ΤΟ έργο της ψηφιοποίησης του κράτους τρέχει με γοργούς ρυθμούς και είναι βέβαιο πως σε λίγα χρόνια κανένας πολίτης δεν θα χρειάζεται να πάει σε καμία υπηρεσία για να διεκπεραιώσει τις συναλλαγές του με το κράτος. Εχουμε προχωρήσει τόσο πολύ, που χώρες όπως η Γερμανία παρακολουθούν τι συμβαίνει στην Ελλάδα, ώστε να προχωρήσουν και εκεί τον ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους.
ΤΑ προβλήματα, όμως, δεν έχουν λυθεί. Και το κυριότερο πρόβλημα παραμένει η ουσιαστική και αυστηρή αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Εσωτερικών, από τους 595.676 μόνιμους υπαλλήλους του κράτους αξιολογούνται μόνο οι 189.000, καθώς εξαιρούνται οι ένστολοι, οι κληρικοί, οι εκπαιδευτικοί και οι πανεπιστημιακοί.
ΣΕ αυτό το σημείο, βέβαια, πρέπει να ανοίξουμε μία παρένθεση, καθώς κάποια στιγμή, επιτέλους, πρέπει να ξεκινήσει η αξιολόγηση δασκάλων, καθηγητών, πανεπιστημιακών, η οποία όλο και υποτίθεται πως ξεκινάει αλλά ποτέ δεν υλοποιείται. Και σε μία χώρα που ο βασικός πυλώνας της εκπαίδευσης είναι, δυστυχώς, το φροντιστήριο πρέπει να μάθουμε πόσοι και ποιοι εκπαιδευτικοί μπορούν και θέλουν να αντεπεξέλθουν στο λειτούργημά τους.
ΑΣ επιστρέψουμε, όμως, στην αξιολόγηση των 189.000 δημοσίων υπαλλήλων. Για το έτος 2023 υποβλήθηκαν 166.350 αξιολογήσεις. Από τα αποτελέσματα προκύπτει ότι 39.394 κρίθηκαν ως «υψηλής απόδοσης», αλλά χάρη στο σύστημα Τεχνητής Νοημοσύνης που χρησιμοποιεί το υπουργείο Εσωτερικών διαπιστώθηκε ότι δεν πληρούν τα κριτήρια και, έτσι, οι αξιολογήσεις απορρίφθηκαν. Ακόμα 11.000 περιπτώσεις ελέγχονται, ενώ, σύμφωνα με την Τεχνητή Νοημοσύνη, μόλις 4.259 υπάλληλοι πληρούν τα κριτήρια ώστε να χαρακτηριστούν «υψηλής απόδοσης». Αντίθετα, 1.390 υπάλληλοι κρίθηκαν ως «χαμηλής απόδοσης», αφού δεν κατάφεραν να περάσουν τον πήχη ούτε σε τρία από τα εννέα κριτήρια.
ΠΟΙΟ είναι το συμπέρασμα; Οτι, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι αξιολογητές κρίνουν από χαλαρά έως χαριστικά τους υφισταμένους τους. Και τους παρουσιάζουν με ικανότητες που δεν διαθέτουν επιχειρώντας στην ουσία να «κοροϊδέψουν» το σύστημα και να καταργήσουν στην πράξη την αξιολόγηση.
ΑΥΤΟ συνέβαινε πάντοτε. Ετσι, αδρανοποιούνταν όσοι νόμοι αξιολόγησης υπαλλήλων ψηφίζονταν. Το θετικό είναι πως η ηγεσία του υπουργείου Εσωτερικών, με την αξιοποίηση της Τεχνητής Νοημοσύνης, πλέον, πιάνει την «κομπίνα» προϊσταμένων και υφισταμένων. Αυτό αποτελεί και το πρώτο σημαντικό βήμα για τη διενέργεια πραγματικής αξιολόγησης στο Δημόσιο.
ΚΑΙ επειδή συνδικαλιστές και κόμματα αντιδρούσαν πάντοτε στην αξιολόγηση, πρέπει να σημειωθεί πως το ζήτημα είναι κρίσιμο. Δεν γίνεται να γκρινιάζουμε καθημερινά για τον κρατικό μηχανισμό και να μην αξιολογούνται οι υπάλληλοι.
ΟΣΟΙ είναι άριστοι πρέπει να επιβραβεύονται με μπόνους. Οσοι μπορούν και θέλουν να προάγονται. Οσοι χρειάζονται βελτίωση να συμμετέχουν σε σεμινάρια επιμόρφωσης. Και όσοι ούτε μπορούν ούτε θέλουν, δεν γίνεται να κρατάνε μία οργανική θέση χωρίς να προσφέρουν, χωρίς να δουλεύουν. Κάποια στιγμή πρέπει να ανοίξει η συζήτηση για την άρση της μονιμότητας και όποιοι υπάλληλοι αποδεδειγμένα έχουν εξαιρετικά χαμηλές επιδόσεις να απολύονται και να προσλαμβάνονται άλλοι στη θέση τους. Δεν πρόκειται για τιμωρητική πολιτική, αλλά για την πραγματικότητα. Αν θέλουμε να αλλάξει το κράτος, δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Αλλιώς, ας σταματήσουμε να γκρινιάζουμε…