και μάχιμο πνεύμα. Κατάφερε την πιο τρομακτική, την πιο αδιανόητη, την ύστατη στιγμή να αναφωνήσει: “Κι όμως είμαι ακόμη ζωντανός». Πάντα πίστευα ότι οι άνθρωποι που αγαπάς δεν χάνονται. Πεθαίνουν μαζί σου. Και αυτό που ήταν, αυτό που απελευθέρωνε το είναι τους γίνεται αλησμόνητο και αντάξιο μιας αβάσταχτης νοσταλγίας».