Σύμφωνα με βρετανικό δημοσίευμα «αν υλοποιηθούν αυτές οι μεταρρυθμίσεις δεν θα αναδημιουργήσουν παρά ένα σουλτανάτο, σχεδόν έναν αιώνα αφού ο Ατατούρκ ίδρυσε τη δημοκρατία στα ερείπια της οθωμανικής αυτοκρατορίας».
«Για την Ευρώπη, καθώς και για τους δυτικούς συμμάχους της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, ο μετασχηματισμός είναι πιθανό να έχει σημαντικές συνέπειες. Οι σχέσεις, ήδη τεταμένες, είναι βέβαιο ότι θα επιδεινωθούν περαιτέρω, σε μία στιγμή που η συνεργασία της Τουρκίας στο προσφυγικό ζήτημα συγκεκριμένα εξακολουθεί να είναι κρίσιμη», τονίζει ο Guardian και συνεχίζει αναφερόμενος στην «επιφυλακτική» αντίδραση των Βρυξελλών, του Βερολίνου και του Παρισιού μαρτυρεί αυτή τη νέα δυσφορία. Όπως υπενθυμίζει, ο Ερντογάν είχε ήδη προειδοποιηθεί ότι αν εκπληρώσει την απειλή του και επαναφέρει τη θανατική ποινή, θα τερματίσει αμέσως κάθε προοπτική προσέγγισης με την ΕΕ.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα ούτε η μικρή διαφορά με τη οποία επικράτησε το «ναι» στο δημοψήφισμα ούτε οι κατηγορίες της αντιπολίτευσης για παραβιάσεις στη διαδικασία, αλλά και οι έκθεση κόλαφος των διεθνών παρατηρητών, δεν εμπόδισε τον Τούρκο Πρόεδρο και τους υποστηρικτές του κόμματός του (ΑΚP) να προαναγγείλει αυτό που βλέπει ως μία νέα εποχή που προορίζεται να εδραιώσει τη δύναμη ενός ανθρώπου όπως και τη δύναμη και την αντοχή ενός έθνους στην αντιμετώπιση των εξωτερικών και εγχώριων εχθρών».
«Το δημοκρατικό σύστημα ελέγχων και ισορροπιών πρόκειται να συνθλιβεί. Ωστόσο, παραμένει μία βαθιά διχασμένη χώρα, στην οποία η σύγκρουση ανάμεσα σε εκείνους που υποστηρίζουν την κληρονομιά του Ατατούρκ και αυτούς που θέλουν να την ανατρέψουν, ανάμεσα στους υποστηρικτές ενός κοσμικού συστήματος και τους υποστηρικτές των συντηρητικών ισλαμικών αξιών, ανάμεσα στους Κούρδους και Τούρκους εθνικιστές, ανάμεσα στο κάποτε κυρίαρχες στρατιωτικές δομές και τις νέες ελίτ του AKP, αναμένεται να τροφοδοτήσει ακόμα περισσότερες εντάσεις», σημειώνει ο Guardian.
Παράλληλα η βρετανική εφημερίδα σχολιάζοντας τις συνθήκες που διεξήχθη το δημοψήφισμα «εν μέσω μίας πολιτικής καταστολής που έφτασε σε «θεαματικά επίπεδα» μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του περασμένου χρόνου, τονίζει ότι ο «ισχυρός άνδρας της Τουρκίας έχει πολώσει εσκεμμένα τη χώρα του, σπέρνοντας τον τρόμο μέσω μίας ευρείας κλίμακας εκκαθαρίσεων και καταδίωξης των αντιφρονούντων, και έχει ρίξει τις στρατιωτικές του δυνάμεις σε πλήρη πόλεμο ενάντια στις κουρδικές αυτονομιστικές ομάδες, και πιο πρόσφατα προωθώντας πολλαπλές κρίσεις με τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις».
«Η πολιτική διολίσθηση της Τουρκίας είναι τόσο βαρυσήμαντη όσο δύσκολο ήταν να προβλεφθεί στα πρώτα χρόνια του ΑΚP, της πρώτης ισλαμιστικής κυβέρνησης. Οι δημοκρατικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις χειροκροτήθηκαν από τη Δύση. Σύντομα η ΕΕ ήταν έτοιμη να ξεκινήσει δειλά τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Μετά την πολιτική αστάθεια και διαφθορά του 1990, αυτή ήταν μία νέα Τουρκία που η ισλαμιστική της ηγεσία φάνηκε όχι περισσότερο ριζοσπαστική θρησκευτικά από τους Χριστιανοδημοκράτες της Ευρώπης, και η εκσυγχρονισμός της θα επέκτεινε, ήταν η ελπίδα, την ευημερία και τα θεμελιώδη δικαιώματα. Ο κ. Ερντογάν είχε πει κάποτε “τα τζαμιά είναι οι στρατώνες μας, οι τρούλοι τα κράνη μας, οι μιναρέδες οι ξιφολόγχες μας, και οι πιστοί οι στρατιώτες μας”, ταυτόχρονα όμως υποσχέθηκε μία “φιλοευρωπαϊκή” πορεία και για ένα διάστημα έμεινε σε αυτή», γράφει ο Guardian και συνεχίζει αναφερόμενος στον Τούρκο Πρόεδρο:
«Το σκληρό παιδί της εργατικής τάξης από την Κωνσταντινούπολη έγινε η φωνή της ανερχόμενης μεσαίας τάξης της επαρχίας της Τουρκίας, ιδιαίτερα στην Ανατολία, με τον ευσεβή κοινωνικό συντηρητισμό του. Κληρονόμησε ταυτόχρονα ένα αυταρχικό χαρακτηριστικό από τον πατέρα του, καπετάνιο πλοίου ο οποίος κάποτε τον κρέμασε από τα χέρια στο ταβάνι επειδή έβρισε. Η δίψα για την εξουσία σε συνδυασμό με την παράνοια και τη συρρίκνωση του κύκλου των συμβούλων του έπαιξε κάποιο ρόλο. Οι εντάσεις και το χάος στη Μέση Ανατολή, όπου η Τουρκία κάποτε πίστευε (μετά την Αραβική άνοιξη το 2011) ότι θα μπορούσε να γίνει ένα πρότυπο για τους άλλους, μπορεί να συνέβαλε στο να ξετυλιχθεί. Η κοινωνία των πολιτών της Τουρκίας σίγουρα αγωνίστηκε ενάντια στον υφέρποντα δεσποτισμό, συμπεριλαμβανομένης της εξέγερσης στο πάρκο Gezi το 2013. Αυτή είναι μία πολύπλοκη χώρα στην οποία ένα άνθρωπος μόνος του, όσο φιλόδοξος και αμείλικτος και αν είναι, δεν μπορεί να ενσωματωθεί εξ’ ολοκλήρου» συνεχίζει το βρετανικό δημοσίευμα και καταλήγει:
«Η αντίσταση μπορεί να εγερθεί ξανά. Αλλά προς το παρόν, όσο ο κ. Ερντογάν ανελέητα ανατρέπει τους θεσμούς της χώρας, είναι οι δημοκράτες της Τουρκίας -εκείνοι που αγωνίζονται γενναία για τις αξίες και που πιστεύουν ότι δεν υπάρχει τίποτα αναπόφευκτο στο να αναγκάζονται να υπακούσουν εκατομμύρια πολίτες- που αξίζουν και πρέπει να πάρουν όλη τη στήριξη που η Ευρώπη μπορεί να προσφέρει».