«Μετά το περιστατικό στο Κερατσίνι έχουμε απομακρυνθεί με τον αδελφό μου», είπε η κ. Χρυσούλα Ρουπακιά, ετεροθαλής αδελφή του δράστη της δολοφονίας του Π. Φύσσα, η οποία ξεκίνησε να καταθέτει στη δίκη της Χρυσής Αυγής.
Η μάρτυρας περιέγραψε τον αδελφό της ως «ήρεμο άνθρωπο, συζητήσιμο, οικογενειάρχη, που δεν ήταν επιθετικός και δεν είχε διαφορές με κανέναν», ο οποίος δεν έχει ιδέα από μαχαίρια και «τρώει το κρέας με τα χέρια». Η αδελφή του καηγορούμενου μετέφερε στο δικαστήριο όσα εκείνος της έχει πει για «το συμβάν», λέγοντας χαρακτηριστικά: «Εκείνος τα αποδίδει όλα στην κακή συγκυρία γεγονότων και συμπτώσεων. Εγώ του είπα πως θα ήταν καλύτερα να κάτσει να τις φάει».
Σύμφωνα με τη μάρτυρα, ο Γιώργος Ρουπακιάς δεν ήταν μέλος της Χρυσής Αυγής, αλλά απλός ψηφοφόρος, ο οποίος μετείχε σε εκδηλώσεις της Τοπικής Οργάνωσης Νίκαιας. Για τον εαυτό της η Χρυσούλα Ρουπακιά υποστήριξε πως «τους ψήφισα στις τελευταίες εκλογές», ενώ ανέφερε πως είχε πάει με τον αδελφό της σε εκδηλώσεις της οργάνωσης «στον Μελιγαλά και στις Θερμοπύλες. Επίσης, είπε πως ήξερε «τρία παιδιά από το γραφείο» και όταν ρωτήθηκε από την πρόεδρο να πει ποια «παιδιά» ξέρει, απάντησε: «Τον Γιώργο Πατέλη, τον Ιωάννη Καζατζόγλου και τον Αθανάσιο Τσόρβα, με τον οποίο έχουμε μακρινή συγγένεια».
Αναφερόμενη σε όσα της έχει πει ο αδελφός της για το «συμβάν», η μάρτυρας σημείωωσε πως όλα έγιναν επειδή μία ομάδα τεσσάρων ατόμων πήγε να βγάλει με την βία από το αυτοκίνητό του τον Ρουπακιά, όταν εκείνος έφτασε στην Παναγή Τσαλδάρη και πάρκαρε, και επειδή εκείνος φοβήθηκε πολύ «πήρε το μαχαιράκι και σκύβοντας, χωρίς να δει ποιον χτυπά, και του έκανε δύο γρατσουνιές στην κοιλιά».
Η μάρτυρας, παρόλο που η πρόεδρος, Μ. Λεπενιώτη, της επαναλάμβανε συνεχώς «μάλιστα …το μαχαιράκι», εξακολουθούσε να αποκαλεί έτσι το όπλο της δολοφονίας, αποφεύγοντας να αναφερθεί στο όνομα του θύματος. Μάλιστα, όταν κάποια στιγμή η πρόεδρος της είπε εάν έχει ρωτήσει τον αδελφό της για ποιο λόγο, όταν έφτασε στην Τσαλδάρη και είδε τους συγκεντρωμένους, δεν έφυγε, αφού είχε αυτοκίνητο, η μάρτυρας, μην έχοντας καταλάβει πως η πρόεδρος αναφερόταν στον χρόνο πριν την δολοφονία απάντησε: «Του το είπα… Του είπα εδώ ένα παιδί κλέβει γλυκό από το ψυγείο και τρέχει και φεύγει… Εσύ αφού το έκανες γιατί δεν έφυγες;». Η απάντηση της μάρτυρα προκάλεσε την αντίδραση της προέδρου: «Από όλα, δηλαδή, αυτό βρήκατε να του πείτε; Εγώ δεν σας ρώτησα για μετά το συμβάν. Σας ρώτησα για πριν…».
Η κ. Ρουπακιά κατέθεσε πως εκ των υστέρων έμαθε από τη νύφη της ότι το επίμαχο βράδυ ο αδελφός της έλαβε τηλεφώνημα στο σπίτι του από τον συγκατηγορούμενό του, Γιώργο Δήμου, προκειμένου να σπεύσει στην Τοπική Οργάνωση της Νίκαιας και από εκεί ακολούθησε συγκεκριμένα άτομα με «μηχανές και αυτοκίνητα» χωρίς, ωστόσο, όπως ο ίδιος της έχει πει, να γνωρίζει τον προορισμό τους.
Αμέσως μετά τη μισάωρη μεσημεριανή διακοπή της δίκης, η πολιτική αγωγή ζήτησε ενημέρωση από το δικαστήριο, καθώς έγινε γνωστό ότι συνελήφθη ένα άτομο να επιχειρεί να εισέλθει στη δικαστική αίθουσα, έχοντας στην κατοχή του «μαχαίρι ή λάμα 5 με 6 εκατοστών». Ο συνήγορος Ανδρ. Τζέλλης ανέφερε: «Θα θέλαμε να μάθουμε τι χαρακτηριστικά έχει αυτό το πρόσωπο, διότι έχουμε πληροφορίες σε ποιο μπλοκ ανήκει».
Η κ. Λεπενιώτη του απάντησε: «Δεν γνωρίζουμε ποιος ήταν, αλλά όλα σταμάτησαν εκτός αίθουσας, δεν μπορεί να σας δώσει παραπάνω πληροφορίες το δικαστήριο. Τα μηχανήματα που υπάρχουν στις εισόδους αυτόν τον σκοπό εξυπηρετούν. Όλα σταμάτησαν εκεί… Δεν ξέρουμε κάτι άλλο».
Μετά τη διακοπή, εξιστορώντας όσα η ίδια έζησε το βράδυ της 18ης Σεπτεμβρίου 2013, η κ. Ρουπακιά είπε πως γύρω στη 1:00 δέχθηκε τηλεφώνημα από τον αδελφό της, ο οποίος ήταν, ήδη, στο αστυνομικό τμήμα. «Εκείνο το βράδυ, με κάλεσε από το τμήμα του Κερατσινίου και μου είπε ότι έχει τσακωθεί με κάποιους και μου ζήτησε να του πάω τσιγάρα και νερό. Αγόρασα τσιγάρα και νερό, αλλά πηγαίνοντας στο τμήμα είδα πολύ κόσμο και φοβήθηκα. Ήταν πολλοί νεαροί, αλλά δεν έδωσα σημασία…. Τον πήρα τηλέφωνο και του είπα “έχει πολύ κόσμο φοβάμαι και δεν κατεβαίνω από το αυτοκίνητο”».
Πρόεδρος: «Τι φοβηθήκατε έξω από το Τμήμα;».
Μάρτυρας: «Δεν ένιωσα ασφαλής εκείνη τη στιγμή. Φοβήθηκα τον κόσμο. Δεν κατέβηκα. Πήγα στην αγορά να ψωνίσω (σσ έχει ιχθυοπωλείο). Του τηλεφώνησα και του είπα θα έρθω αργότερα».
Πρόεδρος: «Ο κόσμος είχε κάτι με εσάς;».
Μάρτυρας: «Όχι, αλλά εγώ φοβήθηκα».
Πρόεδρος: «Δεν ρωτήσατε τον αδελφό σας, τι έγινε;».
Μάρτυρας: «Είχα τη λογική πως θα πάω και θα μου τα πει από κοντά. Όταν αργότερα ζήτησα να τον δω, μου απάντησαν πως δεν μπορώ και τον είδα να φεύγει από το τμήμα με περιπολικό. Οι συγκεντρωμένοι κυνήγησαν το αυτοκίνητο φωνάζοντας “Π… φασίστα θα σε σκοτώσουμε”. Φοβήθηκα, μπήκα στο αυτοκίνητο και έφυγα. Τότε μίλησα με τη σύζυγό του και εκείνη μου είπε ότι δεν ήξερε τι έχει συμβεί και πως ενημερώνεται από το διαδίκτυο. Έψαξα και εγώ γράφοντας “επίθεση Αμφιάλη”».
Πρόεδρος: «Γιατί γράψατε το συγκεκριμένο…».
Μάρτυρας: «Δεν το σκέφτηκα, απλά το πληκτρολόγησα… Ασυναίσθητα. Τότε ενημερώθηκα για τον τραυματισμό του παιδιού…».
Πρόεδρος: «Θα μπορούσατε να γράψετε “επίθεση στο Κολωνάκι…”»
Μάρτυρας: «Θα μπορούσα… Στο ίνερνετ εκείνη την ώρα, γύρω στις 4 το πρωί, έδινε για τραυματισμό… Γύρω στις 6 το πρωί είδα πως ο αδελφός μου έχει ομολογήσει».
Πρόεδρος: «Πώς ξέρατε ότι αυτό το παιδί αφορά το επεισόδιο με τον αδελφό σας; Πώς το συνδέσατε, δεν ψάξατε κάτι άλλο;».
Μάρτυρας: «Όχι. Αυτό που ήξερα ήταν πως έχει τσακωθεί με κάποιους στο συγκεκριμένο σημείο, στην Αμφιάλη».
Η μάρτυρας αναφέρθηκε στις προσπάθειές της να βρει δικηγόρο για να στείλει στον αδελφό της, ο οποίος είχε μεταφερθεί στην ΓΑΔΑ, καθώς αυτός που απευθύνθηκε αρχικά αρνήθηκε, λέγοντάς της πως ο Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιά είχε επικοινωνήσει νωρίς το πρωί με τα μέλη του, ζητώντας τους να μην αναλάβουν την υπεράσπιση του αδελφού της. Τελικά, ο δικηγόρος που του έστειλε της μετέφερε πως σύμφωνα με όσα του είπε ο Ρουπακιάς «τσακώθηκε και πήρε το μαχαιράκι και του έκανε δύο γρατσουνιές». Είπε, επίσης, πως η ίδια δεν πήγε να τον δει γιατί «είχα το μαγαζί» και τελικά πήγε τον Δεκέμβριο στις Φυλακές Μαλανδρίνου, όπου ήταν κρατούμενος.
Σε επανειλημμένες ερωτήσεις της προέδρου, γιατί στις τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχε με τον αδελφό της δεν τον ρωτούσε λεπτομέρειες για όσα συνέβησαν στο Κερατσίνι, η μάρτυρας απάντησε πως δεν ήθελε «μέσω τηλεφώνου» και ότι απέφυγε να τον δει αρχικά γιατί «δεν ήθελα να στοχοποιηθώ από τους δημοσιογράφους που πηγαινοερχόντουσαν στο μαγαζί και ρωτούσαν».
Όταν η κ. Ρουπακιά ρωτήθηκε από την πρόεδρο εάν ο αδελφός της γνώριζε τον Π. Φύσσα, απάντησε: «Όχι, μου είπε πως δεν γνώριζε τον Φύσσα.
«Αφού δεν τον ήξερε γιατί τον χτύπησε;», ρώτησε η πρόεδρος για να λάβει την απάντηση από τη μάρτυρα: «Γιατί λέει πως ήταν ο πρώτος από τα άτομα που τον τράβηξαν έξω από το αμάξι. Δεν έβλεπε πρόσωπα, μόνο πόδια, γιατί είναι σκυμμένος».
Η μάρτυρας ισχυρίστηκε πως το μαχαίρι το είχε αγοράσει η ίδια και το είχε στο αυτοκίνητό της ,το οποίο εκείνο το διάστημα το είχε παραχωρήσει στον αδελφό της γιατί είχε χαλάσει το δικό του. Όπως είπε, το είχε αγοράσει για την δουλειά: «Κόβουμε και βλέπουμε το εμπόρευμα».
Η δίκη θα συνεχιστεί τη Δευτέρα, 18 Ιουλίου.