Το περασμένο καλοκαίρι, ο γερμανικός Τύπος μιλούσε για το «λυκόφως της καγκελαρίου», παραφράζοντας το μουσικό δράμα του Ρίχαρντ Βάγκνερ («Το Λυκόφως των Θεών»), τον οποίο λατρεύει η Μέρκελ. Η «Μητερούλα» -όπως την ονόμαζαν χαϊδευτικά οι Γερμανοί τις μέρες της δόξας- μοιάζει με τον Ζίγκφριντ, ο οποίος, αντιμέτωπος με τη μοίρα του, καλείται να παραδώσει το δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν. Η καγκελάριος προσπάθησε να ξεφύγει από τη μοίρα, παραδίδοντας την ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος με αντάλλαγμα την παραμονή στην εξουσία έως το 2021, που λήγει η θητεία της.
Ομως δεν γλίτωσε την απώλεια της λάμψης της, που φάνηκε πρόσφατα με τον πιο ηχηρό τρόπο στις συνόδους για την επιλογή των κορυφαίων αξιωματούχων της Ε.Ε. Η άποψη της Γερμανίδας καγκελαρίου για το αξίωμα του προέδρου της Κομισιόν δεν έγινε σεβαστή και ούτε η πρώτη της επιλογή (Μάνφρεντ Βέμπερ) ούτε η δεύτερη (Φρανς Τίμερμανς) έπεισαν τους Ευρωπαίους εταίρους, ενώ η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δίχασε τη γερμανική κυβέρνηση και προκάλεσε πολλές αντιδράσεις σε πολιτικές ομάδες.
«Ο λόγος της δεν περνάει πλέον όσο παλαιότερα», σχολίασε ο γερμανικός Τύπος. «Της ταιριάζει ο χαρακτηρισμός: Μέρκελ, η στριμωγμένη», σχολίασε η Die Welt, ενώ το Politicο μίλησε για «μεγάλη ταπείνωση». Η καγκελάριος δέχθηκε πυρά από δύο πλευρές: από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και τους Χριστιανοδημοκράτες- Χριστιανοκοινωνιστές, διότι άλλαξε γνώμη για το πρόσωπο του προτεινόμενου προέδρου της Κομισιόν και δεν υποστήριξε τον Βέμπερ, αλλά και από τους εταίρους της στον κυβερνητικό συνασπισμό, Σοσιαλδημοκράτες, που δεν ήθελαν να ακούσουν για την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Η Μέρκελ αναγκάστηκε να απέχει από την ψηφοφορία στο Συμβούλιο για να σώσει την κυβέρνησή της. Το πιο «ταπεινωτικό» για την καγκελάριο είναι ότι την πρόταση για τη Γερμανίδα υπουργό Αμυνας, ως επικεφαλής της Κομισιόν, έκανε ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, προκειμένου να δώσει μια λύση στο αδιέξοδο. Ο Γάλλος πρόεδρος φαίνεται ότι κέρδισε πολλούς πόντους στο ευρωπαϊκό παιχνίδι εξουσιών με την κίνηση αυτή.
Η υγεία της
Μασκ: Ο καγκελάριος Σολτς πρέπει να παραιτηθεί αμέσως - Είναι ακατάλληλος και ανόητος
Οι δύσκολες αυτές μέρες που περνά η καγκελάριος της Γερμανίας έρχονται να προστεθούν στη μεγάλη συζήτηση που έχει αρχίσει για την κατάσταση της υγείας της. Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης την παρακολουθούν βήμα βήμα από τη στιγμή που εμφανίστηκε σε δύο επίσημες εκδηλώσεις να τρέμει ακατάσχετα. Μπορεί η ίδια να διέψευσε ότι συμβαίνει κάτι ανησυχητικό και να διαβεβαιώνει ότι είναι πολύ καλά στην υγεία της, όμως οι φωτογράφοι στοχεύουν σε κάθε κίνησή της –ακόμη και στα κόκκινα από την αϋπνία μάτια της, ύστερα από τη μαραθώνια συνεδρίαση των Ευρωπαίων ηγετών, την περασμένη Κυριακή.
«Είμαι καλά…», δήλωσε η Ανγκελα Μέρκελ στην Οσάκα της Ιαπωνίας, όπου γινόταν η σύνοδος του G-20, εκνευρισμένη επειδή βρισκόταν στο «στόχαστρο» των δημοσιογράφων. Ευρωπαίοι σχολιαστές σημειώνουν ότι το ενδεχόμενο να αντιμετωπίσει πρόβλημα υγείας η ισχυρή καγκελάριος είναι πολύ σοβαρό ζήτημα και θέτει πολλά ερωτήματα για την επόμενη μέρα στη Γερμανία. Το θέμα αποσιωπάται στο Βερολίνο και η ίδια η καγκελαρία το έκλεισε χωρίς να δώσει συνέχεια.
Σε περίπτωση όμως που απαιτηθεί η αποχώρηση της κ. Μέρκελ από τα καθήκοντά της (έστω και για να ξεκουραστεί) θα δημιουργηθεί κενό εξουσίας στη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή δύναμη. Σύμφωνα με το γερμανικό Σύνταγμα, θα κληθεί να την αντικαταστήσει ο αντικαγκελάριος Ολαφ Σολτς από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, ή να οδηγηθεί η χώρα σε νέες εκλογές. Αυτά φυσικά είναι σενάρια που συζητούνται εκτός Γερμανίας περισσότερο. Παρ’ όλα αυτά, ακούγονται σε μια εποχή που δεν είναι αβανταδόρικη για την πολιτική ισχύ της Μέρκελ.
Εχουν προηγηθεί οι αναταράξεις στο εσωτερικό της Χριστιανικής Ενωσης, που έφεραν στα όριά τους τις σχέσεις Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας (Cdu-Csu) και οι κακές επιδόσεις της Ενωσης των δύο αδελφών Χριστιανικών κομμάτων σε τοπικές εκλογές. «Η κρίση στο Βερολίνο θα φέρει το τέλος της γερμανικής πολιτικής σκηνής όπως την ξέραμε», έγραφε πριν από ένα χρόνο το Spiegel, προδιαγράφοντας ένα δύσκολο και άδηλο μέλλον για τη γερμανική κυβέρνηση και για την ίδια την καγκελάριο.
Από την έντυπη έκδοση