Στη σχολική κοινότητα, τον καθοδηγητικό ρόλο έχουν οι εκπαιδευτικοί και το λοιπό προσωπικό (ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί), όταν υπάρχει. Είναι εκείνοι που οφείλουν βάσει των σπουδών τους, της παιδαγωγικής εμπειρίας και της ηλικίας τους να αντιληφθούν ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά. Και είναι υποχρέωσή τους, να δράσουν με τον καλύτερο και τον πιο άμεσο τρόπο που υπάρχει. Να πλησιάσουν το παιδί που κλαίει ξαφνικά, που εκρήγνυται χωρίς λόγο, που απομονώνεται. Να παρέμβουν όταν δουν την πλάκα και το καλαμπούρι να γίνεται συστηματική κακοποίηση, να τους μιλήσουν, να τους εξηγήσουν τι είναι αυτό που κάνουν ή αυτό που δέχονται. Ομως, πολλές φορές είτε δεν το αξιολογούν σωστά είτε το «καλύπτουν» διά της αδιαφορίας, φοβούμενοι να αναλάβουν την ευθύνη.
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
Η προσπάθεια που ξεκίνησε το υπουργείο Παιδείας τα δύο τελευταία χρόνια για στελέχωση των σχολείων με ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς είναι σωστή, αλλά πρέπει να επιταχυνθεί. Χρειάζονται περισσότεροι ειδικοί και καλύτερη επιμόρφωση καθηγητών και δασκάλων. Διότι δεν μιλάμε πλέον για ένα ακραίο, σπάνιο φαινόμενο, αλλά για φωτιά που εξαπλώνεται (με καύσιμη ύλη τα σόσιαλ μίντια) και πρέπει να ελεγχθεί πριν γίνει ανεξέλεγκτη. Σύμφωνα με στοιχεία που έφερε στο φως ο «Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής» (15/5/2022), σχεδόν 1 ανήλικος την ημέρα έπεφτε θύμα ξυλοδαρμού τον περασμένο χρόνο, με αρκετά από αυτά τα περιστατικά να καταγράφονται μέσα σε σχολεία. Μάλιστα, από τα συνολικά 327 θύματα, τα 190 ήταν ηλικίας 15 έως 18 ετών και οι περισσότερες σωματικές βλάβες σε βάρος ανηλίκων ήταν σε χώρους Επαγγελματικών Λυκείων.
Δεν είναι εύκολη η αντιμετώπιση του φαινομένου, ας το παραδεχθούμε. Χρειάζεται και η συμμετοχή των γονιών, η οποία δεν είναι πάντα δεδομένη. Πολλές φορές υπάρχει άρνηση πραγματικότητας συνήθως γιατί κανείς δεν θέλει να παραδεχθεί πως το παιδί του βασανίζει άλλα παιδιά ή γιατί κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πως το παιδί του βασανίζεται. Υπάρχουν έφηβοι που δεν μιλούν καθόλου, που φοβούνται, που θέλουν να γίνουν αποδεκτοί από μια ομάδα και ανέχονται καταστάσεις που ξέρουν ότι δεν είναι σωστές. Υπάρχουν έφηβοι που υποφέρουν και δεν ξέρουν πώς να το εκφράσουν. Υπάρχουν παιδιά στο φάσμα του αυτισμού που καθημερινά παλεύουν για τη διαφορετικότητά τους. Υπάρχουν παιδιά που ασκούν μπούλινγκ αλλά δεν το καταλαβαίνουν ή επειδή το έχουν υποστεί, νομίζουν πως πρέπει να ανταποδώσουν. Ολα αυτά τα παιδιά, για όλους αυτούς τους λόγους, χρειάζονται τους μεγαλύτερους και τους ειδικούς.