Τον Μάιο του 2019, οι ευρωεκλογές είχαν αναχθεί από τη Νέα Δημοκρατία σε μεγάλη πολιτική αναμέτρηση, που θα οδηγούσε σε πτώση την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Τσίπρας κυβερνούσε από το 2015, ενώ από τις αρχές του 2019 διατηρούσε ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία χάρη σε «δανεικούς βουλευτές» από ΑΝ.ΕΛ., «Ποτάμι» και Ενωση Κεντρώων, μετά την αποχώρηση του Καμμένου από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Τη βραδιά των εκλογών, που είχαν λάβει χαρακτήρα εθνικής ψήφου και είχαν διεξαχθεί σε συνθήκες ακραίας πόλωσης, η Νέα Δημοκρατία έλαβε 33,1% και ο ΣΥΡΙΖΑ βυθίστηκε στο 23,75%, αποτέλεσμα που οδήγησε τον Τσίπρα, που δεν θα έχανε ούτε μία στο εκατομμύριο από τον Μητσοτάκη, να προκηρύξει πρόωρες κάλπες για τον Ιούνιο, αφού πρώτα έπρεπε να «διευθετήσει» τα χατίρια των διαπλεκόμενων συμφερόντων, που περίμεναν την αλλαγή του Ποινικού Κώδικα για να αποφύγουν δικαστικές περιπέτειες γύρω από τις «μπίζνες» τους.
Σήμερα, η πολιτική κατάσταση στη χώρα είναι διαφορετική, τα στοιχεία που παραμένουν σταθερά είναι το ποσοστό της Νέας Δημοκρατίας, που υπολογίζεται κοντά στο 33%, και η κυριαρχία του Μητσοτάκη στο κριτήριο της καταλληλότητας του πρωθυπουργού. Ο Τσίπρας είναι απλός βουλευτής, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται κοντά στο 15% και ο νέος του πρόεδρος έχει θέσει στόχο να πλησιάσει το 17%, που έλαβε στη συντριβή του από το κυβερνών κόμμα τον περασμένο Ιούνιο.
Ο Κασσελάκης, που δεν διακρίνεται από πολιτική ωριμότητα αλλά «σταδιοδρομεί» ως πρωταγωνιστής μιας ιδιότυπης κομματικής σαπουνόπερας, ζητάει από την κυβέρνηση να προσφύγει σε εθνικές εκλογές και μάλιστα με την παρουσία διεθνών παρατηρητών. Το αίτημα φαιδρό, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ υπολείπεται της Νέας Δημοκρατίας πάνω από 15 ποσοστιαίες μονάδες και η λαϊκή εντολή στον Μητσοτάκη για τετραετία είναι ακόμη νωπή. Παρά ταύτα, ο Κασσελάκης χρησιμοποιεί ένα «σύνθημα», το οποίο είναι μεν ανέξοδο, αφού ο Μητσοτάκης δεν πρόκειται να δεχθεί το αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ, εκτός εάν θελήσει να κάνει χιούμορ, όμως μπορεί να λειτουργήσει ως ένας μηχανισμός συσπείρωσης ενός κόμματος που βρίσκεται σε αποσύνθεση.
Το επισημαίνουμε αυτό διότι η κυβέρνηση πρέπει να στείλει το δικό της μήνυμα στους ψηφοφόρους, να καταδείξει ποιο είναι το πραγματικό δίλημμα της κάλπης, τι ακριβώς διακυβεύεται στις 9 Ιουνίου και, κυρίως, ποια είναι τα επόμενα βήματά της. Ειδάλλως η χαλαρότητα εγκυμονεί κινδύνους.
Χαμένοι στο πρωτόκολλο
Απαιτείται, δηλαδή, ένας νέος εθνικός στόχος. Το προηγούμενο διάστημα, είχε τεθεί ως βασική προτεραιότητα η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, που υλοποιήθηκε τους προηγούμενους μήνες, τώρα είναι ανάγκη να αποσαφηνισθεί και προεκλογικά να τονισθεί το πολιτικό σχέδιο της κυβέρνησης για καλύτερες οικονομικές συνθήκες και βελτίωση του κράτους.
Στις ευρωεκλογές δεν θα ψηφίσουν οι πολίτες για την Ευρώπη αλλά με εθνικά κριτήρια, το ίδιο συμβαίνει σε όλες τις χώρες της Ενωσης.
Επομένως δεν είναι κάτι περιττό, αλλά ανάγκη να τεθούν στόχοι, να επαναληφθούν οι δεσμεύσεις για καλύτερους μισθούς, πτώση της ανεργίας και επανίδρυση του κράτους. Να μπει στο επίκεντρο ο πολίτης.
Επισημαίνουμε την ανάγκη εφαρμογής μιας νέας δημοσιονομικής πολιτικής. Ο Μητσοτάκης, στα πρώτα του βήματα ως πρωθυπουργός, αιφνιδίασε θετικά τους πολίτες ανακοινώνοντας, το καλοκαίρι του 2019, την καθολική μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 22%.
Κάτι αντίστοιχο πρέπει να γίνει και τώρα. Να εξετασθεί η μείωση των άμεσων φόρων, που δεν θα διαταράξει τη δημοσιονομική ισορροπία και ταυτόχρονα θα έχει αναπτυξιακό αποτύπωμα. Απέναντι στις ακάλυπτες παροχολογίες του ΣΥΡΙΖΑ, η κυβέρνηση πρέπει να σταθμίσει τα νέα δεδομένα, να μετρήσει τα μεγέθη στον Προϋπολογισμό και να εξαγγείλει συγκεκριμένα μέτρα μείωσης της άμεσης φορολογίας.
Ο Προϋπολογισμός εκτελείται με υπέρβαση εσόδων, η συζήτηση για να καταστεί η Ελλάδα φιλικότερη στη φορολογία, που δεν έγινε στις περυσινές εκλογές, μπορεί να γίνει τώρα. Με σχέδιο, μετρήσιμα αποτελέσματα και αναπτυξιακή προοπτική.
Η Ν.Δ. είναι φιλελεύθερη παράταξη και οι μειώσεις φόρων ανήκουν στην καρδιά της ιδεολογίας της, αλλά και των ψηφοφόρων.