«Στόχος μας είναι να ανοίξουμε την μονή Σουμελά στα τέλη Ιουνίου ή τον Ιούλιο. Υπάρχουν κάποια λίγα προβλήματα, όμως δώσαμε όλο το βάρος μας για να ανοίξουμε αυτή την περίοδο. Θα υπάρξει δυστυχώς μια καθυστέρηση 35-40 ημερών, αλλά θα προλάβουμε . Τέλη Ιουνίου θα προλάβουμε σίγουρα όμως τον Ιούλιο θα είμαστε έτοιμοι».
Όπως συμπλήρωσε ο ίδιος, η καθυστέρηση στην παράδοση της μονής ήταν αποτέλεσμα τόσο της πανδημίας, όσο και της μεγάλης ποσότητας βράχων στην περιοχή, βράχοι που δυσχέραναν τις εργασίες των συνεργείων.
Η ιστορία της Παναγίας Σουμελά
Το παλιό ιστορικό μοναστήρι της Παναγιάς Σουμελά, χτισμένο στην πλαγιά του βουνού στην περιοχή της Ματσούκα της Τραπεζούντας, στην Τουρκία, ήταν για δεκαέξι αιώνες σημείο αναφοράς όχι μόνο για τους Ποντίους, αλλά και ένα ευρύτερο πνευματικό κέντρο τεράστιας ακτινοβολίας και ιστορικής σημασίας. Δεν είναι τυχαίο, ότι πέραν των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, ιδιαιτέρως των Κομνηνών και του Αλεξίου του Γ’, που υπήρξε και ο πιο σημαντικός δωρητής της εκείνα τα χρόνια, πολλοί ισχυροί Οθωμανοί σουλτάνοι, όχι μόνο σεβάστηκαν τη μονή, αλλά και επέκτειναν τα προνόμιά της επικυρώνοντας τα, με διατάγματα τους και προσφέροντας σημαντικές δωρεές προς το μοναστήρι.
Oι σουλτάνοι Βαγιαζήτ Β΄, Σελήμ Α΄, Μουράτ Γ΄, Σελήμ Β΄, Iμπραήμ A΄, Μωάμεθ Δ΄, Σουλεϊμάν Β΄, Μουσταφά Β΄, Αχμέτ Γ΄ είναι ορισμένοι από τους ευεργέτες της ιστορικής μονής, που σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε το 386 μ.Χ. από τους μοναχούς Βαρνάβα και Σωφρόνιο. Θρυλείται, μάλιστα, ότι στον τόπο, όπου χτίστηκε η ιστορική μονή, σε υψόμετρο 1063 μέτρα, άγγελοι είχαν μεταφέρει την ιερή εικόνα της Παναγίας της Aθηνιώτισσας, την οποία, εικονογράφος της οποίας κατά την παράδοση ήταν ο Ευαγγελιστής Λουκάς.
“Είναι η Παναγία του Όρους Μελά. Το “στου” στα ποντιακά προφέρεται “σου” και έτσι γίνεται η Παναγία που βρίσκεται στο όρος Μελά (στου όρους Μελά), Παναγία Σουμελά”, λέει ο Βλάσης Αγτζίδης.
Μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923 οι ελάχιστοι -μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού- εναπομείναντες μοναχοί της παλιάς μονής, που είχαν ήδη προλάβει να υποστούν δοκιμασίες, ληστείες, διωγμούς, ακολούθησαν τη μοίρα των χιλιάδων προσφύγων και ήρθαν στην Ελλάδα. Όμως, προηγουμένως είχαν φροντίσει να θάψουν, με την προσδοκία κάποτε να τα ξαναβρούν τα πιο σημαντικά κειμήλια του μοναστηριού σε απόσταση δέκα περίπου χιλιομέτρων στα ερείπια του παρεκκλησίου της Αγίας Βαρβάρας. Τρία πολύ σημαντικά κειμήλια. Την εικόνα της Παναγίας, τον σταυρό του αυτοκράτορα Mανουήλ Γ΄ του Kομνηνού και το χειρόγραφο Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου.
Μερικά χρόνια αργότερα, περί το 1930, όταν το πολιτικό κλίμα ανάμεσα στις δύο χώρες εξομαλύνθηκε, χρειάστηκε μια σειρά από ενέργειες του τότε πρωθυπουργού του Ελευθερίου Βενιζέλου, σε συνεννόηση με τον Ισμέτ Ινονού να γίνει από την Ελλάδα αποστολή για την εξεύρεση των θαμμένων κειμηλίων και την μεταφορά τους στην Ελλάδα.
“Ο πόντιος βουλευτής Λεωνίδας Ιασωνίδης, γνώστης της τουρκικής γλώσσας και παρών και μεταφραστής στις επαφές που είχαν οι δύο πρωθυπουργοί έπαιξε σημαντικό ρόλο”, λέει ο κ. Τανιμανίδης,
Προσθέτει, μάλιστα, ότι ο ο Ινονού εντυπωσιάστηκε από τις γνώσεις και την ομιλία του Ιασωνίδη και τον ενθάρρυνε να του πει εάν κάτι μπορούσε να κάνει για αυτόν. Και εκείνος αποκρίθηκε ότι θα ήθελε να έρθουν τα πολύτιμα κειμήλια της Παναγίας Σουμελά στην Ελλάδα. Μάλιστα, ο Ιασωνίδης, σε ομιλία του το 1932, αφού είχαν έρθει στην Ελλάδα τα κειμήλια, είπε χαρακτηριστικά: “Μέχρι σήμερα είχαν έρθει οι Πόντιοι. Τώρα ήρθε και ο Πόντος”.
Η αποστολή στην παλιά μονή οργανώθηκε σε συνεννόηση και αφού έγιναν όλες οι απαραίτητες γραφειοκρατικές ενέργειες, μεταξύ των δύο χωρών. Ο ιερομόναχος Αμβρόσιος Σουμελιώτης ήταν εκείνος που μετέβη στην περιοχή, καθ υπόδειξη του μοναχού Ιερεμία, ο οποίος ασθενούσε και δεν είχε τη δύναμη να πάρει μέρος στην αποστολή, αλλά ήταν από τους τελευταίους μοναχούς του μοναστηριού και γνώριζε την κρύπτη. Η αποκάλυψη των κειμηλίων ήταν επίπονη, το τοπίο εγκαταλειμμένο και διαφορετικό, αλλά ο ιερομόναχος Αμβρόσιος κατάφερε να τα βρει και να τα φέρει στην Αθήνα.
Για την επόμενη εικοσαετία, από το 1931,μέχρι και το 1951 τα κειμήλια φυλάσσονταν στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών. Μέχρι που ο Κρωμναίος γιατρός και συγγραφέας Φίλων Κτενίδης πρόεδρος του σωματείου «Παναγία Σουμελά» προώθησε δημόσια την ιδέα για την ίδρυση της μονής Παναγίας Σουμελά στην Καστανιά του Βερμίου. Οι πρώτες εργασίες ξεκίνησαν εκείνη τη χρονιά με τη θεμελίωση και την ανέγερση του πρώτου πετρόκτιστου ναού μικρών σχετικά διαστάσεων, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Φυλλίδη. “Ηταν λαμπρός αρχιτέκτονας, είχε κάνει το ρυμοτομικό σχέδιο όλης της Τραπεζούντας”, λέει ο Στέφανος Τανιμανίδης.
Τις επόμενες δεκαετίες, μετά το 1965 που αναλαμβάνει την προεδρία του Σωματείου ο νομικός Παναγιώτης Τανιμανίδης συνεχίζει το έργο του προκατόχου του. Μάλιστα αναβαθμίζει κόμη περισσότερο τον χώρο του προσκυνήματος καθώς, στο μεταξύ, χιλιάδες προσέρχονται για να γιορτάσουν την Κοίμηση της Θεοτόκου. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 χτίζεται ο δεύτερος περίλαμπρος ναός με τις ψηφιδογραφίες, διευρύνονται οι χώροι και γίνονται και άλλα κτίσματα, όπως το Μελισσανίδειο Ιδρυμα (ξενώνας), το Αμβρόσιο Ηγουμενείο και πάνω από εξακόσια κελιά, χώροι για τη φιλοξενία των πιστών, χώροι υγιεινής, κ.α.
Στο παλιό ιστορικό μοναστήρι, στις 15 Αυγούστου του 2010 έγινε για πρώτη φορά Θεία Πατριαρχική Λειτουργία, με την άδεια των τουρκικών αρχών, στο ιστορικό μοναστήρι του Πόντου στην Τουρκία, χοροστατούντος του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και των μητροπολιτών Δράμας Παύλου και Βολοκαμάνσκ Υλαρίωνα, παρουσία χιλιάδων πιστών. Η πανήγυρης και η Θεία λειτουργία τελούνταν κάθε χρόνο για τα επόμενα πέντε χρόνια. Το 2016 το μοναστήρι δεν δόθηκε για τις ετήσιες εκδηλώσεις, καθώς όπως ανακοίνωσαν οι τουρκικές αρχές, έπρεπε να γίνουν εργασίες συντήρησης και να αφαιρεθούν κομμάτια βράχου που απειλούσαν με καταστροφή το μνημείο.