Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ επαναλειτουργία μετά τον κορονοϊό και η επακόλουθη αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ οδήγησαν σε απότομη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και σε αισθητή μείωση του δείκτη του χρέους προς το ΑΕΠ σε όλες σχεδόν τις προηγμένες οικονομίες. Μετά τη σοβαρή οικονομική συρρίκνωση το 2020-21 λόγω της πανδημίας, η ευρεία επανέναρξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας το 2022 οδήγησε σε εκτίναξη τόσο της πραγματικής οικονομικής ανάπτυξης όσο και του υψηλού πληθωρισμού.
Παρά την αύξηση των δαπανών σε πολλές χώρες το 2022 με στόχο τη στήριξη των νοικοκυριών από τις υψηλότερες τιμές της ενέργειας, τα δημοσιονομικά ελλείμματα, μετρούμενα ως ποσοστό του ΑΕΠ, μειώθηκαν και οι δείκτες του δημόσιου χρέους συνέχισαν να μειώνονται λόγω της υψηλής ονομαστικής αύξησης του ΑΕΠ και της ανάκαμψης των εσόδων.
Αυτό συνέχισε να ισχύει ακόμη και πιο πρόσφατα στο πλαίσιο της επιβράδυνσης της αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ λόγω του συνεχιζόμενου υψηλού πληθωρισμού, ο οποίος μειώνει τους δείκτες χρέους προς ΑΕΠ μειώνοντας την πραγματική αξία του δημόσιου χρέους. Επομένως, οι αυξημένες δημόσιες δαπάνες το 2022 δεν έχουν (ακόμη) μεταφραστεί σε μεγαλύτερα ονομαστικά ελλείμματα. Παρ’ όλα αυτά, τα δημοσιονομικά ελλείμματα παραμένουν πάνω από το 4% του ΑΕΠ σε πολλές προηγμένες οικονομίες.
Η ΜΕΙΩΣΗ βραχυπρόθεσμα του ποσοστού χρέους προς το ΑΕΠ δεν υποδηλώνει βελτίωση της μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας του χρέους, διότι μόλις η δυναμική της ανάπτυξης και τα επιτόκια ομαλοποιηθούν, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους και τα δημοσιονομικά ελλείμματα θα αυξηθούν και πάλι. Ο ονομαστικός και πραγματικός ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα επιβραδυνθεί περαιτέρω το 2023 και τα ονομαστικά επιτόκια θα συνεχίσουν να αυξάνονται λόγω της συνεχιζόμενης νομισματικής αυστηροποίησης.
Η μείωση του πληθωρισμού και τα υψηλότερα ονομαστικά επιτόκια θα μεταφραστούν σε υψηλότερο κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Η βραδύτερη οικονομική ανάπτυξη (πόσω μάλλον η ύφεση) θα επηρεάσει, επίσης, δυσμενώς τις δημοσιονομικές προοπτικές και τις προοπτικές του χρέους των χωρών – και όχι μόνο επειδή οι κεντρικές τράπεζες είτε έχουν αρχίσει είτε θα αρχίσουν σύντομα να πωλούν το χαρτοφυλάκιο του δημόσιου χρέους τους, συμβάλλοντας περαιτέρω στην αύξηση του κόστους χρηματοδότησης της κυβέρνησης. Αυτό είναι ιδιαίτερα προβληματικό για τις ανεπτυγμένες οικονομίες με υψηλά επίπεδα χρέους – δηλαδή το Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ελλάδα, την Ιαπωνία, την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Ισπανία και τις ΗΠΑ, των οποίων το δημόσιο χρέος ξεπέρασε το 100% του ΑΕΠ το 2022.
Ο ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΣ χώρος των κυβερνήσεων, αλλά και η ικανότητά τους να ανταποκριθούν σε μελλοντικές οικονομικές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των προηγμένων οικονομιών. Ο δημοσιονομικός χώρος αναφέρεται στην ικανότητα μιας κυβέρνησης να μειώνει τα έσοδα ή να αυξάνει τις δαπάνες χωρίς να θέτει σε κίνδυνο τη μεσοπρόθεσμη δυναμική του χρέους.
Ουκρανία: Φωτογραφίες με θραύσματα του νέου υπερηχητικού πυραύλου της Ρωσίας - «Δεν έχουμε ξαναδεί κάτι τέτοιο»
Η έλλειψη δημοσιονομικού χώρου μπορεί, επίσης, να αυξήσει τη χρηματοπιστωτική αστάθεια. Μεταξύ των πιο υπερχρεωμένων προηγμένων οικονομιών, η Ιταλία παραμένει μακράν η πιο ευάλωτη, λόγω του ιδιαίτερα υψηλού λόγου χρέους προς το ΑΕΠ (που υπερβαίνει το 140%), καθώς και της συμμετοχής της στην ευρωζώνη, η οποία περιορίζει την πρόσβασή της σε έκτακτη ρευστότητα που θα μπορούσε να της παράσχει μια εθνική κεντρική τράπεζα. Σε σύγκριση με την Ιταλία, το χρέος του Βελγίου είναι πολύ μικρότερο, πράγμα που σημαίνει ότι διαθέτει μεγαλύτερο δημοσιονομικό περιθώριο. Το χρέος της Ιαπωνίας χρηματοδοτείται σε μεγάλο βαθμό από τους εγχώριους αποταμιευτές και η Τράπεζα της Ιαπωνίας μπορεί, επίσης, να παρέμβει στις αγορές κρατικών ομολόγων για να μετριάσει τους κινδύνους.
Οι ΗΠΑ εκδίδουν το κυρίαρχο αποθεματικό νόμισμα στον κόσμο (το δολάριο), παρέχοντάς τους μια απαράμιλλη ικανότητα αυτοχρηματοδότησης. Το χρέος της Ελλάδας, αν και υψηλό, μειώνεται ραγδαία. Το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδας είναι, επίσης, πολύ μικρότερο από εκείνο της Ιταλίας και ένα μεγάλο μέρος του χρέους της επωφελείται από επιτόκια χαμηλότερα της αγοράς, λόγω των επίσημων ενισχύσεων.
Ο ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ περιορισμένος δημοσιονομικός χώρος της Ιταλίας τη θέτει σε μεγαλύτερο κίνδυνο χρηματοπιστωτικής αποσταθεροποίησης απ’ ό,τι άλλες προηγμένες οικονομίες. Η πρόσφατη διεύρυνση των αποδόσεων των ιταλικών κρατικών ομολόγων είναι ενδεικτική της συνεχιζόμενης ανησυχίας των επενδυτών. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ιταλία θα βιώσει αναγκαστικά μια νέα κρίση ή χρηματοπιστωτική σταθερότητα μεγάλης κλίμακας.
Αλλά μεταξύ όλων των προηγμένων οικονομιών παραμένει η χώρα που διατρέχει τον μεγαλύτερο κίνδυνο. Εάν οι μελλοντικές ιταλικές κυβερνήσεις δεν καταφέρουν να τηρήσουν συντηρητικές δημοσιονομικές πολιτικές, ιδίως στο πλαίσιο της πολιτικής ποσοτικής σύσφιγξης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι ανησυχίες των επενδυτών θα μπορούσαν γρήγορα να μεγαλώσουν, αυξάνοντας τους ευρύτερους οικονομικούς και χρηματοπιστωτικούς κινδύνους στη ζώνη του ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι σε μια μελλοντική χρηματοπιστωτική έκτακτη ανάγκη, η Ιταλία έχει πιο περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο για την αντιμετώπισή της και κινδυνεύει με ευρύτερη χρηματοπιστωτική αστάθεια εάν τα επιτόκια αυξηθούν, λόγω των αυξανόμενων ανησυχιών των επενδυτών για τη βιωσιμότητα του χρέους.