Η αλήθεια είναι ότι από το 2015 και μετά υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση, στα όρια της αδράνειας, στο μέτωπο των εξορύξεων. Η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου με υπουργό Ενέργειας τον καθηγητή Γιάννη Μανιάτη είχε ολοκληρώσει με γρήγορους ρυθμούς τους διαγωνισμούς για την παραχώρηση των «οικοπέδων» στα οποία θα γίνουν οι έρευνες, αλλά έκτοτε η πρόοδος ήταν αμελητέα για διάφορους λόγους. Η κυβέρνηση Τσίπρα, αν και η ίδια νομοθέτησε υπέρ των εξορύξεων, ουσιαστικά δεν ήθελε να προχωρήσει τα έργα, προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες, ενώ η σημερινή κυβέρνηση διαπίστωσε ότι οι χαμηλές τιμές που είχαν διαμορφωθεί τα προηγούμενα χρόνια στην αγορά του φυσικού αερίου είχαν αποθαρρύνει τους επενδυτές που δεν ήθελαν να ρισκάρουν μεγάλης κλίμακας επενδύσεις με τόσο υψηλό ρίσκο για ύπαρξη κοιτασμάτων.
Τώρα όμως η κατάσταση είναι διαφορετική. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι οι υψηλές τιμές των καυσίμων θα διατηρηθούν για πολλά χρόνια και η Ευρώπη έχει αποφασίσει να σταματήσει το επόμενο διάστημα τις εισαγωγές ενέργειας από την Ρωσία. Επομένως, είναι απολύτως κρίσιμο για την ενεργειακή μας ασφάλεια και τη θωράκιση της οικονομίας να αξιοποιήσουμε κάθε δυνατό εγχώριο πόρο με σεβασμό στο περιβάλλον, αλλά και στις τσέπες των καταναλωτών, που πληρώνουν σήμερα ακριβό εισαγόμενο ρεύμα.
Αυτό μπορεί να γίνει με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι να απλοποιηθούν οι διαδικασίες για την εγκατάσταση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι ιδανική για την αξιοποίηση του αέρα και του ήλιου, υστερεί σημαντικά έναντι των περισσοτέρων ευρωπαϊκών χωρών στη λειτουργία φωτοβολταϊκών και αιολικών μονάδων.
Ο δεύτερος τρόπος είναι να προχωρήσουν και στην πράξη οι έρευνες για την ύπαρξη κοιτασμάτων φυσικού αερίου. Κανείς δεν υπόσχεται ότι θα γίνουμε «σεΐχηδες», όμως η χώρα πρέπει να γνωρίζει εάν υπάρχουν εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα για τη χάραξη της ενεργειακής της πολιτικής.
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
Και οι δύο αυτές διαδικασίες σκοντάφτουν σε τοπικιστικά συμφέροντα και επίκληση «περιβαλλοντικών ευαισθησιών» συνήθως από φορείς ή οργανώσεις που δεν έχουν κανένα πρόβλημα να παράγουμε ενέργεια από κάρβουνο και λιγνίτη ή να εισάγουμε φυσικό αέριο σε βάρος της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας.
Ολοι τάσσονται υπέρ της πράσινης ενέργειας, αλλά μακριά από τα σπίτια μας. Ολοι θέλουν φθηνό ρεύμα, αλλά χωρίς αιολικά πάρκα ή φωτοβολταϊκές μονάδες. Ολοι θέλουν βενζίνη στη μισή τιμή, αλλά καμία εξόρυξη στον τόπο μας. Ολοι είναι με περιβαλλοντικές ανησυχίες, αλλά καμία απολύτως μονάδα κοντά στην αυλή τους. Ετσι δεν γίνεται δουλειά, θα είμαστε μονίμως εξαρτώμενοι από εισαγωγές ενέργειας, κάτι που δεν συνιστά μόνο «συναλλαγματική αιμορραγία», αλλά, όπως είδαμε πρόσφατα, ενέχει και εθνικούς κινδύνους.
Οι ανησυχίες για το πώς θα γίνονται οι εξορύξεις είναι θεμιτές, όμως πλέον οι όροι για κάθε στάδιο έρευνας ή άντλησης κοιτασμάτων είναι αυστηροί και διασφαλίζουν την προστασία του περιβάλλοντος. Στον Πρίνο, όπως ανέφερε ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας Energean που έχει τη διαχείριση της μονάδας, παράγεται επί 41 χρόνια πετρέλαιο και φυσικό αέριο χωρίς επιβάρυνση της περιοχής, σε απόλυτη αρμονία με την τουριστική βιομηχανία, την αλιεία και την τοπική κοινωνία.
Τα «όχι στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας» ισοδυναμούν με «ναι σε ρυπογόνα καύσιμα» και τα «όχι στις εξορύξεις» σε «ναι στις πανάκριβες εισαγωγές φυσικού αερίου».
Οι Νορβηγοί και οι Δανοί που αντλούν πετρέλαιο ή έχουν αξιοποιήσει πλήρως τα αιολικά πάρκα δεν είναι λιγότερο ευαίσθητοι στο περιβάλλον από εμάς, που θέλουμε καθαρή ενέργεια, αλλά με μαγικούς τρόπους.