Συγκεκριμένα ο Guardian αναφέρει:
«Όταν ένας από τους υπαλλήλους του λόρδου Έλγιν τού έγραψε για να τον ενημερώσει για την πρόοδό του στην απομάκρυνση αρχαιοτήτων από την Ακρόπολη που έμελλε να γίνουν γνωστές ως Ελγίνεια Μάρμαρα, ήταν ευθύς για την τραχύτητα της δουλειάς του. Σε επιστολή του με ημερομηνία Σεπτέμβριος 1801, ζητούσε να του δοθούν 12 πριόνια για να μπορέσει να πετσοκόψει τα γλυπτά από το ναό.
Το 1802, ανακοίνωσε ότι είχε αφαιρέσει με επιτυχία μία από τις πλάκες. ”Το έργο προκάλεσε πολλά προβλήματα με πολλούς τρόπους”, εξομολογήθηκε, “και αναγκάστηκα να γίνω λίγο βάρβαρος”.
Περισσότερα από 200 χρόνια αργότερα, υπάρχουν πολλοί στην Ελλάδα που βλέπουν κάτι παρόμοια βάρβαρο στον τρόπο με τον οποίο η Βρετανία χειρίζεται σήμερα τη διαμάχη για τα μάρμαρα του Παρθενώνα -όπως είναι κανονικά γνωστά.
Αυτή την εβδομάδα, το ζήτημα του αν θα επιστραφούν τελικά στην Αθήνα μετατράπηκε από ένα θέμα που διαπραγματεύεται αθόρυβα μεταξύ του Βρετανικού Μουσείου και της ελληνικής κυβέρνησης σε μια μεγάλη διπλωματική διαμάχη.
Η διαμάχη ξέσπασε επειδή ο Ρίσι Σουνάκ ακύρωσε μια συνάντηση με τον ομόλογό του Κυριάκο Μητσοτάκη τη Δευτέρα – και ενώ οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η άρνηση του Σουνάκ να εξετάσει το ενδεχόμενο επιστροφής των Γλυπτών στην Αθήνα είναι αντίθετη με την άποψη του μεγαλύτερου μέρους του βρετανικού λαού, ενώ ο Μητσοτάκης έχει ξεκάθαρα τη στήριξη όλης της Ελλάδα στο θέμα αυτό».
Ουκρανία: «Τεράστιες εκρήξεις» στη Σούμι μετά από ρωσικά πλήγματα – Δύο νεκροί
Και γράφει λίγο παρακάτω ο Guardian:
«Όταν ο Μητσοτάκης συναντήθηκε τον περασμένο Νοέμβριο με τον Τζορτζ Όσμπορν -τον πρώην Βρετανό ΥΠΟΙΚ που τώρα είναι πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου-, οι συνομιλίες χαρακτηρίστηκαν “όχι μόνο αξιόπιστες, αλλά και πολύ συναρπαστικές.
Ενώ οι συζητήσεις ήταν σε προκαταρκτικό επίπεδο, φαινόταν ότι η δυναμική της ιδέας της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα αυξανόταν.
Κάτι τέτοιο θα γινόταν αιτία εθνικής γιορτής στην Ελλάδα, όπου η αφαίρεση των μαρμάρων από τον Έλγιν τον 19ο αιώνα θεωρείται κλοπή. Αν και το Βρετανικό Μουσείο δεν μπορεί, με νόμο του κοινοβουλίου, να επιστρέψει μόνιμα τα Γλυπτά, θα μπορούσε να τα στείλει στο Μουσείο της Ακρόπολης ως δάνειο, με ανταλλαγή άλλων ελληνικών αρχαιοτήτων ως εγγύηση, με την ελπίδα να εξασφαλιστεί η ενδεχόμενη επιστροφή τους. Όλα αυτά θα μπορούσαν να συμβούν ανεξάρτητα από την άποψη της βρετανικής κυβέρνησης επί του θέματος.
Αλλά το αν το Βρετανικό Μουσείο θα ήταν πρόθυμο να διακινδυνεύσει την οργή της κυβέρνησης είναι ένα άλλο ερώτημα.
Και αφού ο Μητσοτάκης δήλωσε στο BBC ότι το να κρατά κανείς τα Γλυπτά χωριστά από τα υπόλοιπα που βρίσκονται στην Ελλάδα είναι σαν “να κόβεις τη Μόνα Λίζα στη μέση”, η αντίδραση του Σουνάκ υποδηλώνει ότι μπορεί να υπάρχει ένα σημαντικό πολιτικό εμπόδιο που πρέπει να ξεπεραστεί.
Ήταν πάντα τόσο σημαντικό ζήτημα;
«Για τουλάχιστον τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες» απαντά ο Guardian υπενθυμίζοντας ότι η αρχή έγινε το 1983 επί Μελίνας Μερκούρη, με έγγραφα του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών που αποχαρακτηρίστηκαν να αναφέρουν για την τότε υπουργό Πολιτισμού ότι «έκλεψε τη δημνοσιότητα» και βρετανούς αξιωματούχους να λένε ότι «νίκησε στη διαφωνία αυτή με κατεβασμένα τα χέρια».
Τότε η Μελίνα Μερκούρη είχε πει στους Βρετανούς ότι «πρέπει να καταλάβετε τι σημαίνουν για την Ελλάδα τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Είναι η υπερηφάνια μας. Είναι οι θυσίες μας. Είναι η ουσία της ελληνικότητας».
«Όταν η χώρα πάλευσε για την οικονομική της επιβίωση το θέμα φυσιολογικά έγινε δευτερεύων αλλά από τη στιγμή που ο Μητσοτάκης ανέλαβε την εξουσία πριν από πέντε χρόνια έχει ξεκινήσει μια μεγάλη διεθνής καμπάνια» προσθέτει η ανταποκρίτρια του Guardian στην Αθήνα.
Ειδήσεις σήμερα
Γλυπτά του Παρθενώνα: «Πυρά» του βρετανικού Τύπου και Βρετανών πολιτών κατά Σούνακ