της Δρος. Άννας Κωνσταντινίδου*
Όπως ήταν επόμενο, και μετά τις βιοπραγίες εναντίον των στρατιωτών της UNFICYP από τους Τουρκοκύπριους της περιοχής, σύσσωμη (πλην Ρωσίας) η Διεθνής Κοινότητα καταδίκασε το γεγονός, ενώ Αμερικανοί αξιωματούχοι και οι επικεφαλής της ελληνικής Ομογένειας στις ΗΠΑ με επίσημες ανακοινώσεις τους ζητούν από τον πρόεδρο Μπάιντεν την άμεση παρέμβασή του για τα συγκεκριμένα γεγονότα.
Πολύ σύντομα να ειπωθεί, ότι η Πύλα είναι ένα από τα χωριά στη λεγόμενη “πράσινη γραμμή” στην Κύπρο, το καθεστώς φύλαξης των οποίων έχει ανατεθεί στον ΟΗΕ, ενώ οι συγκεκριμένες οικιστικές περιοχές αποτελούνται κατά βάση από μεικτό πληθυσμό (δηλαδή Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους). Τα τετελεσμένα που προσπαθεί να δημιουργήσει η Τουρκία σε περιοχές που ανήκουν στη “νεκρή ζώνη” τόσο με πώληση εκτάσεων γης όσο και με κατασκευαστικά έργα, εκτός του ό,τι αντιβαίνουν στο θεσμικό πλαίσιο και καθεστώς της περιοχής που προσδιορίζουν τα Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, συγχρόνως παραβιάζουν μια σειρά Κανόνων του Διεθνούς Δικαίου.
Τη δεδομένη χρονική στιγμή, και αναλογιζόμενοι ότι σε λίγες ημέρες η Τουρκία γιορτάζει τα 100 χρόνια από την οργάνωση του πολιτειακού και πολιτικού σχηματισμού της, βρισκόμαστε απέναντι σε μία εκτός ορίων εμπρηστική στάση των Τούρκων απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο. Και φυσικά, σε αυτό που πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση, είναι ότι η Ρωσία, ένα από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ μπλόκαρε ανακοίνωση του συγκεκριμένου Οργάνου εναντίον της Τουρκίας, αποδεικνύοντας τη διαρκή σύγκλιση των δύο αυτών χωρών μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Εννοείται ότι πρέπει να ειπωθεί σε όλους τους τόνους, ότι εγχώρια δημοσιογραφικά μέσα που πρόσκεινται κυρίως στην αξιωματική αντιπολίτευση και σε κόμματα του Ελληνικού Κοινοβουλίου που εμμέσως στηρίχθηκαν από την ρωσική προπαγάνδα που εξύφανε το Ρωσικό Πατριαρχείο στην Ελλάδα, τα συγκεκριμένα επεισόδια στην Πύλα που άπτονται του σκληρού πυρήνα των εθνικών μας συμφερόντων, όπως και την στάση της Ρωσίας στον ΟΗΕ, είτε τα κρατούν σε χαμηλούς επικοινωνιακούς τόνους είτε δεν κάνουν καμία αναφορά σε αυτά. Και αυτό επί της ουσίας καταδεικνύει τον ‘’Εχθρό εντός των Τειχών’’ που κατόρθωσε “να φτάσει” μέχρι τα έδρανα του ανωτάτου θεσμικού Οργάνου της Ελληνικής Πολιτείας, τη Βουλή των Ελλήνων.
Επανερχόμενη στα γεγονότα στην Πύλα, τα ερωτήματα που τίθενται είναι δύο: α. Εάν η Τουρκία έχοντας την υποστήριξη της Ρωσίας θα κάνει πράξη την απειλή του Τσελίκ για – υποτιθέμενο – δικαίωμα επέμβασης; β. Τι μπορεί να κάνει η Διεθνής Κοινότητα και κυρίως οι ΗΠΑ μετά το ‘’veto’’ που άσκησε η Ρωσία στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για σύνταξη κοινής ανακοίνωσης καταδίκης των γεγονότων στην Κύπρο;
Βρετανία: Η στέψη του βασιλιά Καρόλου κόστισε 72 εκατομμύρια λίρες
Σε ότι αφορά στο πρώτο ερώτημα, είναι γνωστό ότι η Τουρκία και ιδίως η ερντογανική κυβέρνηση συνήθως τις ανακοινώσεις της τις κάνει πράξη, πολλώ δε μάλλον όταν σε λίγες μέρες γιορτάζει το τουρκικό κράτος την εκατονταετηρίδα του. Όμως μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την στάση που τήρησε η Τουρκία, ο Ερντογάν γνωρίζει πολύ καλά ότι έχασε τα ερείσματα που έφερε στη Δύση, παρά το γεγονός ότι ακόμα υπάρχουν χώρες και αξιωματούχοι Διεθνών Οργανισμών που είτε τάσσονται υπέρ του είτε διατηρούν εξισορροπιστική στάση απέναντί του.
Ωστόσο σε αυτό που επιβάλλεται να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση είναι ότι, το τουρκικό Κράτος με τη συμπεριφορά του έφερε απέναντί του το ανώτατο θεσμικό όργανο του Αμερικανικού Κογκρέσου που αποφασίζει όχι μόνο για την Άμυνα και τις εξωτερικές υποθέσεις των ΗΠΑ, αλλά ανατρέχοντας κάποιος και στο Καταστατικό του ΝΑΤΟ αντιλαμβάνεται, ότι είναι υπεύθυνο -εμμέσως πλην σαφώς- και για τον ίδιο τον στρατιωτικό Οργανισμό. Επίσης, ο Ερντογάν γνωρίζει ότι μπορεί η Ρωσία στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να τάχθηκε υπέρ του, όμως οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι οποιαδήποτε απόφαση ανάλογα με το είδος της φέρει και συγκεκριμένο νομικό περιεχόμενο.
Εν προκειμένω, η στάση της Ρωσίας διαλαμβάνεται ως μία προειδοποιητική στάση απέναντι σε Ελλάδα, Κύπρο και Δύση, όμως δεν φέρει τη διάσταση veto για σύνταξη Ψηφίσματος (δηλαδή νομικό έρεισμα), γεγονός που το γνωρίζει η τουρκική πλευρά και επίσης γνωρίζει πολύ καλά, ότι σε περίπτωση επέμβασης όχι μόνο δεν θα έχει δίπλα της τη Ρωσία (παρά την εισβολή της στην Ουκρανία), αλλά επίσης και λόγω του ενδιαφέροντος που επιδεικνύουν οι ΗΠΑ για την Κύπρο, θα την φέρουν απευθείας απέναντί τους, όπως και απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Και ας μην ξεχνάμε ότι η Κύπρος με τη Γαλλία ήδη από το 2019 έχουν υπογράψει Συμφωνία Αμυντικής Συνεργασίας, πράγμα που σημαίνει ότι εκτός από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως Θεσμό, η Τουρκία θα έχει να απέναντί της και μεμονωμένα κράτη της Ευρώπης.
Συγχρόνως, με μια στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο το τουρκικό κράτος εμπλέκει και χώρες της ευρύτερης περιοχής όπως το Ισραήλ και την Αίγυπτο, εντείνοντας τα αισθήματα ανασφάλειας που ήδη υπάρχουν στις μεταξύ τους σχέσεις, το οποίο δεν επιθυμεί καμία από τις δύο ειδικά τη συγκεκριμένη εποχή.
Ωστόσο, αυτό που είναι αναγκαίο να ειπωθεί σε όλους τους τόνους, είναι ότι οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου όχι μόνο δεν πρέπει να εφησυχάζουν, αλλά αντίθετα και το γεγονός στην Πύλα εντάσσεται στο σχεδιασμό εκδήλωσης ενός υβριδικού τρόπου απειλής από μέρους του τουρκικού Κράτους που δημιουργεί ταυτόχρονες εντάσεις σε περιβάλλοντα που εκλαμβάνει ως ενιαία στην εξωτερική πολιτική της. Για το λόγο αυτό στην Ελλάδα πρέπει να ερευνηθεί με πολύ μεγάλη προσοχή η ταυτόχρονη εκδήλωση μεγάλου αριθμού πυρκαγιών, ενώ την πυρκαγιά στην Αλεξανδρούπολη είναι καλό να τη δούμε πολύ επισταμένα και σε σχέση με τα γεγονότα στην Πύλα.
Από εκεί και πέρα, και απαντώντας στο δεύτερο ερώτημα τι πρέπει η Διεθνής Κοινότητα και οι ΗΠΑ να πράξουν, σε σχέση (και με) τα γεγονότα στην Πύλα, το τμήμα της Αμερικανικής Γερουσίας που είναι θεσμικά επιφορτισμένο με την Άμυνα και την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ έχει τη δυνατότητα να εξετάσει μεταξύ άλλων και περιοριστικά μέτρα στην πώληση αμυντικού υλικού στην Τουρκία, που θα μπορούσαν να επεκταθούν και σε άλλα κράτη. Εάν επιπλέον μπορούσε να εμπλακεί και η Βορειοατλαντική Συμμαχία σε μία τέτοια συζήτηση, παρά τον ισορροπιστή και φιλότουρκο Γενικό Γραμματέα της και το δικαίωμα αρνησικυρίας που διαθέτει η Τουρκία ως κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ, επικοινωνιακά θα συνιστούσε ένα ισχυρό ράπισμα για την γείτονα, τις πρακτικές της και τη θέση της στη Διεθνή Κοινότητα.
Η Άννα Κωνσταντινίδου είναι Ιστορικός- Διεθνολόγος, Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Επιστημονική Συνεργάτιδα του ΑΠΘ, διδάσκουσα στην Ανώτερη Διακλαδική Σχολή Πολέμου (ΑΔΙΣΠΟ) και τη Σχολή Εθνικής Άμυνας (ΣΕΘΑ).