Σύμφωνα με πολιτικούς παρατηρητές στις Βρυξέλλες, θα ήταν μεγάλο λάθος για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να αγνοήσουν για μια ακόμα φορά τις προειδοποιήσεις των πολιτών, γιατί δεν θα υπάρξει άλλη ευκαιρία.
Πριν από τις εκλογές και με βάση τις δημοσκοπήσεις, πολλοί ήταν εκείνοι που ανέμεναν σημαντικά προβλήματα στη λειτουργία της Ευρωβουλής. Ωστόσο, αυτό δεν επιβεβαιώθηκε στην πράξη, γιατί οι ψηφοφόροι επέλεξαν να στείλουν μια τελευταία προειδοποίηση στις κυβερνήσεις, δίνοντας μια άνετη πλειοψηφία στις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις.
Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ), δηλαδή η Κεντροδεξιά, με 191 έδρες, οι Σοσιαλιστές με 135 έδρες και οι φιλελεύθεροι με 83 έδρες, που θεωρούνται οι παραδοσιακές φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις, διαθέτουν μια μεγάλη πλειοψηφία (409 έδρες στις 720) και μπορούν άνετα να περνάνε όλες τις κρίσιμες αποφάσεις.
Από εκεί και πέρα, οι ευρωσκεπτικιστές εκλέγουν 71 ευρωβουλευτές, οι ακροδεξιοί 57, ενώ άλλοι 50 ευρωβουλευτές κινούνται στις παρυφές της Ακροδεξιάς, σε μια «γκρίζα» ζώνη, δεδομένου ότι δεν ανήκουν προς το παρόν σε πολιτικές ομάδες της Ευρωβουλής. Απομένουν οι 35 ευρωβουλευτές της Αριστεράς και, τέλος, οι Πράσινοι με 53 έδρες, που έχασαν σχεδόν το 40% της δύναμής τους σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές.
Μεταξύ των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων, κερδισμένο ήταν μόνο το ΕΛΚ, που αύξησε τον αριθμό των εδρών του κατά 11 και αυτό οφείλεται στη μεγάλη άνοδο των Χριστιανοδημοκρατών στη Γερμανία. Χαμένοι οι Σοσιαλιστές και οι Φιλελεύθεροι και μεγάλοι χαμένοι οι Πράσινοι.
Αμεση προτεραιότητα των Ευρωπαίων ηγετών, αρχής γενομένης από την άτυπη Σύνοδο Κορυφής στις 17 Ιουνίου, είναι η ανάλυση του εκλογικού αποτελέσματος και η εξαγωγή των μηνυμάτων. Από την επόμενη τακτική Σύνοδο στις 27-28 Ιουνίου ξεκινούν οι συζητήσεις για την επιλογή των κορυφαίων Ευρωπαίων αξιωματούχων της περιόδου 2024-2029. Πρόκειται για τα πρόσωπα που θα αναλάβουν τις προεδρίες της Κομισιόν, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και τη θέση επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής, ασφάλειας και άμυνας.
Πρόεδρος της Κομισιόν θα αναλάβει πρόσωπο που προέρχεται από την πρώτη πολιτική δύναμη της Ε.Ε., δηλαδή το ΕΛΚ, ενώ επικεφαλής στις άλλες δύο θέσεις (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, εξωτερική πολιτική) θα τοποθετηθούν άτομα προερχόμενα από τους Σοσιαλιστές και τους Φιλελεύθερους.
Η κ. Φον ντερ Λάιεν, που θεωρείται πετυχημένη, έχει μεγάλες πιθανότητες, αλλά όχι σιγουριά, να ανανεωθεί η θητεία της. Για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το αποτέλεσμα των εκλογών ευνοεί την επιλογή του πρώην προέδρου της ΕΚΤ και πρωθυπουργού της Ιταλίας, Μάριο Ντράγκι, που θεωρείται μεταρρυθμιστής. Η επιλογή θα γίνει από τους ηγέτες, ενώ θα πρέπει να επικυρωθεί από την Ολομέλεια της Ευρωβουλής.
Αναφορικά με τις αλλαγές, η άνοδος της Ακροδεξιάς και των ευρωσκεπτικιστών οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα συνέπειες των κρίσεων των τελευταίων ετών (πανδημία, ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, άνοδος ενεργειακών τιμών και πληθωρισμού). Η ευρωπαϊκή οικονομία μπορεί να απέφυγε την ύφεση, αλλά οι ασθενέστεροι οικονομικά υποφέρουν σε όλα τα κράτη-μέλη εξαιτίας της ανόδου των τιμών κυρίως στα είδη διατροφής.
Πρώτο μέλημα η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας
Το βάρος πρέπει να δοθεί σε μέτρα που θα αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας, δίνοντας παράλληλα νέα ώθηση στην ενιαία αγορά. Οι επιλογές των προτεραιοτήτων θα γίνουν μέσα στο έτος, ώστε να σταλούν και τα πολιτικά μηνύματα στους δυσαρεστημένους πολίτες.
Αλλος τομέας που επωφελήθηκε η Ακροδεξιά είναι αυτός της παράνομης μετανάστευσης, όπου έχουν ήδη ληφθεί μέτρα, αλλά πρέπει να επιταχυνθεί η εφαρμογή τους. Τα μέτρα επικεντρώνονται στην καλύτερη φύλαξη των εξωτερικών συνόρων, στην επιτάχυνση των διαδικασιών εξέτασης ασύλου και στην επίσπευση της επιστροφής των παράνομων μεταναστών στις χώρες τους.
Τέλος, η συντριβή των Πράσινων Οικολόγων σε όλες σχεδόν τις χώρες στέλνει το μήνυμα ότι η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, που είναι επείγουσα, πρέπει να γίνει με προσεκτικό τρόπο, ώστε το κάθε μέτρο να μην έχει πρόσθετο οικονομικό κόστος για τους πολίτες. Σε αυτό το πλαίσιο, θεωρείται πολύ πιθανό ότι θα δοθεί περισσότερος χρόνος στην εξέταση των επιπτώσεων του κάθε μέτρου και θα επιδιώκεται να είναι ουδέτερο για το πορτοφόλι των καταναλωτών.