Η αποπνικτική ατμόσφαιρα που δημιουργείται από την εκτεταμένη χρήση των τζακιών και άλλων ανοιχτών εστιών καύσης αμφιβόλου προδιαγραφών είναι φαινόμενο το οποίο γίνεται εύκολα αντιληπτό από τη χαρακτηριστική δυσοσμία, τη μείωση της ορατότητας και τα φαινόμενα της αιθαλομίχλης.
Το Εργαστήριο Μετάδοσης Θερμότητας και Περιβαλλοντικής Μηχανικής του Τμήματος Μηχανολόγων Μηχανικών του ΑΠΘ καταμετρά από το 2012 την ατμοσφαιρική ρύπανση στην περιοχή της Πυλαίας Θεσσαλονίκης. Πριν από λίγες μέρες έστησαν και πάλι τον τεχνικό εξοπλισμό, ξεκινώντας την καταγραφή για το φετινό χειμώνα.
«Από τον Μάιο του 2012 που άρχισαν οι μετρήσεις αιωρούμενων σωματιδίων PM2.5 στην περιοχή της Πυλαίας παρατηρείται ότι κατά την ψυχρή περίοδο σημειώνονται τα μέγιστα των συγκεντρώσεων. Η πτώση της θερμοκρασίας οδηγεί στην ανάγκη για θέρμανση και στο άναμμα των τζακιών. Από τον Οκτώβριο αρχίζει να εμφανίζεται η αύξηση των συγκεντρώσεων, η οποία μεγιστοποιείται τον Δεκέμβριο, ενώ εξίσου υψηλές διατηρούνται οι συγκεντρώσεις και το μήνα Ιανουάριο του εκάστοτε έτους», δήλωσε ο επιστημονικός συνεργάτης του Τμήματος Μηχανολόγων Μηχανικών, δρ Χρίστος Βλαχοκώστας.
Μάλιστα, τον Δεκέμβριο του 2013 καταγράφηκε η υψηλότερη ρύπανση καθώς τα PM2.5 έφτασαν τα 70 μg/m3, με το επιτρεπτό όριο να έχει οριστεί στα 20 μg/m3. «Από τη μελέτη των στοιχείων προέκυψε ότι κατά τις δύο πρώτες ψυχρές περιόδους των μετρήσεων 2012-13 και 2013-14 η αλόγιστη καύση ξύλου εκτίναξε τις συγκεντρώσεις PM2.5, ενώ σταθεροποιήθηκε η κατάσταση το 2014 με μικρή βελτίωση το 2015. Στη μικρή βελτίωση των συνθηκών αφενός συνέβαλαν οι πιο ήπιοι χειμώνες του 2014 και του 2015 και αφετέρου η μείωση της τιμής του πετρελαίου με την κατάργηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης», πρόσθεσε ο δρ Χρίστος Βλαχοκώστας.
«Η διακύμανση των συγκεντρώσεων κατά τη διάρκεια της ημέρας ακολουθεί συγκεκριμένη κατανομή. Παρατηρείται η ύπαρξη δύο κορυφών, μία τις πρωινές ώρες που οφείλεται κυρίως στην αύξηση του κυκλοφοριακού φόρτου και μία κατά τις βραδινές-μεταμεσονύκτιες που οφείλεται κατά το πλείστον στην κάλυψη των αναγκών θέρμανσης», πρόσθεσε.
Επίσης, από τη σύγκριση των συγκεντρώσεων των χημικών συστατικών των ΡΜ2.5 κατά τις χειμερινές περιόδους του 2012 και του 2013 προέκυψε ότι οι δείκτες καύσης πετρελαίου (νικέλιο και βανάδιο) ήταν μειωμένοι κατά 20%-30% το 2013 λόγω μειωμένης χρήσης πετρελαίου θέρμανσης, αντίθετα οι δείκτες καύσης βιομάζας ήταν 2-5 φορές υψηλότεροι. Οι συγκεντρώσεις των σωματιδίων, καθώς και η οξειδωτική τους δραστικότητα παρουσίασαν υψηλότερες τιμές κατά τις βραδινές ώρες, όταν λειτουργούσαν τζάκια και ξυλόσομπες.
Να σημειωθεί ότι το 2011 για την παραγωγή θερμικής ενέργειας χρησιμοποιήθηκε κατά 60,3% το πετρέλαιο θέρμανσης και 23,8% καυσόξυλα. Τρία στα δέκα νοικοκυριά χρησιμοποιούν εκτός του κύριου συστήματος θέρμανσης και κάποιο συμπληρωματικό σύστημα, το οποίο είναι κυρίως το τζάκι. Τα νοικοκυριά που για να ζεσταθούν χρησιμοποίησαν την κεντρική θέρμανση το 2014 εκπροσωπούσαν το 35,5% σε αντίθεση με το 75,1% του 2011.
Αντίστοιχα η μέση μηνιαία κατανάλωση στερεών καυσίμων (ξύλο, pellet) από 37,2 kg/μήνα το 2011 έφτασε τα 75,81 kg/μήνα για το 2014.
Τα σωματίδια PM 2.5 προκύπτουν από διαφορετικές πηγές όπως: καυσαέρια των αυτοκινήτων, βιομηχανικές εγκαταστάσεις, εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, οικιακές εστίες φωτιάς, τζάκια, φούρνοι κ.ά., κι έτσι η σύστασή τους ποικίλλει.
Δημιουργούνται επίσης από αέρια πυρανάφλεξης, τα οποία μετατρέπονται με χημικό τρόπο σε σωματίδια. Λόγω της προελεύσεώς τους από αέρια, αποτελούνται από ανόργανα ιόντα όπως: θειικά (SO42-), νιτρικά (NO3- ), αμμωνία (NH3 ), άνθρακα (C, όπως προκύπτει από την καύση), οργανικά αερολύματα, μέταλλα και γενικότερα άλλα προϊόντα καύσεως.
Αγγελος Αγγελίδης
[email protected]
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου